Μηχανή δημιουργίας πλούτου για τους Έλληνες έγινε και πάλι, τα τελευταία χρόνια, η αγορά των ακινήτων. Υπολογίζεται ότι οι υπεραξίες που δημιούργησε ξεπέρασαν τα 200 δισ. ευρώ από τις αρχές του 2022, καθώς η αξία των ακινήτων που κατέχουν οι Έλληνες πλησίασε τα 700 δισ. ευρώ.
Κατά παράδοση, οι Έλληνες επενδύουν πρωτίστως σε ακίνητα και πολύ λιγότερο σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, όπως οι μετοχές και τα ομόλογα. Ο κανόνας που έλεγε «κανένας δεν έχασε από τα ακίνητα» διαχεύσθηκε στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όταν οι τιμές των κατοικιών «γκρεμίσθηκαν» έως και 40%, κατά μέσο όρο.
Όμως, οι Έλληνες επιμένουν να επενδύουν τα περισσότερα χρήματά τους σε ακίνητα και τα τελευταία χρόνια, με την ανάκαμψη της οικονομίας και την έλλειψη προσφοράς ακινήτων οι τιμές πήραν και πάλι την ανηφόρα, δημιουργώντας μεγάλες υπεραξίες στους ιδιοκτήτες. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ που παραθέτει η Alpha Bank σε ανάλυσή της,
Ο συνολικός πλούτος των Ελλήνων, δηλαδή η κινητή και ακίνητη περιουσία τους μετά την αφαίρεση των χρεών τους, υπολογίζεται ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2024 έφθασε τα 956 δισ. ευρώ.
Από αυτό τον πλούτο, το 68% αντιστοιχεί σε μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή σε ακίνητα. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των ακινήτων των Ελλήνων ξεπέρασε τα 650 δισ. ευρώ.
Οι υπεραξίες που έχουν καταγραφεί από τις αρχές του 2022 είναι τεράστιες, καθώς οι τιμές των ακινήτων ακολούθησαν εκρηκτικά ανοδική πορεία, διορθώνοντας την υποχώρηση που σημειώθηκε στη διάρκεια της κρίσης (γράφημα).
Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τις αρχές του 2022, ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος αυξήθηκε κατά περίπου 32%, δηλαδή η αξία των ακινήτων αυξήθηκε περισσότερο από 200 δισ. ευρώ μέσα σε 2,5 χρόνια, κυρίως λόγω της ανατίμησης των ακινήτων και, δευτερευόντως, λόγω της ανάκαμψης της οικοδομικής δραστηριότητας.
Όπως σχολιάζει η Alpha Bank, όσον αφορά στον μη χρηματοοικονομικό πλούτο, οι μεταβολές της αξίας του είναι, κυρίως, συνυφασμένες με την πορεία των τιμών των ακινήτων αλλά και με την οικοδομική δραστηριότητα, η οποία βρίσκεται σε ανοδική φάση.
Ο δείκτης τιμών οικιστικών ακινήτων ακολουθεί σταθερά ανοδική πορεία από το 2017, έχοντας ανακτήσει σχεδόν εξ ολοκλήρου τις απώλειες που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης .
Αξίζει να αναφερθεί ότι το τρίτο τρίμηνο του 2024 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση), η τιμή του δείκτη οικιστικών ακινήτων υστερούσε μόλις κατά 1,3% σε σύγκριση με την ανώτατη τιμή του (τρίτο τρίμηνο του 2008). Η μεγάλη αυτή άνοδος των τιμών των ακινήτων έχει συμπαρασύρει προς τα πάνω την αξία του μη χρηματοοικονομικού και κατ’ επέκταση και του συνολικού πλούτου.