Με αφορμή το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας και ειδικά μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, το Παρατηρητήριο Δικαιοσύνης (Justice Watch) σε ανακοίνωσή του, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι η αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης, «παρότι δικαιολογημένη σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι άδικη στη γενικότητά της».
Παράλληλα, το Παρατηρητήριο Δικαιοσύνης επισημαίνει:
«Πρέπει πάντως να είναι σαφές ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης κατοχυρώνεται κυρίως στις θεσμικές εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών, απέναντι ακόμη και στην ίδια την ηγεσία της Δικαιοσύνης.
Ως προς αυτές, σε επίπεδο τουλάχιστον προβλέψεων, η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα, τόσο για τους δικαστές όσο και για τους εισαγγελείς.
Όπως επίσης πολύ υψηλές (στο υψηλότερο πανευρωπαϊκά επίπεδο) είναι στη χώρα μας οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας των Δικηγορικών Συλλόγων και των δικηγόρων, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης. Επομένως έχουν και λόγο και ευθύνη για τα τεκταινόμενα σ΄ αυτήν.
Ειδικά για τους δικηγόρους, δεν πρέπει να θεωρούνται αμελητέα τα φαινόμενα μη τήρησης της δεοντολογίας, κάτι που επίσης έχει επιπτώσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, αλλά και στον τρόπο που την εκλαμβάνουν οι πολίτες και το οποίο πρέπει ν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά στο πλαίσιο των πειθαρχικών διαδικασιών των ίδιων των δικηγόρων.
Βεβαίως, η ύπαρξη θεσμικών εγγυήσεων δεν αποκλείει αθέμιτες σχέσεις δικαστών με φορείς της εκτελεστικής ή της οικονομικής εξουσίας (η ανάγκη ανεξαρτησίας δεν εξαντλείται μόνο σε σχέση με την πολιτική εξουσία, αλλά απαιτείται απέναντι και σε κάθε άλλη). Διότι, πέρα από το θεσμικό πλαίσιο, υπάρχει πάντοτε και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης του καθενός.
Γι αυτό και όλοι, και οι δικαστές, πρέπει να κρίνονται. Κατ΄ αρχήν εσωτερικά. Αλλά και από κάθε πολίτη. Η κριτική στη Δικαιοσύνη και στους λειτουργούς της είναι πάντοτε θεμιτή, συχνά μάλιστα ωφέλιμη, ιδίως όταν από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συχνά διαπιστώνονται ελλείμματα της ελληνικής Δικαιοσύνης σε ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων και εφαρμογής της ΕΣΔΑ.
'Αλλο όμως η κριτική, ακόμη και η μη τεκμηριωμένη, με ευπρέπεια και σεβασμό προς τον θεσμό της Δικαιοσύνης και εντελώς άλλο η στοχοποίηση και η γενικευμένη απαξίωσή του, οι προσωπικές απειλές σε δικαστές και η προσπάθεια υποκατάστασης της Δικαιοσύνης από λαϊκά δικαστήρια».
Σε άλλο σημείο, το Justice Watch, αναφέρει: :
«Η Δικαιοσύνη όμως δεν κρίνεται μόνο με βάση την ανεξαρτησία της, κρίνεται και ως προς την αποτελεσματικότητά της. Ως προς το κατά πόσο δηλαδή, ποιοτικά και ποσοτικά, ανταποκρίνεται στην αποστολή της, που είναι η καθημερινή απονομή του δικαίου, χάριν της οποίας άλλωστε, ακριβώς για να μπορεί να την επιτελεί, έχουν θεσπιστεί και οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας της.
Κι αν ως προς το ζήτημα της ανεξαρτησίας, παρά την ύπαρξη ικανοποιητικών θεσμικών εγγυήσεων, υπάρχουν περιπτώσεις που γεννούν ερωτηματικά και δικαιολογούν την κριτική, ως προς το ζήτημα της αποτελεσματικότητας τα συμπεράσματα είναι πολύ πιο αποκαρδιωτικά και καθόλου μεμονωμένα.
Συγκεκριμένα, ως προς το κρίσιμο για τον καθένα που έχει αδικηθεί και καταφεύγει στα δικαστήρια στοιχείο του χρόνου, η ελληνική Δικαιοσύνη βρίσκεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σε όλες τις σχετικές μετρήσεις, με τεράστιες καθυστερήσεις.
Ταυτόχρονα, όπως πρόσφατα καταδείξαμε σε ειδική εκδήλωση, πολύ σοβαρό είναι και το πρόβλημα της τυπολατρίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό εμποδίζει την ουσιαστική απονομή του δικαίου στη χώρα μας».
Η ανακοίνωσης του Justice Watch, έχει ως εξής:
«Με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών, το τελευταίο χρονικό διάστημα η Δικαιοσύνη βρίσκεται καθημερινά στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, όπου κυριαρχεί μια γενικευμένη αμφισβήτηση του τρόπου που επιτελεί την αποστολή της. Η αμφισβήτηση αυτή έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις και ένταση για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα, με άμεση επίπτωση στην εμπιστοσύνη των πολιτών, η οποία, σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις, βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα που υπήρξε ποτέ.
Ως Παρατηρητήριο Δικαιοσύνης θεωρούμε αναγκαίο να παρέμβουμε στον δημόσιο διάλογο, υπογραμμίζοντας κατ΄ αρχάς ότι η αμφισβήτηση αυτή, παρότι δικαιολογημένη σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι άδικη στη γενικότητά της, επικίνδυνη για το θεσμικό οικοδόμημα της χώρας, αλλά και, σε μεγάλο βαθμό, παραπλανητική, αφού αποσιωπά και εν τέλει διαιωνίζει κρίσιμες διαχρονικές αδυναμίες της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της σχέσης της με το πολιτικό σύστημα είναι ασφαλώς πρωταρχικό. Πλην όμως δεν λύνεται, όπως υπεραπλουστευτικά προβάλλεται από ορισμένες πλευρές, με την αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της, η οποία, ενόψει της δημοκρατικής αρχής που διέπει και τις τρεις εξουσίες/λειτουργίες του κράτους, μία εκ των οποίων είναι η Δικαιοσύνη, δεν μπορεί να επαφίεται αποκλειστικά στους ίδιους τους δικαστές. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι είναι περιττή η αναζήτηση καλύτερου συστήματος επιλογής από το σημερινό, πάντοτε όμως από σώμα με λαϊκή νομιμοποίηση.
Ως άλλο μέσο αποκοπής της δυνατότητας επηρεασμού των δικαστών από την εκτελεστική εξουσία προτείνεται η θέσπιση απαγορεύσεων ή χρονικών ορίων για την απασχόλησή τους σε Ανεξάρτητες Αρχές ή άλλες Υπηρεσίες του κράτους μετά την αφυπηρέτησή τους. Κι εδώ όμως απαιτείται η αποφυγή υπεραπλουστεύσεων, προσεκτική νομική μελέτη, αλλά και ρεαλισμός ως προς τις ανάγκες στελέχωσης κρίσιμων για το κράτος δικαίου οργάνων από πρόσωπα με κύρος και δικαιοδοτική εμπειρία. Δεν πρέπει λ.χ. να παραβλέπεται το γεγονός ότι επικεφαλής των δύο -των σημαντικότερων ίσως για τα δικαιώματα- Ανεξάρτητων Αρχών (ΑΔΑΕ, ΑΠΔΠΧ), οι οποίες έλαβαν αποφάσεις καθόλου φιλικές προς την κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα, είναι πρώην ανώτατοι δικαστές που διορίστηκαν στις θέσεις αυτές αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους.
Τα προαναφερόμενα σημειώνονται για να καταδείξουν την περιπλοκότητα των θεμάτων, χωρίς βεβαίως να αναιρούν το γεγονός ότι το πρόβλημα των σχέσεων πολιτικής εξουσίας και Δικαιοσύνης είναι υπαρκτό και ιδιαίτερα σοβαρό. Επομένως, υπάρχει πράγματι ανάγκη περαιτέρω οριοθέτησής τους.
Πρέπει πάντως να είναι σαφές ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης κατοχυρώνεται κυρίως στις θεσμικές εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών, απέναντι ακόμη και στην ίδια την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Ως προς αυτές, σε επίπεδο τουλάχιστον προβλέψεων, η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα, τόσο για τους δικαστές όσο και για τους εισαγγελείς. Όπως επίσης πολύ υψηλές (στο υψηλότερο πανευρωπαϊκά επίπεδο) είναι στη χώρα μας οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας των Δικηγορικών Συλλόγων και των δικηγόρων, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης. Επομένως έχουν και λόγο και ευθύνη για τα τεκταινόμενα σ αυτήν. Ειδικά για τους δικηγόρους, δεν πρέπει να θεωρούνται αμελητέα τα φαινόμενα μη τήρησης της δεοντολογίας, κάτι που επίσης έχει επιπτώσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, αλλά και στον τρόπο που την εκλαμβάνουν οι πολίτες και το οποίο πρέπει ν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά στο πλαίσιο των πειθαρχικών διαδικασιών των ίδιων των δικηγόρων.
Βεβαίως, η ύπαρξη θεσμικών εγγυήσεων δεν αποκλείει αθέμιτες σχέσεις δικαστών με φορείς της εκτελεστικής ή της οικονομικής εξουσίας (η ανάγκη ανεξαρτησίας δεν εξαντλείται μόνο σε σχέση με την πολιτική εξουσία, αλλά απαιτείται απέναντι και σε κάθε άλλη). Διότι, πέρα από το θεσμικό πλαίσιο, υπάρχει πάντοτε και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης του καθενός.
Γι αυτό και όλοι, και οι δικαστές, πρέπει να κρίνονται. Κατ΄ αρχήν εσωτερικά. Αλλά και από κάθε πολίτη. Η κριτική στη Δικαιοσύνη και στους λειτουργούς της είναι πάντοτε θεμιτή, συχνά μάλιστα ωφέλιμη, ιδίως όταν από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συχνά διαπιστώνονται ελλείμματα της ελληνικής Δικαιοσύνης σε ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων και εφαρμογής της ΕΣΔΑ. 'Αλλο όμως η κριτική, ακόμη και η μη τεκμηριωμένη, με ευπρέπεια και σεβασμό προς τον θεσμό της Δικαιοσύνης και εντελώς άλλο η στοχοποίηση και η γενικευμένη απαξίωσή του, οι προσωπικές απειλές σε δικαστές και η προσπάθεια υποκατάστασης της Δικαιοσύνης από λαϊκά δικαστήρια.
Η Δικαιοσύνη όμως δεν κρίνεται μόνο με βάση την ανεξαρτησία της, κρίνεται και ως προς την αποτελεσματικότητά της. Ως προς το κατά πόσο δηλαδή, ποιοτικά και ποσοτικά, ανταποκρίνεται στην αποστολή της, που είναι η καθημερινή απονομή του δικαίου, χάριν της οποίας άλλωστε, ακριβώς για να μπορεί να την επιτελεί, έχουν θεσπιστεί και οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας της. Κι αν ως προς το ζήτημα της ανεξαρτησίας, παρά την ύπαρξη ικανοποιητικών θεσμικών εγγυήσεων, υπάρχουν περιπτώσεις που γεννούν ερωτηματικά και δικαιολογούν την κριτική, ως προς το ζήτημα της αποτελεσματικότητας τα συμπεράσματα είναι πολύ πιο αποκαρδιωτικά και καθόλου μεμονωμένα. Συγκεκριμένα, ως προς το κρίσιμο για τον καθένα που έχει αδικηθεί και καταφεύγει στα δικαστήρια στοιχείο του χρόνου, η ελληνική Δικαιοσύνη βρίσκεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σε όλες τις σχετικές μετρήσεις, με τεράστιες καθυστερήσεις. Ταυτόχρονα, όπως πρόσφατα καταδείξαμε σε ειδική εκδήλωση, πολύ σοβαρό είναι και το πρόβλημα της τυπολατρίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό εμποδίζει την ουσιαστική απονομή του δικαίου στη χώρα μας.
Επιπλέον, ενώ κανονικά κρίσιμο εργαλείο βελτίωσης είναι η αξιολόγηση (δικαστών και δικαστηρίων), ουσιαστική αξιολόγηση στην ελληνική Δικαιοσύνη δεν υφίσταται, αφού οι προαγωγές και η εν γένει εξέλιξη των δικαστών είναι αποκλειστικά συνδεδεμένη με την επετηρίδα τους, εξαιρουμένων μόνο των ακραίων περιπτώσεων που πρέπει είτε να τιμωρηθούν είτε να απομακρυνθούν από το σώμα. Αναγκαία συνεπώς είναι τα βήματα και στον τομέα αυτόν και απαραίτητος ο σχετικός διάλογος των δικαστών με την Πολιτεία, η οποία βεβαίως έχει πολλά ακόμη να κάνει, όπως η αντιμετώπιση της πολυνομίας, η πρόσληψη επιπλέον δικαστικών υπαλλήλων, η παροχή υλικοτεχνικής υποδομής κλπ.
Μια άλλη σύγχρονη μέθοδος αντιμετώπισης των παθογενειών είναι η διαφάνεια, μέσω της οποίας είναι δυνατή η λογοδοσία προς την κοινωνία. Κι εδώ όμως η ελληνική Δικαιοσύνη είναι ουραγός στην ΕΕ, παρά το γεγονός ότι ελάχιστο θα ήταν το κόστος ώστε κάθε δικαστήριο να δημοσιεύει στον ιστότοπό του τα βασικά στοιχεία του έργου του (αριθμός εισερχομένων υποθέσεων ανά έτος, αριθμός υποθέσεων που δικάστηκαν κατ΄ ουσίαν, αριθμός αναβολών, μέσος όρος χρόνου έκδοσης των αποφάσεων κλπ), ώστε να μπορούν να ενημερωθούν και να κρίνουν και οι πολίτες.
Ο κυριότερος λόγος που τα περισσότερα από τα παραπάνω δεν επιλύονται δεν είναι το κόστος. Είναι η απροθυμία επίλυσής τους και η άρνηση των αναγκαίων αλλαγών για την αντιμετώπιση των κακώς κειμένων. Και την άρνηση αυτή την συναντάμε συχνά στους ίδιους τους δικαστές και στις δικαστικές Ενώσεις, όπως λχ στα ζητήματα της αξιολόγησης ή της διαφάνειας.
Όλα σχεδόν τα παραπάνω απουσιάζουν από τον δημόσιο διάλογο των ημερών. Πολλοί που με τον λόγο τους στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα ή με την αιδήμονα σιωπή τους επηρεάζουν το φρόνημα των πολιτών είτε τα αγνοούν είτε ηθελημένα τα αποσιωπούν.
Κι εδώ, τέλος, μπαίνει το ζήτημα της ειλικρίνειας, η οποία, δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις λείπει από την κριτική που διατυπώνεται, ιδίως όταν αυτοί που την ασκούν αποδεδειγμένα και εμπράκτως δεν σέβονται την Δικαιοσύνη. Η ελληνική Δικαιοσύνη όμως δεν έχει ανάγκη από υποκρισία, έχει ανάγκη από κριτική ουσίας, όχι για να ικανοποιήσει πολιτικά ή άλλα συμφέροντα, αλλά για να γίνει καλύτερη. Κριτική ναι λοιπόν, αλλά με ειλικρίνεια, με σεβασμό προς τον θεσμό, με ευπρέπεια, με υπευθυνότητα, χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες και χωρίς κραυγές οι οποίες το μόνο που καταφέρνουν είναι να κρύβουν τα αληθινά προβλήματα κάτω απ΄ το χαλί. Και με συνείδηση ότι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του λαού στον θεσμό της Δικαιοσύνης υπονομεύει το ίδιο το κράτος δικαίου, στο οποίο η Δικαιοσύνη κατέχει τον πιο κρίσιμο ρόλο».
Παν. Τσιμπούκης
© ΑΠΕ-ΜΠΕ