Κάλεσμα στον Ντοναλτ Τραμπ απευθύνουν οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες να ξανασκεφτεί τους δασμούς.
Ο κλιμακούμενος λεκτικός πόλεμος μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ ξεκίνησε όταν ο κ. Τραμπ ανακοίνωσε τα σχέδιά του να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, λέγοντας πως οι «πολύ ηλίθιες» εμπορικές συμφωνίες επέτρεψαν σε χώρες από όλον τον κόσμο να εκμεταλλευτούν την μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Αυτό προκάλεσε την άμεση αντίδραση των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ, καθώς και επικρίσεις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
«Το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο είναι καλύτερο για όλες τις κοινωνίες και στο τέλος της μέρας αποφέρει καταστάσεις από τις οποίες όλοι βγαίνουν κερδισμένοι. Ελπίζω οι πολιτικοί να το σκεφτούν αυτό σοβαρά και να δημιουργήσουν καταστάσεις για τις κοινωνίες τους όπου όλοι μπορούν να βγουν κερδισμένοι», δήλωσε στο CNBC, όπως μεταδίδει το euro2day.gr, ο διευθύνων σύμβουλος της Jaguar Land Rover, Ralph Speth.
Ο ίδιος σχολίασε πως είναι δεν μπορεί να ανησυχεί για την προοπτική ενός εμπορικού πολέμου σε αυτήν την φάση, διότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για το πώς αυτός θα εκδηλώνονταν.
«Αν το σκεφτείτε, νομίζω πως όλοι θα αντιληφθούν πως το ελεύθερο εμπόριο και η ανοικτότητα είναι επωφελή για όλους», είπε στο CNBC ο διευθύνων σύμβουλος της Volvo Cars, Hakan Samuelsson.
Ερωτηθείς σε ποιον βαθμό θα μπορούσαν να ζημιωθούν οι διατλαντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες της σουηδικής αυτοκινητοβιομηχανίας, ο κ. Samuelssson είπε πως «θα ήταν πολύ κακό, φυσικά, όμως νομίζω πως είναι πολύ νωρίς να κάνουμε εικασίες».
Τη Δευτέρα, ο διευθύνων σύμβουλος της Volkswagen δήλωσε πως «εξετάζει με ηρεμία» την κατάσταση και πως θα ήταν έτοιμος να λάβει «τις απαραίτητες αποφάσεις». Ο κ. Matthias Mueller πρόσθεσε πως δεν υπάρχει ανάγκη αντίδρασης στην απειλή επιπλέον φόρων στις πωλήσεις ευρωπαϊκών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ACEA, το ευρωπαϊκό και αμερικανικό εμπόριο που σχετίζεται με τον κλάδο των αυτοκινήτων αντιστοιχεί σε περίπου 10% του συνολικού εμπορίου μεταξύ των δυο περιοχών.