Παρά τους αυστηρούς περιορισμούς των ΗΠΑ στην εξαγωγή προηγμένων chips, η Κίνα παραμένει στο επίκεντρο της παγκόσμιας κούρσας για την τεχνητή νοημοσύνη. Ο "άσσος στο μανίκι" του Πεκίνου δεν είναι άλλο από τους γιγαντιαίους υπολογιστικούς σχηματισμούς (clusters) που βασίζονται σε τσιπ Huawei Ascend, καθώς και τη φθηνή, κρατικά επιδοτούμενη ενέργεια που επιτρέπει τη λειτουργία αυτών των ενεργοβόρων υποδομών.
Η Κίνα επιδιώκει την πλήρη αυτάρκεια σε όλο το φάσμα της τεχνητής νοημοσύνης, θεωρώντας την τεχνολογία αυτή στρατηγικό πυλώνα για την εθνική και οικονομική ασφάλεια.
Η αμερικανική Nvidia παραμένει το παγκόσμιο σημείο αναφοράς στα GPUs, τους ημιαγωγούς που καθορίζουν την απόδοση των συστημάτων AI. Όμως οι εξαγωγικοί περιορισμοί των ΗΠΑ έχουν αποκλείσει την Κίνα από τα πιο προηγμένα μοντέλα, επιτρέποντας μόνο τη διάθεση "υποβαθμισμένων" εκδόσεων όπως το H20, σχεδιασμένων ειδικά για την κινεζική αγορά.
Αντίθετα, το Πεκίνο ενθαρρύνει τις εγχώριες επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν κινεζικά τσιπ, όπως αυτά της Huawei, η οποία αναπτύσσει τη σειρά Ascend. Αν και σε επίπεδο ατομικής απόδοσης κάθε τσιπ υπολείπεται των αντίστοιχων της Nvidia, η Huawei αντισταθμίζει τη διαφορά μέσω της συνδεσιμότητας μεγάλου όγκου τσιπ σε υψηλής ταχύτητας συστοιχίες.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Huawei CloudMatrix 384, που συνδέει 384 τσιπ Ascend 910C, επιτυγχάνοντας επιδόσεις συγκρίσιμες με το Nvidia GB200 NVL72, το οποίο χρησιμοποιεί μόλις 72 GPUs.
Όπως εξηγεί ο Brady Wang, αναλυτής της Counterpoint Research, «το πλεονέκτημα της Huawei βασίζεται στις οπτικές διασυνδέσεις υψηλής ταχύτητας, που επιτρέπουν τεράστια clusters χωρίς την ανάγκη κορυφαίων τσιπ».
Το πλεονέκτημα της φθηνής ενέργειας
Το τίμημα αυτής της προσέγγισης είναι η πολύ υψηλή ενεργειακή κατανάλωση. Ωστόσο, η Κίνα διαθέτει το πλεονέκτημα της χαμηλού κόστους ενέργειας, χάρη σε κρατικές επιδοτήσεις, τοπικά "κουπόνια" κατανάλωσης και επενδύσεις σε πράσινες πηγές, όπως αιολική, ηλιακή και πυρηνική ενέργεια.
Τα συστήματα της Huawei είναι λιγότερο αποδοτικά ενεργειακά, αλλά η Κίνα αντισταθμίζει αυτό το μειονέκτημα μέσω της αφθονίας φθηνής ενέργειας.
Σύμφωνα με την Counterpoint Research, πολλές πόλεις όπως η Σανγκάη και η Σενζέν παρέχουν άμεσες επιδοτήσεις σε εταιρείες που νοικιάζουν υπολογιστική ισχύ βασισμένη σε εγχώρια τσιπ, μειώνοντας ακόμη και τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος για data centers που χρησιμοποιούν κινεζικά συστήματα.
"Καίει" περισσότερη ενέργεια, αλλά αγοράζει χρόνο
Η στρατηγική του Πεκίνου είναι σαφής: ακόμη κι αν χρειάζονται περισσότερα τσιπ και περισσότερη ενέργεια, η Κίνα επιλέγει να διατηρήσει τεχνολογική αυτάρκεια και να συνεχίσει να εκπαιδεύει και να λειτουργεί μοντέλα AI συγκρίσιμα με τα δυτικά. Το ερώτημα όμως είναι πόσο βιώσιμο είναι αυτό το μοντέλο.
Οι ημιαγωγοί της Huawei κατασκευάζονται από τη Semiconductor Manufacturing International Corp. (SMIC), τη μεγαλύτερη κινεζική εταιρεία παραγωγής τσιπ, η οποία όμως υστερεί τεχνολογικά έναντι της ταϊβανέζικης TSMC, καθώς δεν έχει πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες, όπως τα μηχανήματα EUV της ολλανδικής ASML.
Η τεχνολογία 7 νανομέτρων της SMIC επιτρέπει την παραγωγή των Ascend 910, αλλά με υψηλό κόστος και μειωμένη αποδοτικότητα, λόγω χρήσης παλαιότερων εργαλείων.
Παρ’ όλα αυτά, η Huawei καταφέρνει να πλημμυρίσει την αγορά με αρκετά τσιπ, ώστε να δημιουργεί τεράστια clusters που ανταγωνίζονται τα συστήματα Nvidia.
Πόσο θα αντέξει η κινεζική στρατηγική;
Η απάντηση εξαρτάται από το κατά πόσο η Κίνα μπορεί να παράγει επαρκή όγκο τσιπ, ώστε να καλύπτει τη διαφορά με τους δυτικούς κολοσσούς.
Καθώς η Nvidia και άλλοι συνεχίζουν να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους, η Κίνα θα χρειαστεί να αυξήσει θεαματικά τη δική της παραγωγική ικανότητα, κάτι που περιορίζεται σημαντικά από τους αμερικανικούς ελέγχους εξαγωγών.
Παρά τις τεχνολογικές υστερήσεις, η Κίνα κερδίζει χρόνο: με κρατική στήριξη, άφθονη ενέργεια και εταιρείες όπως η Huawei να αναπτύσσουν παράλληλα υπολογιστικά δίκτυα, το Πεκίνο παραμένει ανθεκτικός αντίπαλος στην κούρσα της τεχνητής νοημοσύνης απέναντι στις ΗΠΑ.