Τα τελευταία χρόνια, η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρεται στα ευεργετικά αποτελέσματα της βιταμίνης D σε μια πληθώρα οργανικών συστημάτων και παθήσεων. Από μελέτες, διαπιστώθηκε ότι η βιταμίνη D μπορεί να βοηθήσει στη θεραπεία της χρόνιας αποφρακτικής αναπνευστικής νόσου, της φυματίωσης, των χρόνιων φλεγμονωδών παθήσεων όπως της Ρευματοειδούς αρθρίτιδας, της καρδιακής υπερτροφίας, διαφόρων τύπων καρκίνου και πολλών άλλων.
Για πολλούς ερευνητές, η βιταμίνη D ίσως είναι μία από τις ουσίες που θα βοηθήσουν τον άνθρωπο να επιτύχει όχι μόνο την επιμήκυνση της ζωής του, αλλά παράλληλα και την βελτιστοποίησή της, όπως μας επισημαίνει ο Ρευματολόγος, Αχιλλέας Γεωργιάδης.
Συχνά, για το θέμα αυτό έχουν υπάρξει σημαντικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ερευνητών και αμφιβολίες για τον ρόλο της βιταμίνης D μεταξύ των γιατρών. Πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια εργασία που μάλλον θα λύσει το πρόβλημα, εάν επιβεβαιωθεί.
Η έρευνα
Ερευνητές ανέλυσαν τους γονιδιακούς πολυμορφισμούς 304 ασθενών με χαμηλή βιταμίνη D στο αίμα τους και επί 15 χρόνια, συνέκριναν το ιστορικό τους με αυτό 1210 ασθενών που είχαν φυσιολογική βιταμίνη D.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι στους ασθενείς που παρουσίαζουν πολυμορφισμούς στα αλλήλια rs7968585 και rs2239179 και χαμηλή βιταμίνη D στο αίμα τους, ο κίνδυνος για καρκίνο, καρδιαγγειακά προβλήματα και άλλες σοβαρές νόσους αυξάνεται κατά 40% εάν έχουν το ένα αλλήλιο και κατά 82% εάν έχουν και τα δύο αλλήλια.
Το συμπέρασμα
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι, χαμηλή βιταμίνη D σε συνδυασμό με προβληματικά γονίδια, αυξάνει εντυπωσιακά την θνησιμότητα. Σε ατομα που δεν διαθέτουν αυτά τα αλλήλια, μόνο η χαμηλή βιταμίνη D δεν φαίνεται να προκαλεί σημαντικά προβλήματα.
Τα ευρήματα αυτής της εργασίας δικαιολογούν πλήρως και τα αντικρουόμενα αποτελέσματα που παρουσίαζαν οι μέχρι σήμερα εργασίες για την βιταμίνη D.
Από πρακτικής πλευράς, επειδή η αναζήτηση των συγκεκριμένων γονιδίων στην καθημερινή πράξη είναι μάλλον αδύνατη, καλόν είναι να φροντίζουμε ώστε οι ασθενείς μας να έχουν πάντα επαρκή βιταμίνη D στον οργανισμό τους, καταλήγει ο Δρ Αχιλλέας Γεωργιάδης.