Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδίδει σήμερα ανακοίνωση και τέσσερις εκθέσεις που θα στηρίξουν τις ευρωπαϊκές και τις εθνικές αρχές για την καλύτερη αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Η Κομισιόν έθεσε αυστηρούς ενωσιακούς κανόνες με την τέταρτη και την πέμπτη οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και ενίσχυσε τον εποπτικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών. Στις εκθέσεις τονίζεται η ανάγκη πλήρους εφαρμογής των οδηγιών, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται ότι πρέπει ακόμα να αντιμετωπιστούν ορισμένες διαρθρωτικές αδυναμίες στην εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η σημερινή δέσμη θα χρησιμεύσει ως βάση για μελλοντικές επιλογές πολιτικής σχετικά με τον τρόπο περαιτέρω ενίσχυσης του πλαισίου της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Ο πρώτος αντιπρόεδρος, Φρανς Τίμερμανς δήλωσε τα εξής: «Πρέπει να εξαλείψουμε όλες τις ευκαιρίες για εγκληματίες και τρομοκράτες να καταχραστούν το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα και να απειλήσουν την ασφάλεια των Ευρωπαίων. Υπάρχουν ορισμένες πολύ συγκεκριμένες βελτιώσεις που μπορούν να γίνουν γρήγορα σε επιχειρησιακό επίπεδο. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να στηρίζει τα κράτη μέλη στο θέμα αυτό, ενώ παράλληλα θα μελετά τρόπους για την αντιμετώπιση των υπόλοιπων διαρθρωτικών προκλήσεων.».
Ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, αντιπρόεδρος της Επιτροπής και επίτροπος αρμόδιος για το ευρώ και τον κοινωνικό διάλογο, καθώς και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την ένωση κεφαλαιαγορών, δήλωσε σχετικά: «Ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι ουσιαστικής σημασίας για τη διατήρηση της ακεραιότητας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη μείωση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ωστόσο, η σημερινή ανάλυση παρέχει περισσότερες αποδείξεις ότι οι ισχυροί κανόνες μας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν έχουν εφαρμοστεί εξίσου σε όλες τις τράπεζες και σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Ως εκ τούτου, έχουμε διαρθρωτικό πρόβλημα στην ικανότητα της Ένωσης να αποτρέπει τη χρήση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για αθέμιτους σκοπούς. Το πρόβλημα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί και να επιλυθεί το συντομότερο δυνατό.».
Η Βιέρα Γιούροβα, επίτροπος Δικαιοσύνης, Καταναλωτών και Ισότητας των Φύλων, δήλωσε τα εξής: «Έχουμε αυστηρούς κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε επίπεδο ΕΕ, αλλά πρέπει όλα τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν αυτούς τους κανόνες στην πράξη. Δεν θέλουμε να έχουμε αδύναμα σημεία στην ΕΕ τα οποία θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι εγκληματίες. Τα πρόσφατα σκάνδαλα κατέδειξαν ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή επειγόντως.».
Η ανακοίνωση με τίτλο Προς μια καλύτερη εφαρμογή των μέτρων της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας παρέχει μια επισκόπηση των τεσσάρων εκθέσεων που δημοσιεύθηκαν σήμερα: η έκθεση υπερεθνικής εκτίμησης των κινδύνων παρέχει επικαιροποιημένα στοιχεία σχετικά με τους τομεακούς κινδύνους που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η έκθεση αξιολόγησης πρόσφατων προβεβλημένων υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η έκθεση για τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών και η έκθεση σχετικά με τη διασύνδεση των κεντρικών μητρώων τραπεζικών λογαριασμών αναλύουν τις ελλείψεις στην τρέχουσα εποπτεία και συνεργασία στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και προσδιορίζουν τρόπους αντιμετώπισής τους.
Εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην εσωτερική αγορά
Η έκθεση υπερεθνικής εκτίμησης των κινδύνων είναι ένα εργαλείο που σκοπό έχει να βοηθήσει τα κράτη μέλη να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Εκδίδεται κάθε δύο χρόνια από την Επιτροπή, από το 2017.
Η έκθεση δείχνει ότι οι περισσότερες συστάσεις της πρώτης υπερεθνικής εκτίμησης κινδύνων εφαρμόστηκαν από τους διάφορους παράγοντες. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα οριζόντια τρωτά σημεία, ιδίως όσον αφορά τα ανώνυμα προϊόντα, τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων και νέα μη ρυθμιζόμενα προϊόντα, όπως τα εικονικά περιουσιακά στοιχεία. Ορισμένα από αυτά θα αντιμετωπιστούν με την επικείμενη μεταφορά της πέμπτης οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η έκθεση υπενθυμίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να μεταφέρουν πλήρως στο εθνικό τους δίκαιο την τέταρτη οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν πλήρως την οδηγία και να ακολουθήσουν τις συστάσεις της εν λόγω έκθεσης. Αυτό θα βελτιώσει τη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών, θα αυξήσει την ευαισθητοποίηση μεταξύ των υπόχρεων οντοτήτων και θα παράσχει περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με τον προσδιορισμό της πραγματικής κυριότητας.
Αξιολόγηση και διδάγματα από πρόσφατες υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αιτήματος του Συμβουλίου τον Δεκέμβριο του 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλυσε δέκα πρόσφατες γνωστές στο κοινό υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε τράπεζες της ΕΕ, προκειμένου να αναλύσει ορισμένες από τις τρέχουσες ελλείψεις και να παρουσιάσει μια πιθανή μελλοντική πορεία.
Η έκθεση, αν και δεν είναι πλήρης, δείχνει ότι:
- Οι τράπεζες, σε ορισμένες από τις υποθέσεις που αναλύθηκαν, δεν τήρησαν αποτελεσματικά ή, ενίοτε, δεν τήρησαν καθόλου τις απαιτήσεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Δεν διέθεταν τους κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και δεν ευθυγράμμισαν τις πολιτικές τους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες/της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε περιπτώσεις ριψοκίνδυνων επιχειρηματικών μοντέλων. Τα πορίσματα υπογράμμισαν επίσης την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των εν λόγω πολιτικών, είτε σε επίπεδο μεμονωμένων οντοτήτων είτε σε επίπεδο ομίλου.
- Οι εθνικές αρχές απάντησαν με σημαντικές διαφορές όσον αφορά τον έγκαιρο χαρακτήρα και την αποτελεσματικότητα των εποπτικών δράσεών τους. Υπήρξαν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, τους πόρους, την εμπειρογνωμοσύνη και τα διαθέσιμα εργαλεία. Ειδικότερα, όσον αφορά την εποπτεία τραπεζικού ομίλου, οι εποπτικές αρχές είχαν την τάση να βασίζονται υπερβολικά στο πλαίσιο καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες των κρατών μελών υποδοχής, γεγονός που έπληξε την αποτελεσματικότητα των εποπτικών δράσεων σε διασυνοριακές υποθέσεις σε επίπεδο ΕΕ. Επιπλέον, η κατανομή των αρμοδιοτήτων οδήγησε σε αναποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρχών καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των αρχών προληπτικής εποπτείας, των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών και των αρχών επιβολής του νόμου.
- Αυτές οι ανεπάρκειες καταδεικνύουν εκκρεμή διαρθρωτικά ζητήματα κατά την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ, τα οποία έχουν αντιμετωπιστεί μόνο εν μέρει. Ο κανονιστικός και εποπτικός κατακερματισμός, σε συνδυασμό με την ποικιλία των καθηκόντων, των εξουσιών και των εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους οι δημόσιες αρχές, δημιουργούν αδυναμίες στην εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ. Οι ανεπάρκειες όσον αφορά τις πολιτικές για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την εποπτεία είναι εμφανέστερες σε διασυνοριακές καταστάσεις, τόσο εντός της ΕΕ όσο και σε σχέση με τρίτες χώρες. Ενώ έχουν αναληφθεί σημαντικές δράσεις από τράπεζες και εποπτικές αρχές, πρέπει να γίνουν περισσότερα. Υπάρχει, για παράδειγμα, ανάγκη για περαιτέρω εναρμόνιση μεταξύ των κρατών μελών και ενισχυμένη εποπτεία.
Η ανάγκη ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ)
Οι Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στον προσδιορισμό των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε κάθε χώρα. Η πλατφόρμα ΜΧΠ της ΕΕ, η οποία στελεχώνεται από ομάδα εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, έχει βελτιώσει σημαντικά τη συνεργασία κατά τα τελευταία έτη, αλλά η Επιτροπή έχει προσδιορίσει ζητήματα που εκκρεμούν:
- Πρόσβαση των ΜΧΠ σε πληροφορίες: λόγω της διαφορετικής κατάστασης, των εξουσιών και της οργάνωσής τους, ορισμένες ΜΧΠ δεν είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση και να ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες (οικονομικές, διοικητικές και πληροφορίες επιβολής του νόμου).
- Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΜΧΠ παραμένει ανεπαρκής και συχνά είναι υπερβολικά αργή.
- Εργαλεία ΤΠ: οι ΜΧΠ δεν διαθέτουν, επίσης, ορισμένες φορές τα κατάλληλα εργαλεία ΤΠ για την αποδοτική εισαγωγή και εξαγωγή πληροφοριών προς/από το FIU.net.
- Περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της πλατφόρμας ΜΧΠ της ΕΕ, η οποία δεν μπορεί να παραγάγει νομικά δεσμευτικά πρότυπα, κατευθυντήριες γραμμές και προδιαγραφές.
- Η έκθεση προτείνει ορισμένες συγκεκριμένες αλλαγές, όπως έναν νέο μηχανισμό στήριξης, που θα βελτιώσει περαιτέρω τη συνεργασία μεταξύ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών σε ολόκληρη την ΕΕ.
Διασύνδεση των κεντρικών μητρώων τραπεζικών λογαριασμών
Η έκθεση σχετικά με τη διασύνδεση των κεντρικών μητρώων τραπεζικών λογαριασμών περιέχει ορισμένα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την πιθανή διασύνδεση των μητρώων τραπεζικών λογαριασμών και των συστημάτων ανάκτησης δεδομένων. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αποκεντρωμένο, με κοινή πλατφόρμα σε επίπεδο ΕΕ. Για να επιτευχθεί η διασύνδεση, θα απαιτηθεί νομοθετική δράση, κατόπιν διαβούλευσης με τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών, τις αρχές επιβολής του νόμου και τις υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων.