Μέχρι το τέλος του έτους υπάρχουν έξι κρίσιμα «ραντεβού» με τους οίκους αξιολόγησης, από τα οποία θα κριθεί και για το εάν τελικά η ελληνική οικονομία επανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα, τονίζει ο πρόεδρος του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης.
Αναλυτικότερα, σημειώνει: «Η ελληνική οικονομία έχει περάσει από 40 κύματα τα τελευταία 13 χρόνια. Ωστόσο από το 2019 η οικονομία της χώρας μας με χρηστή διακυβέρνηση σημειώνει εξαιρετικές επιδόσεις, ενώ η ανάπτυξη κινείται σε υψηλά επίπεδα, παρά τις αντίξοες οικονομικές συνθήκες εξαιτίας της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Μία ανάπτυξη, που είναι στο χέρι μας να συνεχισθεί και τα επόμενα χρόνια και η οποία θα αποτυπωθεί με μεγαλύτερη δυναμική στα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο όλων των πολιτών. Προαπαιτούμενο είναι όμως η πολιτική και η οικονομική σταθερότητα, καθώς και η διατήρηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας στο εξωτερικό. Και αυτοί που μπορούν να πιστοποιήσουν την αξιοπιστία της ελληνικής Οικονομίας στο εξωτερικό είναι οι Διεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης. Πρόσφατα μάλιστα αναβάθμισαν την ελληνική οικονομία, κατατάσσοντάς την, κυριολεκτικά, «μισό βήμα» πριν από τη πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.
Η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να επανακτήσει πλήρως την αξιοπιστία της και το κύρος της απέναντι στις διεθνείς αγορές και στους ξένους επενδυτές έπειτα από την πολυετή παραμονή της στην κατηγορία junk, δηλαδή στην κατηγορία «σκουπίδι». Μετά από μια δεκαετία χρόνια όπου οι επενδυτές είχαν βάλει ουσιαστικά την ελληνική αγορά στο περιθώριο, τα τελευταία 4 χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ καταγράφεται σημαντική αύξηση των ξένων επενδύσεων στην χώρα μας. Για αυτόν τον λόγο και για πολλούς ακόμη η διατήρηση της ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας πρέπει να αποτελεί εθνικό στόχο. Έναν στόχο που δεν πρέπει με τίποτα να χάσουμε. Με την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας η χώρα μας θα μπορεί να έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και να δανείζεται με ευνοϊκότερα επιτόκια. Το ίδιο θα μπορούν να κάνουν και οι τράπεζες, οι οποίες θα δανείζονται φθηνότερα, έτσι ώστε να μπορούν να δίνουν περισσότερα δάνεια και με πιο ευνοϊκούς όρους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η οικονομία μας επανακτά με κόπους και θυσίες την ανταγωνιστικότητά της, σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια οικονομία έχει υποστεί ισχυρούς κλυδωνισμούς εξαιτίας της παρατεταμένης ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο όπως φαίνεται και από πρόσφατες αξιολογήσεις διεθνών Οίκων, καταλυτικό ρόλο θα διαδραματίσει το αποτέλεσμα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν έχουν εστιάσει στις οικονομικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, ώστε να διαπιστώσουν εάν δεσμεύεται για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, μείωση του δημοσίου χρέους, διατήρηση της ανάπτυξης στο 2,5%. Οι παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη τους είναι διαρθρωτικοί, μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί. Όσο υπάρχουν αβεβαιότητες για το μέλλον της οικονομίας τόσο θα καθυστερεί η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Κατά συνέπεια, εφόσον τηρηθούν αυτές οι προϋποθέσεις η επενδυτική βαθμίδα που θα κλείσει και συμβολικά τον κύκλο της κρίσης χρέους, έπειτα από τουλάχιστον 13 χρόνια ανασφάλειας, αναμένεται, όπως επισημαίνουν διεθνείς αναλυτές να έρθει για τη χώρα μας το τελευταίο τετράμηνο του 2023. Τρεις οίκοι αξιολόγησης DBRS, Standard and Poor's και Fitch κατατάσσουν την Ελλάδα μια μόλις βαθμίδα από την επενδυτική. Είναι αξιοσημείωτο πως σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Απρίλιο, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 3%, από το 12,2% που βρισκόταν πριν από έναν χρόνο.
Μέχρι το τέλος του έτους υπάρχουν άλλα έξι κρίσιμα «ραντεβού» με τους οίκους αξιολόγησης, από τα οποία θα κριθεί και για το εάν τελικά η ελληνική οικονομία επανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα. Διεθνείς αναλυτές με τα σημερινά δεδομένα εκτιμούν ως πιθανότερο τον Οκτώβριο για την αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα. Σε κάθε περίπτωση για να επιτευχθεί θα πρέπει να διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία. Όπως έχω αναφέρει η ελληνική οικονομία και κοινωνία δεν αντέχει άλλους πειραματισμούς. Η διαφύλαξη της αναβάθμισης της οικονομικής ζωής των Ελλήνων είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα των εκλογών. Θα πρέπει λοιπόν με σοβαρότητα, με όραμα και πειθαρχία να εξασφαλισθεί η διαρκής και βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας, μέσα από την οποία θα εξασφαλισθούν καλύτερα εισοδήματα τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η οικονομική ατζέντα της κυβέρνησης είναι πιο κοντά στους μικρομεσαίους και στις ανάγκες νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Είναι ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που μπορεί να διασφαλίσει την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και τη ποιότητα ζωής των Ελλήνων. Όπως φαίνεται η οικονομία είναι αυτή που θα κρίνει τον νικητή των εκλογών και ο νικητής την προοπτική της οικονομίας. Ίδωμεν!»