Σε τροχιά ανάκαμψης διατηρείται η ελληνική οικονομία, η οποία κατέγραψε ετήσια αύξηση του ΑΕΠ σε όγκο κατά 2,2% το γ’ τρίμηνο του 2018, έναντι 1,7% το β’ τρίμηνο. Πρόκειται για τη δεύτερη καλύτερη επίδοση της οικονομίας από το α’ τρίμηνο του 2008 (η πρώτη ήταν του α’ τριμήνου 2018 με 2,5%), όπως αναφέρει το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή ευοίωνες διαμορφώνονται οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2019.
Όπως αναφέρεται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, δεδομένου ότι στο 9μηνο ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διατηρείται στο 2,1% είναι πιθανό να ξεπεραστεί η παραδοχή του Κρατικού Προϋπολογισμού 2019 για 2,1% το 2018, καθώς αρκεί γι’ αυτό πλέον μία οριακή τριμηνιαία αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 0,1% το δ’ τρίμηνο (1% ήταν η τριμηνιαία αύξηση το γ’ τρίμηνο).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2018 υπερβαίνει στα 2 από τα 3 τρίμηνα τον ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.
Αντίστοιχα, ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης την τελευταία διετία κινείται στο 2% περίπου στην Ελλάδα έναντι 1,5% σε ΕΑ19 με συνέπεια να μειώνεται και η διαφορά στο ποσοστό ανεργίας μεταξύ τους: μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2018 η ανεργία μειώθηκε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στην Ελλάδα έναντι 0,1 π.μ. σε ΕΕ19.
Κύρια προωθητική δύναμη της ανάκαμψης του γ’ τριμήνου ήταν ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (42,2%) και ειδικότερα η συσσώρευση αποθεμάτων. Σε αυτό το σημείο να σημειωθεί πως, επειδή στην επενδυτική κατηγορία «κατασκευές εκτός κατοικιών» συμπεριλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό οι δημόσιες επενδύσεις (ΕΣΠΑ), αναπτύσσεται μια φιλολογία περί σύνδεσης των «υπερπλεονασμάτων» με την εξέλιξη του ΠΔΕ και των επενδύσεων εν γένει. Όμως, ενώ είναι αληθές ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έχει επηρεάσει και τις δημόσιες επενδύσεις καθόλη τη διάρκεια της κρίσης, η αιτία της απουσίας εντονότερης επενδυτικής ορμής το 2018 εντάσσεται και στη γενικότερη διεθνή αύξηση του επενδυτικού ρίσκου και στην τάση αποεπένδυσης. Πάντως, οι επενδύσεις της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιες των αντίστοιχων στην Ευρωζώνη και υψηλότερες αναλογικά όλων των χωρών που μπήκαν σε πρόγραμμα ή αντιμετώπισαν δημοσιονομικό πρόβλημα.
Αξίζει να τονιστεί πως στο 9μηνο 2018 (το καλύτερο της τελευταίας 10ετίας) βασικός πιλότος της ανάπτυξης παραμένουν οι καθαρές εξαγωγές (βλέπε Διάγραμμα 4) οι οποίες επιταχύνονται, με τις εξαγωγές να αυξάνονται ετησίως 8,3% έναντι 3,1% των εισαγωγών, ενώ όλες οι άλλες συνιστώσες του ΑΕΠ είτε επιβραδύνονται σε ό,τι αφορά το ρυθμό αύξησής τους (κατανάλωση) είτε είναι αρνητικές (επενδύσεις).
Το 9μηνο 2018 η αποζημίωση των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 4,0% ετησίως, ενώ ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 2,1% αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα, η αποζημίωση ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 1,8% ετησίως το εν λόγω διάστημα (έναντι 0,4% το α’ 9μηνο 2017) και σε πραγματικούς όρους αυξήθηκε 1%. Η μικρή αύξηση του πραγματικού μισθολογικού κόστους δεν προκάλεσε κάποια ουσιαστική επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας τιμών, ενώ η ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας παρέμεινε στα ίδια επίπεδα της τελευταίας τριετίας, με συνέπεια μάλιστα τη βελτίωση του μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών στην παγκόσμια αγορά (βλέπε Διαγράμματα 5-6) αλλά και τη συνεχιζόμενη άνοδο των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) στην Ελλάδα.
Η εισροή ΞΑΕ το 2018 συνέχισε την ανοδική τάση που αναπτύχθηκε το 2016 και το 2017 και αντανακλούσε κυρίως νέα κεφάλαια, καθώς και συγχωνεύσεις και εξαγορές κυρίως στους τομείς των μεταφορών και της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης (βλέπε ΤτΕ). Το 9μηνο του 2018, η εισροή ΞΑΕ έφθασε τα 2,8 δισ. ευρώ περίπου σημειώνοντας άνοδο 10% έναντι του 9μηνου 2017, τάση που εφόσον συνεχιστεί θα ανεβάσει την ετήσια εισροή τους στα 3,5 δισ.. Εξ αυτών, περίπου το 22% συνδέεται με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας (το 2017 ήταν 50%).
Ωστόσο, το επίπεδο της εγχώριας ανταγωνιστικότητας παραμένει συγκριτικά χαμηλό, με την ελληνική οικονομία να υστερεί κυρίως στο πεδίο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Εξ ου και η ανάγκη να επιταχυνθούν οι απαραίτητοι βαθείς μετασχηματισμοί για την αναμόρφωση του παραγωγικού υποδείγματος.
Προοπτικές για το 2019
Με την επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης και την σε ετήσια βάση βελτίωση όλων των δεικτών οικονομικού κλίματος το 11μηνο 2018 καθίσταται φανερό πως το μομέντουμ εκκίνησης του 2019 είναι θετικό. Εξ ου και οι προβλέψεις όλων των διεθνών Οργανισμών για ελαφρώς ταχύτερη αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ. Ωστόσο, ισχυρές εξωγενείς διαφοροποιήσεις επιβάλλουν αλλαγές και στην δομή της εγχώριας αναπτυξιακής δυναμικής.
Προς το παρόν, η συνεχιζόμενη επέκταση της παγκόσμιας δραστηριότητας αναμένεται να συνεχίσει να υποστηρίζει τις ελληνικές εξαγωγές. Εντούτοις, υπάρχουν κίνδυνοι που σχετίζονται με την σοβαρή επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρώπη (από 2,7% το α’ τρίμηνο 2017 σε 1,7% το γ’ τρίμηνο 2018), την κάθετη πτώση στην ΕΕ του δείκτη ΡΜΙ (κατά ΕΚΤ ο πλέον σημαντικός για εκτίμηση προσεχούς ανάπτυξης) και την άνοδο του εμπορικού προστατευτισμού παγκοσμίως, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή απειλή για τις ελληνικές εξαγωγές και συνεπώς του ηγετικού τους ρόλου στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Με βάση το πλαίσιο αυτό δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η ελληνική οικονομία πλέον αναπτύσσεται σε ένα ολοένα και πιο ρευστό διεθνές περιβάλλον και για τον σκοπό αυτό οφείλει να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση (επενδύσεις και κατανάλωση) προκειμένου να αντισταθμίσει τις ενδεχόμενες διεθνείς αντιξοότητες του 2019. Από την άποψη αυτή, η ενίσχυση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος με συγκεκριμένες διαρθρωτικές αλλαγές που να διευκολύνουν τις επενδύσεις, όπως και η τόνωση της καταναλωτικής δαπάνης μέσω της αναδιανομής εισοδημάτων υπέρ των πιο αδύναμων ομάδων του πληθυσμού, εξυπηρετούν την προσαρμογή και συνέχιση της αναπτυξιακής πολιτικής στην τρέχουσα συγκυρία.
Ειδικότερα, η απόφαση επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (σε εργαζόμενους σε τράπεζες, ταξιδιωτικά και τουριστικά γραφεία, ναυτιλιακά πρακτορεία και εταιρείες, ξενοδοχεία κ.ά.), η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η αύξηση του κατώτατου μισθού, η μη περικοπή των συντάξεων, η διανομή του κοινωνικού μερίσματος και μία σειρά άλλα μέτρα υπέρ των ασθενέστερων εισοδηματικά και με υψηλή ροπή προς κατανάλωση (μείωση ασφαλιστικών εισφορών κ.ά.) αναμένεται να ενισχύσουν το διαθέσιμο εισόδημα και να τονώσουν την καταναλωτική ζήτηση το 2019.
Συγχρόνως, μετά τις σημαντικές αλλαγές (στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος 2015-2018) στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης, στις αγορές προϊόντων, στην ενέργεια, στην αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένου ενός κεντρικού συστήματος προμηθειών και μεταρρύθμιση της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού) στη διαφάνεια (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων) κ.ά., έχουμε σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο επιχειρηματικό θεσμικό πλαίσιο και περιβάλλον, τα αποτελέσματα των οποίων αναμένεται προσεχώς να γίνουν έντονα ορατά.