Ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους του κοινοτικού μέσου όρου προβλέπει έως και το 2025 ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας με άρθρο του που δημοσιεύεται σήμερα στην εφημερίδα το «Μανιφέστο».
Συγκεκριμένα, στο άρθρο, το οποίο φέρει τον τίτλο: «Προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής την επόμενη μέρα» ο κεντρικός τραπεζίτης προβλέπει ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης 3,0% το 2024 και 2,7% το 2025 αν και επισημαίνει ότι «δεν θα πρέπει να επικρατήσει η αίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι». Τονίζει δε ότι «η ελληνική οικονομία, παρά τη σημαντική βελτίωση που σημειώθηκε την τελευταία πενταετία, εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από χρόνιες αδυναμίες, οι οποίες περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρα στην πραγματοποίηση επενδύσεων.»
Για αυτόν τον λόγο ο κ. Στουρνάρας προτείνει τέσσερις παρεμβάσεις με στόχο την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν το ρυθμό αύξησης του δυνητικού εγχώριου προϊόντος, την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, την μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και τέλος, την μεγαλύτερη αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων.
Το πλήρες άρθρο του Γιάννη Στουρνάρα, Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.
«Η παγκόσμια οικονομία, επιβαρυμένη από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση, τον υψηλό πληθωρισμό και την ταχεία αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπισή του, οδεύει προς επιβράδυνση το 2023. Οι μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες έχουν βοηθήσει στη συγκράτηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, αλλά ταυτόχρονα έχουν οδηγήσει, υπό την επίδραση και άλλων παραγόντων, σε μείωση των αναμενόμενων ρυθμών ανάπτυξης και επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική οικονομία διατήρησε σημαντικό μέρος του δυναμισμού της το 2022, αλλά και κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2023.
Είναι σημαντικό ότι, μετά τη διενέργεια των εθνικών εκλογών, διαφαίνεται ένας καθαρός μεσοπρόθεσμος ορίζοντας άσκησης οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,2%. Τα επόμενα έτη εκτιμάται ότι η οικονομία θα συνεχίσει να μεγεθύνεται με ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς του δυνητικού προϊόντος, το επίπεδο του οποίου έχει ήδη υπερβεί. Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,0% το 2024 και στο 2,7% το 2025, σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να επικρατήσει η αίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι. Οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες διεθνώς παραμένουν αυξημένοι, ενώ η ελληνική οικονομία, παρά τη σημαντική βελτίωση που σημειώθηκε την τελευταία πενταετία, εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από χρόνιες αδυναμίες, οι οποίες περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρα στην πραγματοποίηση επενδύσεων. Τέτοιου είδους αδυναμίες είναι, μεταξύ άλλων, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς του Δημοσίου (λ.χ. στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στην εκπόνηση χωροταξικών σχεδίων, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, στην ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών), η υστέρηση σε βασικές υποδομές, η ανεπαρκής καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Πρόσθετα παραδείγματα εγγενών αδυναμιών αποτελούν η μικρή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας σε συνδυασμό με τη δυσμενή εξέλιξη του δημογραφικού, ο αυξημένος κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, οι σημαντικές περιφερειακές ανισότητες, οι ελλείψεις στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (παιδεία – έρευνα ‒ καινοτομία) και η υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από ορυκτά καύσιμα. Οι χρόνιες αδυναμίες και οι στρεβλώσεις αντανακλώνται ιδιαίτερα στη διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ένα πρόβλημα που συνήθως εμφανίζεται όταν η Ελλάδα αναπτύσσεται με υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τους εταίρους της.
Λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, αλλά και τις νέες και τις προϋπάρχουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία:
Πρώτον, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν το ρυθμό αύξησης του δυνητικού εγχώριου προϊόντος, αυξάνοντας έτσι τη δυνατότητα της οικονομίας για μεγαλύτερες δαπάνες (κυρίως επενδυτικές) χωρίς επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
Δεύτερον, η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων του δημόσιου τομέα, με δημιουργία ειδικού αποθεματικού, όχι δηλαδή με διανομή στην τρέχουσα χρήση, έκτακτων δημοσίων εσόδων, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ιρλανδίας.
Τρίτον, οι προσπάθειες ακόμη μεγαλύτερης αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και υποκατάστασης των εισαγωγών, και της προώθησης της εξοικονόμησης ενέργειας και της πράσινης μετάβασης, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα.
Τέταρτον, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (που δεν δημιουργούν εξωτερικές δανειακές υποχρεώσεις είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα), και ειδικότερα των παραγωγικών άμεσων ξένων επενδύσεων (greenfield investments), σε συνδυασμό με τη βέλτιστη αξιοποίηση, και συνεπώς τη μέγιστη δυνατή εισροή, των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
H ελληνική οικονομία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο μετά τη μεγάλη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, στην οποία την οδήγησαν η έλλειψη δημοσιονομικής σύνεσης και η απώλεια ανταγωνιστικότητας. Η πρόοδος αυτή είναι κυρίως το αποτέλεσμα της επίπονης δημοσιονομικής προσαρμογής, της ευρείας αναχρηματοδότησης και ριζικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους από τους εταίρους μας με πολύ ευνοϊκούς όρους, των εκτεταμένων και δύσκολων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, στο ασφαλιστικό σύστημα, στο φορολογικό σύστημα, καθώς και της εκτεταμένης αναδιάρθρωσης και κεφαλαιακής ενίσχυσης του τραπεζικού τομέα.
Η εξαγγελία άσκησης συνετής οικονομικής πολιτικής που θα αποσκοπεί στην επίτευξη κυκλικά διορθωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2% του ΑΕΠ, στη συνέχιση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, στη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην αποτελεσματική καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και την αποτελεσματική και έγκαιρη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πράσινη ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες θα εδραιώσει ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία της Ελλάδας έναντι της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας. Αυτό θα οδηγήσει στην απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και, σε μεταγενέστερο στάδιο, την υπέρβασή της ώστε να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και σε επεισόδια μεταβλητότητας των διεθνών αγορών, να περιοριστεί το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και να διευκολυνθούν η πραγματοποίηση επενδύσεων και η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Υπέρτατος στόχος είναι η πραγματική σύγκλιση με την ευρωζώνη χωρίς μακροοικονομικές ισορροπίες.»