Σανίδα σωτηρίας από την απόλυτη κυριαρχία των συστημικών τραπεζών στην αγορά, ώστε να τονωθεί η πιστωτική επέκταση και να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, αναζητεί η κυβέρνηση σε ξένες, μη τραπεζικές εταιρείες παροχής πιστώσεων, οι οποίες όμως σήμερα έχουν μηδενική παρουσία στην ελληνική αγορά και δεν αναμένεται να εκδηλώσουν ζωηρό ενδιαφέρον, παρά την ευνοϊκή αλλαγή στη νομοθεσία, με την τροπολογία που κατέθεσε σήμερα στη Βουλή το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Στην ευρωζώνη, οι μη τραπεζικές εταιρείες παροχής πιστώσεων έχουν κάνει δύσκολη τη ζωή των τραπεζών, προς όφελος των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, καθώς ένα στα τέσσερα ευρώ νέων δανείων προέρχονται από αυτές τις εταιρείες, που δεν εμπίπτουν στην πιο αυστηρή εποπτεία της κεντρικής τράπεζας και, ως εκ τούτου, είναι πολύ πιο ευέλικτες από τις τράπεζες.
Στην Ελλάδα, οι εταιρείες παροχής πιστώσεων δραστηριοποιούνταν στο παρελθόν κυρίως σε δάνεια καταναλωτικής πίστης. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το άθροισμα ενεργητικού και παθητικού τους είχε ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ το 2010, αλλά μετά το ξέσπασμα της κρίσης σταδιακά αποχώρησαν από την αγορά και πλέον η οικονομική τους θέση, όπως καταγράφεται από την ΤτΕ, βρίσκεται κοντά στο απόλυτο μηδέν.
Η κυβέρνηση είχε κάνει μια προσπάθεια να ενεργοποιήσει εταιρείες παροχής πιστώσεων σε ένα τομέα επιχειρηματικών δανείων, όπου επίμονα αρνούνται να δραστηριοποιηθούν οι servicers, παρότι νομοθετικά αυτό τους έχει επιτραπεί. Με προηγούμενη τροποποίηση του ν. 4261/2014, είχε δοθεί η δυνατότητα να δίνουν επιχειρηματικά δάνεια οι εταιρείες παροχής πιστώσεων σε εταιρείες που είχαν ρυθμίσει «κόκκινα» δάνεια και χρειάζονταν χρηματοδότηση για να εξυγιανθούν. Το ίδιο είχε προβλεφθεί και για φυσικά πρόσωπα που είχαν ρυθμίσει δάνεια.
Όμως, αυτή η τροποποίηση της νομοθεσίας έχει πέσει στο κενό, καθώς δεν βρέθηκαν μη τραπεζικές εταιρείες παροχής πιστώσεων που θα ενδιαφέρονταν για αυτό το αντικείμενο δραστηριότητας, το οποίο δεν «αγγίζουν» οι servicers, αλλά ούτε βεβαίως και οι τράπεζες, που έχουν σταθερά «κλειστές πόρτες» για δανειολήπτες με δυσμενή πιστωτικά στοιχεία, όπως είναι αυτοί που έχουν ρυθμίσει «κόκκινα» δάνεια.
Αφού απέτυχε η προσπάθεια για προσέλκυση ενδιαφέροντος για τους «κόκκινους» δανειολήπτες και η δραστηριότητα των μη τραπεζικών εταιρειών παροχής πιστώσεων παραμένει στο μηδέν, η κυβέρνηση κατέθεσε τροπολογία για την «ενίσχυση του ανταγωνισμού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα», με την οποία ανοίγει εντελώς το πεδίο στις ξένες εταιρείες παροχής πιστώσεων, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα κάνουν την εμφάνισή τους στην ελληνική αγορά.
Με την τροπολογία, ειδικότερα, προβλέπεται ότι
- Η παρ. 4 του άρθρου 153 του ν. 4261/2014 (Α' 107), περί μέτρων, κυρώσεων, απορρήτου και λοιπών διατάξεων για χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι εταιρείες παροχής πιστώσεων ιδρύονται και λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας ή Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 "περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SΕ)" (L 294), με πραγματική και καταστατική έδρα στην Ελλάδα. Οι εταιρείες παροχής πιστώσεων έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την παροχή πάσης φύσεως πιστώσεων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων για τις παρεχόμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα πιστώσεις».
Θεωρητικά, με βάση αυτή την τροπολογία οι μη τραπεζικές εταιρείες παροχής πιστώσεων θα μπορούν πλέον να ανταγωνίζονται τις τράπεζες σε όλους τους τομείς χρηματοδοτήσεων, από τα επιχειρηματικά δάνεια μέχρι τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά.
Δεν απειλούνται οι τράπεζες
Όμως, όπως εκτιμούν στην τραπεζική αγορά, οι εγχώριες τράπεζες μπορεί να απειλούνται σε κάποιο βαθμό από neo banks, όπως η Revolut, που ανταγωνίζονται κυρίως στις πληρωμές με χαμηλές/μηδενικές προμήθειεες, όμως προς το παρόν δεν ισχύει το ίδιο για τον τομέα των χρηματοδοτήσεων, καθώς η ελληνική αγορά δεν θεωρείται ελκυστική για τις ξένες εταιρείες αυτού του τομέα.
Η χορήγηση δανείων απαιτεί, όπως αναφέρεται και στην τροπολογία, πραγματική εγκατάσταση στην Ελλάδα και προϋποθέτει ότι θα πρέπει να γίνει μια σημαντική επένδυση σε προσωπικό και συστήματα, χωρίς τα οποία είναι πρακτικά αδύνατο να χορηγηθούν δάνεια. Από την άλλη, η ελληνική αγορά δεν θεωρείται προς το παρόν ελκυστική για τη χορήγηση δανείων, λόγω του πολύ κακού ιστορικού από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, όπου έφθασαν να μην εξυπηρετούνται περισσότερα από τα μισά δάνεια.
Μια άλλη, «γειτονική» κατηγορία εταιρειών, οι εταιρείες πληρωμών που ιδρύουν μεγάλοι επιχειρηματικοί οργανισμοί, θεωρητικά θα μπορούσε να κάνει αισθητή την παρουσία της και στον τομέα της παροχής δανείων. Ο ΟΤΕ ήδη διαθέτει τέτοια θυγατρική, ενώ πρόσφατ ίδρυσε αντίστοιχη εταιρεία και η ΔΕΗ, εισφέροντας μάλιστα αρκετά υψηλό αρχικό κεφάλαιο, 42 εκατ.ευρώ.
Όμως, στο ορατό μέλλον αυτές οι εταιρείες αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν ως ιδρύματα πληρωμών και να μένουν μακριά από τις χορηγήσεις δανείων, εκτός ενδεχομένως από μια μικρή παρουσία σε καταναλωτικές χρηματοδοτήσεις (π.χ. της ΔΕΗ μέσω του δικτύου της Κωτσόβολος).
Έτσι, όπως τονίζουν στελέχη της αγοράς, παρά τις νομοθετικές πρωτοβουλίες και την εκφρασμένη βούληση της κυβέρνησης να ενισχύσει τον ανταγωνισμό των τραπεζών από μη τραπεζικές εταιρείες παροχής δανείων, στο ορατό μέλλον στην ελληνική αγορά θα εξακολουθήσουν να κυριαρχούν συντριπτικά οι τράπεζες και δη οι τέσσερις συστημικές.