Περισσότερα από 60 έργα ανάπτυξης νέων ξενοδοχείων εκτιμάται ότι βρίσκονται υπό δημιουργία και ετοιμάζονται να «μπουν» στην ελληνική αγορά μέχρι το 2027, όπως επισήμανε ο Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου, consulting partner της Deloitte Greece σε θέματα στρατηγικής, επιχειρηματικού σχεδιασμού, εξαγορών και συγχωνεύσεων, μιλώντας σήμερα στο «Athens Riviera Summit 2024».
Όπως είπε, υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση για επενδύσεις στον ξενοδοχειακό τομέα στην Ελλάδα και νέοι «παίκτες» έρχονται στην αγορά, μεταξύ των οποίων διεθνή brands, ενώ την ίδια ώρα αναπτύσσονται ισχυρές ελληνικές αλυσίδες και η ποιότητα του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας αναβαθμίζεται, με τον αριθμό των πεντάστερων μονάδων να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια κατά 120%. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν και εμπόδια, που παρεμβάλλονται στην περαιτέρω ανάπτυξη του χώρου της φιλοξενίας.
«Το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει σαφές, σταθερό και διάφανο πλαίσιο για τον πολεοδομικό σχεδιασμό (...) Τα πολεοδομικά σχέδια εκκρεμούν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αλλά είμαι αισιόδοξος ότι τα πράγματα θα επιταχυνθούν. Δεύτερο θέμα είναι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Νομίζω ότι έχουν βελτιωθεί οι συστημικές τράπεζες και έχουν δημιουργήσει ομάδες και τμήματα, το Ταμείο Ανάκαμψης βοηθά, υπάρχει συνολική βελτίωση. Σημαντικό είναι όμως ότι οι επενδύσεις θα έρθουν όταν έχουμε έναν ελκυστικό προορισμό. Πρέπει να έχουμε υποδομές, π.χ., διαχείρισης υδάτων και απορριμμάτων, και ορθή διαχείρισή τους, αλλά και να κάνουμε πολλά πράγματα για το σιδηροδρομικό ή το οδικό δίκτυο. Επίσης, ως χώρα το συγκριτικό πλεονέκτημα για να φέρουμε επενδύσεις είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Υπάρχει έλλειψη προσωπικού, ειδικά στον τουριστικό τομέα. Μπορούμε αυτή την αδυναμία να τη μετατρέψουμε σε δυνατό μας σημείο;» διερωτήθηκε ο κ.Παπακωνσταντίνου και πρόσθεσε ότι αν και οι περισσότερες επενδύσεις αφορούν σήμερα στη δημιουργία ή ανακαίνιση ξενοδοχείων, ωστόσο υπάρχει ενδιαφέρον από ιδιωτικά κεφάλαια και επενδυτές και για την ανάπτυξη νέων concepts, όπως η δημιουργία κοινοτήτων ηλικιωμένων, υποδομών ευεξίας και ιατρικού και «πράσινου» τουρισμού. «Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για τον ελληνικό τουρισμό, αλλά και ρεαλιστές, σε ό,τι αφορά αυτά που πρέπει να κάνουμε ως χώρα και ιδιωτικός τομέας, προκειμένου να προσελκύσουμε περισσότερες βιώσιμες και ποιοτικές επενδύσεις» κατέληξε.
Η ανταμοιβή μέσω της αύξησης των ξένων επενδύσεων
Αισιόδοξοι για την προοπτική του ελληνικού τουρισμού εμφανίστηκαν και οι υπόλοιποι ομιλητές του πάνελ, οι οποίοι όμως συνέκλιναν στην ανάγκη δημιουργίας και αναβάθμισης υποδομών, αλλά και αντιμετώπισης του προβλήματος έλλειψης ανθρώπινου ταλέντου στον κλάδο. «Αν θέλουμε περισσότερα πεντάστερα ξενοδοχεία στην Ελλάδα και να περάσουμε στη δεύτερη φάση της φιλοξενίας και των ξένων επενδύσεων, χρειάζεται να δούμε πώς μπορούν να βελτιωθούν οι υποδομές σε εθνικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά τους δρόμους, την ύδρευση, τα κατά τόπους αεροδρόμια. Μπορούν να γίνουν ακόμα περισσότερα από την ελληνική κυβέρνηση και τότε η Ελλάδα θα δει την ανταμοιβή μέσω της αύξησης των άμεσων ξένων επενδύσεων» είπε χαρακτηριστικά ο Λεόν Αβιγκάντ (Leon Avigad), ιδρυτής, συνιδιοκτήτης και CEO του ομίλου Brown Hotels, ο οποίος «μπήκε» στην Ελλάδα πριν από έξι χρόνια και επέλεξε να επενδύσει και σε περιοχές έξω από τις προφανείς και τις τουριστικά κορεσμένες, αναλαμβάνοντας να δώσει δεύτερη ζωή σε «παραμελημένες» υποδομές και παλιές ξενοδοχειακές μονάδες.
Πρόσθεσε ότι υπάρχουν εξαιρετικά σημεία για επενδύσεις, και στην Αθήνα, «φοβερές γειτονιές για να επενδύσεις για ξενοδοχεία ή σπίτια», όπως η Κυψέλη, η Ομόνοια και τα Εξάρχεια, μέρη που -όπως είπε- κάποιοι θα θεωρούσαν «faux-pas» (που δεν πρέπει να επενδύσεις εκεί), για τα οποία δημιουργείται ξαφνικά «ουρά» ενδιαφερομένων, χάρη στο σωστό branding, την ορθή αρχιτεκτονική προσέγγιση και τη διαδικασία ανάπτυξης μια κοινότητας. Ο κ.Αβιγκάντ αναφέρθηκε και στο πρόβλημα της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα, υπενθυμίζοντας ότι ο όμιλος άρχισε συνεργασία με το κολλέγιο BCA πέρυσι, ώστε να ιδρυθεί η Ακαδημία Brown και να λυθεί το πρόβλημα της εκπαίδευσης προσωπικού.
Επαναφέροντας τη χρυσόσκονη
Την ανάγκη επαναφοράς της «χρυσόσκονης» που περιέβαλε την απασχόληση στον χώρο του τουρισμού υπογράμμισε ο Παναγιώτης Λιάρος, διευθυντής Επιχειρηματικής Ανάπτυξης του ομίλου Mitsis Group, ο οποίος διαχειρίζεται 8300 δωμάτια και ετοιμάζεται να βάλει σύντομα στην αγορά άλλα 1000 (ενώ διαχειρίζεται 700 για λογαριασμό τρίτων, ιδιοκτητών ξενοδοχείων ή επενδυτών). «Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση σημαντική, για να μη χάσουμε τους εργαζόμενους, γιατί πολλοί νέοι Έλληνες δεν αποφασίζουν να επενδύσουν στον τουρισμό ως μελλοντική απασχόλησή τους. Πρέπει λοιπόν να ξαναφέρουμε τη χρυσόσκονη που είχε το επάγγελμα, να ιδρύσουμε σχολεία και σχολές, να δημιουργήσουμε το κατάλληλο εκπαιδευτικό περιβάλλον, για να πείσουμε τους νέους ανθρώπους να επανέλθουν στον τουρισμό» είπε ο κ.Λιάρος.
Αναφερόμενος στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές, έκανε μεταξύ άλλων λόγο για τη σημασία των αδειοδοτήσεων: «όταν επενδύεις σε νέα κτήρια, μετράνε πολύ οι αδειοδοτήσεις, ιδίως όταν ξεκινάς από το μηδέν» σημείωσε, υπενθυμίζοντας ότι ο όμιλος, πέρα από εξαγορές υφιστάμενων ξενοδοχείων, υλοποιεί και μεγάλο πλάνο πρωτογενών (greenfield) επενδύσεων και εκεί τα προβλήματα με τις αδειοδοτήσεις μπορεί να είναι -όπως είπε- τρεις φορές μεγαλύτερα από ό,τι όταν ανακαινίζεις ένα ξενοδοχείο. Σε κάθε περίπτωση, επισήμανε, «βλέπουμε ότι ο ελληνικός τουρισμός έχει λαμπρό μέλλον. Η πρόκληση βρίσκεται μπροστά μας και εναπόκειται σε εμάς να επιλέξουμε το είδος των επισκεπτών, που θα προσελκύσουμε, με βάση την εμπειρία που προσφέρουμε».
Πρόθεση περαιτέρω επενδύσεων στην Ελλάδα
Την πρόθεση του ομίλου HIP να επενδύσει περισσότερο στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί λιγότερο από το 10% του χαρτοφυλακίου του σήμερα (επτά από τα 74 ξενοδοχεία), γνωστοποίησε ο Λούις Πίκας Ασμαράτς (Luis Picas Asmarats), ανώτατος διευθυντής επενδύσεων της HIP/Hotel Investments Partners, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο δρομολόγησης οικιστικού πρότζεκτ στην Αθήνα: «Είναι πολύ σημαντικό για εμάς να έχουμε τοπική παρουσία στις αγορές που δραστηριοποιούμαστε και έχουμε δύο ξενοδοχεία στην Κρήτη, δύο στην Κέρκυρα, ισάριθμα στη Ζάκυνθο και ένα στη Χαλκιδική. Έχουμε πολύ ενδιαφέροντα έργα που έρχονται. Λιγότερο από το 10% του χαρτοφυλακίου μας είναι στην Ελλάδα και υπάρχει όρεξη και ζήτηση. Γι' αυτό σκεφτόμαστε να επενδύσουμε περισσότερο εδώ σε σχέση με άλλες χώρες (...) Έχουμε επίσης και κάποια οικιστικά πρότζεκτ, σε Μαδρίτη, Μάλαγα και Βαρκελώνη και θα θέλαμε και κάτι αντίστοιχο στην Αθήνα. Θέλουμε να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε στους βασικούς τουριστικούς προορισμούς στην Ελλάδα» τόνισε, επισημαίνοντας ότι η χώρα συνδυάζει μοναδικά χαρακτηριστικά, αφού υπάρχει ασφάλεια, συνδυασμός αρχαιολογικών μνημείων και εξαιρετικής γαστρονομίας, αλλά και επενδυτικοί στόχοι «value for money». Κατά τον κ.Ασμάρατς ωστόσο, πρόβλημα εξακολουθεί να αποτελεί στη χώρα η γραφειοκρατία, αλλά και η έλλειψη εργατικού δυναμικού, ενώ ο επενδυτής στην Ελλάδα χρειάζεται να έχει υπομονή: «έχοντας ήδη πραγματοποιήσει επτά εξαγορές, μπορώ να πω ότι πρέπει να έχει κανείς υπομονή, διότι όταν ξεκινάει η διαδικασία του due diligence για μια επένδυση, μπορεί να προκύψουν ζητήματα και ο επενδυτής θα πρέπει να τα λύσει» τόνισε.
Πολύ θετικός για τις προοπτικές της ελληνικής αγοράς, που έχει «εξαιρετικά θεμελιώδη στοιχεία, αλλά και πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν» δήλωσε ο Γκονζάλο Γκαρσία Λάγκο (Gonzalo Garcia Lago), εταίρος της ισπανικής Azora Hospitality Investments, η οποία επενδύσει σε εξαγορές ξενοδοχείων και «ιχνηλατεί» περαιτέρω την Ελλάδα, όπου πριν από τρία χρόνια περίπου εξαγόρασε το Sheraton στη Ρόδο. «Βλέπουμε μετασχηματισμό του τομέα φιλοξενίας τα τελευταία δέκα χρόνια στην Ελλάδα, η οποία έχει εξελιχθεί σε μια από τις πιο ανταγωνιστικές αγορές της Μεσόγειο» σημείωσε, τονίζοντας ότι η χώρα πρέπει να συνεχίσει να κινείται προς την κατεύθυνση αυτή. «Εμείς είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε και να δημιουργήσουμε ρευστότητα» σημείωσε, επιδιώκοντας ότι το fund επιδιώκει διψήφιες αποδόσεις στις περιοχές όπου επενδύει.
«Πριν από δέκα χρόνια η Ελλάδα ήταν μια δύσκολη τοποθεσία. Πολλά όμως έχουν αλλάξει» είπε από την πλευρά του ο Στέφαν Ομπάντια (Stephane Obadia), ιδρυτικός εταίρος της QuinSpark, η οποία έχει επενδύσει σε 120 ξενοδοχεία παγκοσμίως. Πρόσθεσε ότι η αγορά της φιλοξενίας συνολικά στη Μεσόγειο γίνεται ολοένα ελκυστικότερη και η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα λίγο πίσω όσον αφορά τον όγκο των επενδύσεων που προσελκύει, σε σχέση με τις δυνατότητές της. «Είμαστε εδώ για να εξαγοράσουμε μονάδες και να δώσουμε στους διαχειριστές των ξενοδοχείων μεγαλύτερη ρευστότητα» κατέληξε.
ΑΠΕ-ΜΠΕ