Η διείσδυση των βιοκαυσίμων στην ελληνική αγορά παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αν και οι εγχώριες εταιρείες παραγωγής βιοντίζελ διαθέτουν υψηλό παραγωγικό δυναμικό, το οποίο όμως αξιοποιείται σε περιορισμένο βαθμό. Η έλλειψη μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού, η ανεπαρκής ανάπτυξη των ενεργειακών καλλιεργειών και το χαμηλό επενδυτικό ενδιαφέρον είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του κλάδου.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από μελέτη της εταιρίας IBHS, μελέτη στην οποία αναφέρεται ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών των δέκα μεγαλύτερων επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας βιοντίζελ υποχώρησε οριακά στα 195,28 εκ. το 2015, μετά την ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών.
Οι εννέα από τις δέκα εταιρείες είχαν λειτουργικά κέρδη, με πέντε από αυτές να καταγράφουν βελτίωση και τρεις πτώση των αποτελεσμάτων τους.
Ως προς την κατανομή του βιοντίζελ το 2016, η μεγαλύτερη ποσότητα κατανεμήθηκε στην Agroinvest με 33.143 χιλιόλιτρα (25% του συνόλου) και ακολούθως στις Παύλος Ν. Πέττας με 24.216 χιλιόλιτρα (μερίδιο 18,3%), GF Energy με 14.382 χιλιόλιτρα (11%), Newenergy (Φυτοενέργεια) με 13.171 χιλιόλιτρα (10%) και ΕΛΙΝ Βιοκαύσιμα με 11.415 χιλιόλιτρα (8,6%).
Από τον συνολικό όγκο κατανομής του 2016, 71% καθορίστηκε να παραδοθεί στα Ελληνικά Πετρέλαια (93.933 χιλιόλιτρα) και το υπόλοιπο 29% στη Motor Oil.
Σε ό,τι αφορά την εφετινή κατανομή, δεν προκύπτει σημαντική διαφοροποίηση στις πέντε εταιρείες στις οποίες κατανέμονται οι μεγαλύτερες ποσότητες. Έτσι, η Agroinvest βρίσκεται στην πρώτη θέση με 31.361 χιλιόλιτρα (μερίδιο 24% επί του συνόλου) και στη συνέχεια η Παύλος Ν. Πέττας με 30.329 χιλιόλιτρα. Ωστόσο, στην τρίτη θέση πλέον είναι η Newenergy με 13.519 χιλιόλιτρα και ακολούθως η ΕΛΙΝ Βιοκαύσιμα με 11.080 χιλιόλιτρα και η GF Energy με 9.898 χιλιόλιτρα.
Η ποσοστιαία συμμετοχή των εισαγωγών στην κατανομή βιοντίζελ εμφανίζει διαχρονικά σημαντικές διακυμάνσεις. Αρχικά (2005), οι ποσότητες εισαγωγής ήταν περιορισμένες, ωστόσο έως το 2009 κατέγραφαν σημαντική άνοδο, φτάνοντας να αποτελούν το 11% του συνολικού εγκριθέντος όγκου. Ακολούθως, σημειώθηκε τάση υποχώρησης, ιδίως μετά το 2012, με τη συμμετοχή τους στη συνολική ποσότητα να διαμορφώνεται το 2016 σε μόλις 4,8%. Αντιθέτως, εφέτος καταγράφηκε άνοδος της εισαγόμενης ποσότητας, καθώς λειτουργούν λιγότερες παραγωγικές μονάδες, με το εν λόγω ποσοστό να αυξάνεται στο 6,7% επί του συνόλου.
Επομένως, το 93,3% της ποσότητας καθορίστηκε να προέλθει από εγχώριες μονάδες που επεξεργάζονται έλαια
Πάντως όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, , η διείσδυση των βιοκαυσίμων στην ελληνική αγορά παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς οι ποσότητες που έχουν απορροφηθεί υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τις κατανεμημένες, με συνέπεια να μην έχουν επιτευχθεί οι καθοριζόμενοι από την ΕΕ στόχοι.
Οι αιτίες για την υστέρηση είναι οι επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις αναφορικά με την έκδοση προσκλήσεων και αποφάσεων κατανομής βιοντίζελ, με συνέπεια ο εφοδιασμός να γίνεται είτε βάσει κατανομών του προηγούμενου έτους, είτε με μια άτυπη προσωρινή ποσόστωση. Επιπλέον, οι αποκλίσεις οφείλονται και σε περιπτώσεις αδυναμίας ορισμένων εταιρειών να ολοκληρώσουν έγκαιρα τις παραδόσεις τους προς τα διυλιστήρια.
Επίσης, δεν υφίσταται αποτελεσματικός έλεγχος αναφορικά με την υποχρέωση ανάμιξης βιοντίζελ με το πετρέλαιο κίνησης που εισάγεται από τις εταιρείες εμπορίας. Συνεπώς, στην αγορά διατίθενται ποσότητες πετρελαίου κίνησης χωρίς να περιέχουν βιοντίζελ, ενώ προκύπτει και αθέμιτος ανταγωνισμός εις βάρος των ομίλων διύλισης, οι οποίοι επωμίζονται το αυξημένο κόστος ανάμιξης.
Οι εγχώριες εταιρείες παραγωγής βιοντίζελ διαθέτουν υψηλό παραγωγικό δυναμικό, το οποίο όμως αξιοποιείται σε περιορισμένο βαθμό. Συγκεκριμένα η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα διαμορφώνεται στο υψηλό επίπεδο των 680.000 τόνων, ενώ η ετήσια παραγωγή σε 120.000 τόνους βιοντίζελ τον χρόνο (εισάγονται και 20.000 τόνοι).