Το άλμα που θα την εντάξει στον παγκόσμιο χάρτη των ημιαγωγών (chips) επιχειρεί η Ινδία, επενδύοντας πάνω από 18 δισ. δολάρια σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα που καλύπτει όλη την αλυσίδα αξίας: από τον σχεδιασμό έως την κατασκευή, τις δοκιμές και τη συσκευασία μικροτσίπ.
Η κούρσα για την τεχνολογική αυτονομία ξεκίνησε το 2022, όταν οι ΗΠΑ περιόρισαν τις εξαγωγές προηγμένων τσιπ στην Κίνα. Για την Ινδία, που καταναλώνει τεράστιες ποσότητες ηλεκτρονικών, αλλά δεν διαθέτει δική της βιομηχανία chips, αυτό αποτέλεσε ιστορική ευκαιρία να μειώσει τις εισαγωγές, να ενισχύσει κρίσιμους τομείς (AI, άμυνα, EVs) και να προσελκύσει επενδύσεις που φεύγουν από την Κίνα.
Η κυβέρνηση ενέκρινε μέχρι στιγμής 10 έργα ημιαγωγών αξίας 1,6 τρισ. ρουπιών (18,2 δισ. δολ.) — ανάμεσά τους δύο εργοστάσια παραγωγής chips και πολλές μονάδες δοκιμών/συσκευασίας.
Το σημαντικότερο έργο είναι η μονάδα 11 δισ. δολαρίων της Tata Electronics στο Γκουτζαράτ, σε συνεργασία με την Powerchip από την Ταϊβάν. Θα κατασκευάζει τσιπ για AI, αυτοκίνητα, αποθήκευση δεδομένων και υπολογιστές.
Η βρετανική Clas-SiC Wafer Fab μαζί με την ινδική SiCSem επενδύουν σε ένα νέο εργοστάσιο σύνθετων ημιαγωγών στην Ορίσα, για εφαρμογές σε άμυνα, EVs και ανανεώσιμες πηγές.
Παράλληλα, η Ινδία προσελκύει εταιρείες από ΗΠΑ, Ν. Κορέα και Ταϊβάν στον τομέα της συσκευασίας (OSAT), που απαιτεί λιγότερες επενδύσεις και υπόσχεται υψηλά περιθώρια κέρδους.
Κίνητρα, πολιτικές και εμπόδια
Το πρόγραμμα "Semiconductor Mission" καλύπτει πλέον 50% του κόστους κάθε νέας μονάδας παραγωγής ή συσκευασίας, ανεξαρτήτως τεχνολογίας (π.χ. τσιπ 28nm ή 2nm).
Επίσης, νέα σχέδια χρηματοδότησης δίνουν ώθηση στην τοπική παραγωγή ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, ώστε να δημιουργηθεί μια εγχώρια βάση πελατών για τους κατασκευαστές chips.
Παρά τα μεγάλα βήματα, οι ειδικοί τονίζουν ότι απαιτείται ολόκληρο οικοσύστημα: αυστηρές υποδομές (δρόμοι, ενέργεια, ζώνες χωρίς δονήσεις/πλημμύρες), προμηθευτές χημικών εξαιρετικά υψηλής καθαρότητας, αλλά και ισχυρότερο πλαίσιο για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η Ινδία διαθέτει πληθώρα μηχανικών που εργάζονται σε παγκόσμιες εταιρείες σχεδιασμού chips από τη δεκαετία του ’90, όμως κυρίως σε επίπεδο validation και όχι στον πυρήνα των σχεδίων. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα χρειάζεται θεσμικές αλλαγές για να «ανέβει επίπεδο».
Το μεγάλο στοίχημα
Ο επόμενος στόχος είναι η παραγωγή προηγμένων 2nm chips, που υπόσχονται κορυφαία απόδοση και ενεργειακή αποδοτικότητα. Αν και η TSMC ετοιμάζεται να ξεκινήσει μαζική παραγωγή φέτος, η Ινδία περιορίζεται ακόμα σε συνεργασίες σχεδιασμού με εταιρείες όπως η ARM.
Όπως σημειώνει η PwC India, «τα επόμενα 3-4 χρόνια θα είναι καθοριστικά». Αν η Ινδία καταφέρει να ξεπεράσει τεχνικά και θεσμικά εμπόδια, μπορεί να μετατραπεί σε έναν νέο ισχυρό παίκτη της παγκόσμιας αγοράς chips.