Τα διπλωματικά χαμόγελα και οι χειραψίες δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα στις οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ: Ενας οικονομικός πόλεμος μεταξύ τους μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Η καχυποψία του Τραμπ απέναντι στην Γερμανία, για την οποία εκτιμά ότι επιθυμεί - και ως ένα βαθμό έχει καταφέρει - να καταστήσει την ΕΕ υποχείριο της, είναι γνωστή και μπορεί να αποτελέσει γνώμονα επόμενων κινήσεων του.
Όλα τα μέτωπα παραμένουν ανοικτά: τα επιτόκια και η συναλλαγματική πολιτική, η δασμολογική πολιτική στις εισαγωγές των ΗΠΑ, το πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο στο διμερές εμπόριο ΗΠΑ-Γερμανίας. Καμία από τις δύο πλευρές δεν φαίνεται διατεθειμένη να υποχωρήσει, ούτε να αναλάβει δεσμεύσεις. Και κάπως έτσι η αρνητική δυναμική κλιμακώνεται.
Το πιο ζέον θέμα σχετίζεται με τη νομισματική πολιτική. Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η πολιτική της ΕΚΤ δεν συνάδει με τη δέσμευη που έχουν αναλάβει τα κράτη του G20, να μη χειρίζονται τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους με τρόπο ώστε να αποκτούν αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αυτό άλλωστε γίνεται φανερό και από τις κατηγορίες της Ουάσιγκτον εναντίον του Βερολίνου, τους τελευταίους δύο μήνες.
Η Γερμανία "χρησιμοποιεί" το ευρώ
Η Ουάσιγκτον ψέγει τη Γερμανία ότι εκμεταλλεύεται τους εταίρους της στην ΕΕ και ότι με τη βοήθεια ενός αποδυναμωμένου ευρώ, ενισχύει τις εξαγωγές της. Οι επιτελείς του Τραμπ δεν πείθονται βέβαια από τις απαντήσεις του κ. Σόιμπλε, σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανία δεν έχει καμία επιρροή στις αποφάσεις που λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η πολεμική αυτή είναι η πλέον πρόσφορη για την πολιτική Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος που προωθεί την πολιτική του «America First», επιδιώκει να επαναφέρει τις διμερείς διαπραγματεύσεις, αντί των πολυμερών που προωθούσε ο προκάτοχός του. Θέλει επίσης να προσφέρει φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις των ΗΠΑ, να αποδυναμώσει το δολάριο και να χαλαρώσει τους κανονισμούς για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, ο κ. Mnuchin, ο οποίος στις πρόσφατες συναντήσεις που είχε με τον Γερμανό ομόλογο του, τόνισε ότι σε γενικές γραμμές, οι εμπορικές συμφωνίες πρέπει να είναι «δικαιότερες και πιο ισορροπημένες». Ανέφερε επίσης ότι ορισμένες πτυχές του εμπορίου μεταξύ της Γερμανίας και των ΗΠΑ πρέπει να επανεξεταστούν, ώστε να εξασφαλιστεί επαρκής οικονομική ανάπτυξη και στις δύο πλευρές.
Αναφέρθηκε και στο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι οι «ανισορροπίες πρέπει να αντιμετωπίζονται». Και φυσικά οι ΗΠΑ επιμένουν στην άποψη ότι η Γερμανία και άλλες χώρες της ευρωζώνης έχουν λάβει μέτρα για να κρατήσουν την ισοτιμία του ευρώ τους σε χαμηλά επίπεδα, έτσι ώστε τα ευρωπαϊκά προϊόντα να είναι φθηνότερα και πιο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές – και στην αμερικανική.
Επαναδιαπραγμάτευση συμφωνιών
Η κυβέρνηση Τραμπ δεν φαίνεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει την πρόθεση της να επιβάλει έμμεσες επιβαρύνσεις στις εισαγωγές (πράξη που ενοχλεί ιδιαίτερα την Γερμανία). Χαρακτηριστικές είναι άλλωστε και οι τοποθετήσεις του υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με τις οποίες το θέμα αυτό δεν έχει ξεκαθαρίσει, καθώς δεν έχει αποφασιστεί τι μέτρα θα ληφθούν για την αντιμετώπιση των σημερινών ανισορροπιών.
Ο Mnuchin περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Είμαστε από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους στον κόσμο και διαθέτουμε μία από τις μεγαλύτερες αγορές. Το εμπόριο είναι καλό για όλους μας. Από κει και πέρα όμως, θέλουμε να επανεξετάσουμε κάποιες συμφωνίες. Πρέπει να δούμε ποιές είναι οι παλαιότερες συμφωνίες που χρειάζονται επαναδιαπραγμάτευση».
Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα τη Γερμανία και άλλες εξωστρεφείς οικονομίες, είναι ότι σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, το τελικό ανακοινωθέν της συνάντησης του Μπάντεν-Μπάντεν δεν περιέχει καμία δέσμευση ή αναφορά «υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και κατά του προστατευτισμού».
Οι γερμανικές εξαγωγές
Όλα αυτά έγιναν εμφανή στη συνάντηση Τράμπ –Μέρκελ. Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι «η εμπορική πολιτική πρέπει να είναι δίκαιη. Οι ΗΠΑ έχουν υποστεί άδικη μεταχείριση από πολλές χώρες επί σειρά ετών και αυτό θα σταματήσει. Αλλά δεν είμαι απομονωτιστής. Είμαι υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, αλλά και του δίκαιου εμπορίου».
Η Ανγκελα Μέρκελ απάντησε ψύχραιμα, επισημαίνοντας τη σημαντική συμβολή των γερμανικών εταιρειών στην αμερικανική οικονομία και τα 270 δισ. ευρώ απευθείας γερμανικών επενδύσεων στις ΗΠΑ.
Ενας από τους χειρότερους φόβους των οικονομολόγων είναι το ξεκίνημα ενός εμπορικού πολέμου από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει τίποτα συγκεκριμένο στο τραπέζι. Ομως οι δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου δείχνουν μια τάση απομόνωσης της αμερικανικής οικονομίας.
Στόχος του Τραμπ είναι να περιορίσει τις εισαγωγές, να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή και παράλληλα να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου Σον Σπάισερ, στόχος είναι η επιβολή δασμών σε εισαγωγές από χώρες με τις οποίες καταγράφεται έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Σε 107 δισ. ευρώ ανήλθε η αξία των γερμανικών εξαγωγών στις ΗΠΑ το 2016, ενώ οι γερμανικές εισαγωγές από την Αμερική κυμαίνονται περίπου στο 50% αυτού του ποσού. Επομένως οι προειδοποιητικές βολές της Ουάσιγκτον έχουν ως αποδέκτη και την Γερμανία. Η επιβολή δασμών θα έπληττε σημαντικά τη γερμανική οικονομία, δεδομένου ότι συμβάλλουν με 40% στο ΑΕΠ της χώρας.
ΠΗΓΗ: premium.paratiritis.gr