Τέσσερις είναι οι βασικοί πυλώνες στους οποίους πρέπει να επικεντρωθεί η κυβέρνηση ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, και μετά το 2026-2027, όταν και οι πόροι του ΤΑΑ θα τελειώσουν, και ώστε να υπάρξει ταχύτερη μεταστροφή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς, στη Βουλή.
Στην επιτροπή του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του κράτους και ελέγχου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του κράτους, ο κ. Τσουκαλάς ενημέρωσε τους βουλευτές, επί της τριμηνιαίας έκθεσης Δεκεμβρίου 2024, που συνέταξε το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Στο πλαίσιο της ενημέρωσης, ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, είπε ότι:
- Απαιτείται αύξηση των εσωτερικών πόρων χρηματοδότησης, και μέσω του τραπεζικού τομέα και μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ώστε να υπάρξει σημαντική μείωση του κόστους χρηματοδότησης, κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. «Καλό θα είναι όποιος δημοσιονομικός χώρος μπορεί να δημιουργείται αφενός να πηγαίνει σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, να ενισχυθεί ακόμη περαιτέρω, αν γίνεται, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αλλά και να δούμε ελάφρυνση του φορολογικού βάρους της εξαρτημένης εργασίας, το οποίο είναι από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη», είπε ο κ. Τσουκαλάς.
- Θα πρέπει η Ελλάδα να στοχεύσει στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, «όχι τόσο επειδή θα εισρεύσουν χρήματα στην ελληνική οικονομία και θα κινηθεί η αγορά αλλά επειδή συνήθως αυτές οι επενδύσεις φέρνουν μαζί τους σημαντική τεχνογνωσία, η οποία δεν υπάρχει σε βάθος στην ελληνική αγορά».
- Να υπάρξει στήριξη επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας στον τομέα της μεταποίησης. Ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επισήμανε ότι ο τομέα της μεταποίησης «πηγαίνει εξαιρετικά καλά» και αναφέρθηκε στο γεγονός ότι πάνω από τα 2/3 των εξαγωγών προέρχονται από τον τομέα της μεταποίησης, για να σημειώσει ότι πρέπει να ενισχυθούν επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει έναν τρίτο πόλο ανάπτυξης.
- Πρέπει να υπάρξει αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και επένδυση στις υψηλές δεξιότητες στην αγορά εργασίας (συμμετοχή γυναικών και υψηλές δεξιότητες συμπληρωματικές με νέες τεχνολογίες). «Θέλουμε να δούμε να εισρέουν στην αγορά εργασίες περισσότερες γυναίκες, περισσότεροι νέοι. Το ποσοστό απασχόλησης στην ελληνική οικονομία, το συνολικό, είναι ακόμα χαμηλό, σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Είναι κυρίως επειδή δεν συμμετέχουν δυναμικά οι γυναίκες στην αγορά εργασίας και νέοι και επομένως, πρέπει να αναζητήσουμε τα κατάλληλα κίνητρα, κυρίως για τις γυναίκες οι οποίες έχουν υψηλότατα προσόντα, όπως αναφέρει και η έκθεση του ΟΟΣΑ, ούτως ώστε να μπουν στην αγορά εργασίας», είπε ο κ. Τσουκαλάς.
Αυτοί οι τέσσερις πυλώνες, για την πορεία δυναμικότερης ανάπτυξης θα επιταχυνθούν εφόσον υπάρξει προσήλωση στην ταχεία υλοποίηση μεταρρυθμίσεων μικρο-επίπεδο (ανταγωνισμός, απονομή δικαιοσύνης, ψηφιοποίηση, απλοποίηση διαδικασιών για επιχειρήσεις, αξιολόγηση στο δημόσιο), επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. «Επιταχυντής» για δυναμικότερη ανάπτυξη είναι και η αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα των δημόσιων υπηρεσιών που εμπλέκονται σε όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας. «Θα πρέπει ο δημόσιος τομέας να μη λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τον ιδιωτικό τομέα αλλά συμπληρωματικά», είπε ο κ. Τσουκαλάς και ενημέρωσε τα μέλη της επιτροπής της Βουλής ότι το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους, σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης έχει αρχίσει δράση συστηματικής παρακολούθησης, με ψηφιακό τρόπο, των προϋπολογισμών επιδόσεων. «Οι προϋπολογισμοί επιδόσεων μπήκαν στον προϋπολογισμό από το 2022 και καταγράφουν την αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών, όχι πόσα λεφτά ξοδεύτηκαν αλλά τι αποτύπωμα έχουν, με βάση συγκεκριμένους μετρήσιμους δείκτες. Σταδιακά θα αρχίσουμε να παρουσιάζουμε δεδομένα, ώστε και η Βουλή να γνωρίζει πού πήγαν τα λεφτά και ποιο αποτέλεσμα είχαν», είπε ο κ. Τσουκαλάς.
Kατά τη διάρκεια της ενημέρωσης και απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, ο Συντονιστής του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους σημείωσε ότι οποιοσδήποτε δημοσιονομικός χώρος δημιουργείται δεν θα πρέπει να κατευθύνεται σε επιδόματα αλλά θα πρέπει να κατευθύνεται στην περαιτέρω στήριξη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (υποδομές στην υγεία και παιδεία) και στην περαιτέρω απομείωση του δημοσίου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ. «Θεωρούμε ότι υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια, να μειώσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα το δημόσιο χρέος, να ξεκινήσουμε με μια καλύτερη συνθήκη για το 2027. Σε κάθε περίπτωση όλοι οι επενδυτικοί οίκοι αξιολόγησης, που υποχρεωτικά εξαρτώμεθα από αυτούς για τις αξιολογήσεις που έχουν αντίκτυπο και στα επιτόκια δανεισμού, βάζουν αυτή τη διάσταση ως ένα από τα μεγάλα αγκάθια της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή τον υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, στην ευρωζώνη», είπε ο συντονιστής του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και πρόσθεσε: «Επομένως, κατανοώ την ανάγκη να ανακουφίσουμε κάποια στρώματα του πληθυσμού αλλά αυτό πρέπει να γίνεται με ορθολογικό τρόπο και σε κάθε περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, αν είναι να χρησιμοποιήσουμε δημοσιονομικό χώρο, είναι καλύτερο να χρησιμοποιηθεί για μείωση του βάρους, του φορολογικού και ασφαλιστικού, της εξαρτημένης εργασίας, παρά να κατευθύνεται σε επιδόματα».