Βλέποντας την Κομισιόν να καθυστερεί να αναλάβει πρωτοβουλίες για μιά συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος με το πανάκριβο ηλεκτρικό ρεύμα, η κυβέρνηση αποφασίζει να προχωρήσει μονομερώς, υιοθετώντας μέτρα και πολιτικές που δεν αντίκεινται στους ευρωπαϊκούς κανόνες και δεν θα προκαλέσουν την αντίδραση των Βρυξελλών.
Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο προσανατολίζεται στην επιβολή ενός νέου έκτακτου φόρου στις εταιρείες ενέργειας - ηλεκτροπαραγωγούς και διυλιστήρια - με στόχο την άντληση εσόδων που θα χρησιμοποιηθούν για τη χορήγηση επιδοτήσεων σε καταναλωτές.
Βασικός άξονας των κυβερνητικών σχεδιασμών η κατηγορηματική διαβεβαίωση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη ότι δεν θα επιτραπεί επ' ουδενί να μετακυληθούν στους καταναλωτές οι μεγάλες αυξήσεις τιμών που σημειώνονται στη χονδρεμπορική αγορά, ως αποτέλεσμα στρεβλώσεων και δυσλειτουργίας.
Η κυβέρνηση έχει ήδη ενημερώσει τις Βρυξέλλες για τις προθέσεις της, ώστε να προχωρήσει έχοντας εξασφαλίσει συναίνεση - η οποία πάντως δεν είναι απαραίτητη εν προκειμένω. Από πλευράς Κομισιόν έχει καταστεί σαφές ότι πλαφόν στις τιμές δεν μπορεί να επιβληθεί και ότι η λύση πρέπει να αναζητηθεί σε μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα, όπως η επιβολή έκτακτων πρόσθετων φόρων.
Το θέμα συζητήθηκε στη χθεσινή συνάντηση εκπροσώπων του υπουργείου Ενέργειας με τεχνικά κλιμάκια της Κομισιόν. Θα ακολουθήσουν περαιτέρω συζητήσεις προκειμένου να διαμορφωθεί το τελικό σχέδιο και να καθοριστεί πώς και πόσο θα φορολογηθούν και ποιοί θα επιδοτηθούν.
Το ύψος του νέου φόρου - αλλά και της επιδότησης - θα εξαρτηθεί από τις τιμές που θα ανακοινώσουν οι εταιρείες ενέργειας για τα τιμολόγια λιανικής. Οσο μεγαλύτερες είναι οι αυξήσεις, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι επιδοτήσεις - και αντίστοιχα αυξημένη η κρατική δαπάνη για επιδοτήσεις.
Στο υπουργείο Ενέργειας έχει αποφασιστεί ο φόρος να μην είναι οριζόντιος αλλά στοχευμένος. Γι αυτό, πριν ανακοινωθεί θα πρέπει να έχει συμφωνηθεί με την Κομισιόν.