Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα κάθονται ξανά στο ίδιο τραπέζι σήμερα, σε μια νέα προσπάθεια αποκλιμάκωσης της δεύτερης «πράξης» του εμπορικού τους πολέμου. Οι προσδοκίες, ωστόσο, είναι χαμηλές: οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου φαίνονται να επιδιώκουν μια προσωρινή ανακούφιση, όχι μια συνολική λύση.
Ο εμπορικός πόλεμος ήδη έχει τεράστιες επιπτώσεις: αποσταθεροποίησε τις αγορές, διέλυσε εφοδιαστικές αλυσίδες και αύξησε τον κίνδυνο παγκόσμιας ύφεσης. Τώρα, η Ουάσινγκτον επιδιώκει να μειώσει το εμπορικό της έλλειμμα με την Κίνα και να την πείσει να εγκαταλείψει το κρατικά ελεγχόμενο εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης, εστιάζοντας περισσότερο στην εσωτερική κατανάλωση.
Από την άλλη, το Πεκίνο αντιστέκεται σθεναρά στην εξωτερική πίεση, θεωρώντας κρίσιμη την τεχνολογική και βιομηχανική του πρόοδο για να αποφύγει την «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος». Ζητά την άρση των αμερικανικών δασμών, σαφήνεια για τις εξαγωγές που καλείται να αυξήσει και ισότιμη μεταχείριση στο διεθνές σύστημα.
Οι διαφορές μοιάζουν βαθύτερες απ’ ό,τι στην πρώτη φάση του εμπορικού πολέμου. Καθώς ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ και ο επικεφαλής διαπραγματευτής Τζέιμισον Γκριρ συναντούν τον Κινέζο "τσάρο" της οικονομίας Χε Λιφένγκ στην Ελβετία, οι αναλυτές δεν περιμένουν «θαύματα».
Οι εκατέρωθεν δασμοί άνω του 100% είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Μη εμπορικά ζητήματα, όπως ο έλεγχος της φαιντανύλης, οι τεχνολογικοί περιορισμοί και οι γεωπολιτικές εντάσεις (Ουκρανία, Ταϊβάν) βαραίνουν επίσης στις συνομιλίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κίνα στέλνει και ανώτατο αξιωματούχο δημόσιας ασφάλειας.
«Το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε αυτό το Σαββατοκύριακο είναι συμφωνία επί της διαδικασίας και των θεμάτων της ατζέντας», εξηγεί ο Σκοτ Κένεντι από το CSIS.
Για τις αγορές, μια προσωρινή αποκλιμάκωση –όπως μείωση των δασμών από 145% σε επίπεδα γύρω στο 60%– θα ήταν ευπρόσδεκτη. Ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί πως μπορεί να μειώσει το ποσοστό στο 80%, κάτι που και πάλι είναι αρκετά πάνω από τις προεκλογικές του εξαγγελίες.
Το Πεκίνο, από την πλευρά του, ενδέχεται να ζητήσει την ίδια 90ήμερη αναστολή δασμών που έχουν λάβει άλλες χώρες, ώστε να υπάρξει «ανάσα» για διαπραγματεύσεις. Αν και οι περισσότεροι αναλυτές δεν βλέπουν τέτοια παραχώρηση άμεσα, μια μικρή έστω μείωση των δασμών και συμφωνία για συνέχιση του διαλόγου θα θεωρηθούν θετικές εξελίξεις.
«Αν υπάρξει έστω και προσωρινή εκεχειρία ή συμμετρική αποκλιμάκωση, αυτό θα ανοίξει τον δρόμο για ουσιαστικότερες συνομιλίες στο μέλλον», σημειώνει ο Μπο Τζενγκγιουάν από την Plenum, με έδρα τη Σαγκάη.
Εκεχειρία για τα μάτια του κόσμου;
Όποια πλευρά κι αν κάνει πρώτα βήμα πίσω, θα επιχειρήσει να το παρουσιάσει ως «νίκη» στο εσωτερικό της. Ωστόσο, οι επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς: τα κινεζικά εργοστάσια αρχίζουν να νιώθουν την πίεση και οι Αμερικανοί πολίτες αντιμετωπίζουν αυξημένες τιμές και απώλειες θέσεων εργασίας.
Η βασική αιτία της σύγκρουσης παραμένει: ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που εξαρτάται υπερβολικά από τη φτηνή κινεζική παραγωγή και την αμερικανική κατανάλωση.
Παρ’ όλα αυτά, οι αγορές δείχνουν ανακούφιση από το γεγονός ότι υπάρχει επαφή – έστω και δύσκολη. Οικονομολόγοι όπως η Λιν Σονγκ της ING εκτιμούν ότι μια μείωση των δασμών στο 60% θα διατηρούσε πίεση σε κάποια προϊόντα, αλλά θα έκανε εφικτές πολλές εισαγωγές χωρίς τόσο υψηλό κόστος.
Πολιτική πόζα και παρασκηνιακή δυσπιστία
Πριν τη συνάντηση, οι επαφές μεταξύ των δύο πλευρών είχαν παγώσει λόγω διαφωνιών για τη φαιντανύλη, τη βαθμίδα των αξιωματούχων που συμμετέχουν και την επιθετική ρητορική από πλευράς ΗΠΑ. Δημοσιεύματα στην Κίνα έκαναν λόγο για «παρατεταμένο αγώνα», αλλά παράλληλα άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο διαλόγου, ως μέσο αξιολόγησης των πραγματικών προθέσεων της Ουάσινγκτον.
«Πλέον δεν έχει σημασία ποιος θα υποχωρήσει πρώτος, αλλά το πώς θα παρουσιαστεί ότι ο άλλος υποχώρησε», δήλωσε χαρακτηριστικά ένας δυτικός διπλωμάτης στο Πεκίνο, σύμφωνα με το Reuters.