«Η προετοιμασία του νέου ΕΣΠΑ συμπίπτει χρονικά με τον σχεδιασμό του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης που επιβάλει συμπληρωματικότητες με τα άλλα Ταμεία. Ο χρονισμός και η επίτευξη συνεργειών ανάμεσα στις δύο πηγές χρηματοδότησης θα μας επιτρέψει να καλύψουμε ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της οικονομίας μας». Αυτό υπογραμμίζει ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Δημήτρης Σκάλκος σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε σήμερα στην ηλεκτρονική σελίδα του υπουργείου για το ΕΣΠΑ. Ο ίδιος συμπληρώνει: «Μπορούμε λοιπόν να αισιοδοξούμε. Με ολοκληρωμένο σχέδιο, επαρκή χρηματοδότηση και εντατική δουλειά, η Ελλάδα θα βγει (και) από αυτή την σκληρή δοκιμασία δυνατή».
Αναλυτικά στο άρθρο του ο γενικός γραμματέας αναφέρει:
Οι ευρωπαϊκές οικονομίες, αντιμέτωπες με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, πορεύονται σε περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας. Δυστυχώς η επιδημιολογική εξέλιξη της πανδημίας COVID-19 αποτελεί μία γνωστή-άγνωστη μεταβλητή (known-unknown), έναν παράγοντα δηλαδή που γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια και συνεπώς οι οικονομικές προβλέψεις υπόκεινται σε αναπόφευκτες αναθεωρήσεις. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα ήδη γνωστά δεδομένα που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Ανάμεσά τους η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων (στα επόμενα χρόνια πρόκειται να ψηφιοποιηθεί το 85% των διαδικασιών των επιχειρήσεων), οι διαφαινόμενες μεταβολές στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, η διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων (που πλήττουν κυρίως τους χαμηλής αλλά και μεσαίας ειδίκευσης εργαζόμενους).
Κατά συνέπεια, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα πρέπει να συνεχιστεί η στήριξη της ρευστότητας, ιδίως των μικρομεσαίων, επιχειρήσεων προκειμένου να στηριχτούν οι θέσεις εργασίας και να αποφευχθεί μία νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων για όσο διάστημα επιβάλλει η δυσχερής οικονομική συγκυρία. Σε ό,τι αφορά στην κινητοποίηση πόρων του τρέχοντος ΕΣΠΑ, ιδιαίτερα σημαντικοί πόροι ήδη διατέθηκαν, ως γνωστό, μέσω διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων (εγγυοδοσία, επιδότηση τόκων εξυπηρετούμενων δανείων, επιστρεπτέες αλλά και μη επιστρεπτέες προκαταβολές). Στους επόμενους μήνες αναμένονται περισσότερο στοχευμένες δράσεις (πχ. εστίαση), ενώ οι πόροι του νέου εργαλείου ReactEU, που λειτουργεί συμπληρωματικά με το ΕΣΠΑ, πρόκειται στο μεγαλύτερο μέρος τους να δεσμευτούν σε δράσεις στήριξης της απασχόλησης. Και βέβαια, αντίστοιχες με τις παραπάνω δράσεις πρόκειται να ενεργοποιηθούν εμπροσθοβαρώς από τα προγράμματα της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-2027, πάντοτε ανάλογα με τις διαμορφούμενες ανάγκες, ενώ προβλέπεται η χρηματοδότηση δράσεων που ενδυναμώνουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας (τομέας υγείας, εργαλεία τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης, κ.ά.)
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, η δυναμική και διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία προϋποθέτει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων σε τομείς αυξημένης προστιθέμενης αξίας, όπως οι παρακάτω τρεις:
* η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ (European Skills Agenda), προκειμένου να ανατραπεί η μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση εργασιακών δεξιοτήτων. Απαιτούνται νέες φιλόδοξες πολιτικές για τη δια βίου μάθηση, την επαγγελματική κατάρτιση, το θεσμό της μαθητείας, την ενδο-επιχειρησιακή κατάρτιση.
* η μετάβαση σε μια «πράσινη», περιβαλλοντικά φιλική οικονομία μέσω της εξοικονόμησης ενέργειας (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, «πράσινα νησιά», ηλεκτροκίνηση) αλλά και της κυκλικής οικονομίας, αναμένεται να προσελκύσουν επενδύσεις και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας.
* η καινοτομική επιχειρηματικότητα, οι στοχευμένες κλαδικές πολιτικές, η λειτουργική προσαρμογή στη Βιομηχανία 4.0, οι επιχειρηματικές συνενώσεις (clusters), η μεγέθυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Τα παραπάνω αποτελούν βασικές προτεραιότητες του σχεδιασμού των νέων Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ για την περίοδο 2021-2027 που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η προετοιμασία του νέου ΕΣΠΑ συμπίπτει χρονικά με τον σχεδιασμό του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης που επιβάλει συμπληρωματικότητες (complementarities) με τα άλλα Ταμεία. Ο χρονισμός και η επίτευξη συνεργειών ανάμεσα στις δύο πηγές χρηματοδότησης θα μας επιτρέψει να καλύψουμε ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της οικονομίας μας.
Μπορούμε λοιπόν να αισιοδοξούμε. Με ολοκληρωμένο σχέδιο, επαρκή χρηματοδότηση και εντατική δουλειά, η Ελλάδα θα βγει (και) από αυτή την σκληρή δοκιμασία δυνατή.