Ως πρωτοφανή και προκλητική ενέργεια, που δημιουργεί συνθήκες κρίσης στις σχέσεις ΕΕ-Λιβύης και αναδεικνύει το σοβαρό πρόβλημα για τη διαχείριση της νέας μεταναστευτικής πλημμυρίδας που ξεκινά από τις ακτές της Λιβύης, χαρακτηρίζουν οι Νάντια Γιαννακοπούλου και Δημήτρης Μάντζος την αποπομπή από τη Βεγγάζη του Ευρωπαίου επιτρόπου Μετανάστευσης και τριών υπουργών Μετανάστευσης κρατών-μελών της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και του Έλληνα υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου.
Η υπεύθυνη ΚΤΕ Μετανάστευσης του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και ο υπεύθυνος ΚΤΕ Εξωτερικών του κόμματος, αναφέρουν ότι «το μεταναστευτικό εργαλειοποιείται από τον Στρατηγό Χαφτάρ, με τις αφίξεις στην Κρήτη ήδη να παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις τόσο για να διασφαλίσει χρηματοδότηση από την ΕΕ όσο και άτυπη αναγνώριση του Κράτους της Ανατολικής Λιβύης». Σημειώνουν ότι «η Ελλάδα και η ΕΕ βρίσκονται μπροστά σε μια κρίση, σε νέα δεδομένα και νέους κινδύνους» και «πρέπει να δράσουν άμεσα, αποφασιστικά, ενιαία και με σαφή στρατηγική η οποία ήταν απούσα στο προηγούμενο διάστημα».
Τονίζουν πως «είναι φανερό ότι η επένδυση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο καθεστώς Χαφτάρ αποδεικνύεται ριψοκίνδυνη επιλογή, η οποία πάντως δεν υπηρετήθηκε επαρκώς, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει χαθεί κρίσιμος χρόνος αλλά και διπλωματικό κεφάλαιο της χώρας μας στην περιοχή». Προσθέτουν ότι «η Ελληνική Κυβέρνηση επί χρόνια έμεινε αδρανής και απούσα από τη Λιβύη, ενώ απέτυχε να ενεργοποιήσει μια ενιαία ευρωπαϊκή προσέγγιση απέναντι στα συναφή ζητήματα». Στο πλαίσιο αυτής της κριτικής επισημαίνουν ότι «η "σπουδή" του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών να εξομαλύνει τις σχέσεις με τη Λιβύη, αφού πρώτα έχουν σημειωθεί τόσο η αύξηση των μεταναστευτικών ροών όσο και η επίκληση του άκυρου τουρκολιβυκού μνημονίου από Τρίπολη και Βεγγάζη, πλέον, δεν αρκεί για να αντιστρέψει τις συνέπειες της απρονόητης εξωτερικής πολιτικής της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη».
Η κ. Γιαννακοπούλου και ο κ. Μάντζος υπογραμμίζουν ότι ταυτόχρονα «η ΕΕ οφείλει επιτέλους να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του ζητήματος και να καταφύγει σε άμεσες παρεμβάσεις προς αντιμετώπισή του με ενιαίο τρόπο και όχι αποσπασματικά παραπέμποντας σε πρωτοβουλίες κάθε πληττόμενης χώρας της ΕΕ σε διμερές επίπεδο. Τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά σύνορα και αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ρητορικό σχήμα». Ακόμη, τονίζουν την κρισιμότητα της συγκυρίας δεδομένης της μείωσης, λόγω των εξελίξεων στις ΗΠΑ, της χρηματοδότησης επισιτιστικών και ανθρωπιστικών δράσεων.
Αναφέρουν ότι «η ΕΕ πρέπει να είναι παρούσα εκεί που γεννιούνται οι προσφυγικές και μεταναστευτικές κρίσεις, καλύπτοντας τις ανάγκες επιβίωσης των ανθρώπων και ενισχύοντάς τους ώστε να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στον τόπο τους». Σημειώνουν, δε, ότι η ΕΕ καλείται «να αποδείξει έμπρακτα την αλληλεγγύη της στις χώρες πρώτης υποδοχής -όπως η Ελλάδα- και τη συνεισφορά της σε μια αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στη φύλαξη των συνόρων και στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων προσφύγων και μεταναστών».
Όπως επισημαίνουν, η ανησυχητική αύξηση των ροών προς την Κρήτη «απαιτεί άμεσα μέτρα τόσο για την αποτροπή τους και την αποθάρρυνση τους, όσο και μέτρα για τη διαβίωση των ανθρώπων σε δομές όσο καιρό θα μείνουν στην Ελλάδα». Τ΄ςλος, υπογραμμίζουν ότι «η Κυβέρνηση πιάστηκε και πάλι απροετοίμαστη» και καταλήγουν: «Κάθε παραπέρα καθυστέρηση μπορεί να φέρει δραματικά αποτελέσματα που να μας οδηγήσουν σε καταστάσεις που να θυμίζουν τι έγινε δέκα χρόνια πριν».