«Στην Ελλάδα, έγιναν κοινωνικές, καλλιτεχνικές, πολιτικές και επιστημονικές καινοτομίες που καθορίζουν μεγάλα τμήματα του κόσμου μέχρι σήμερα. Aποδεικνύεται συνεχώς ότι πολλά από αυτά τα επιτεύγματα μπορούν να θεωρηθούν ακόμη και σήμερα ως μοναδικά και κάθε άλλο παρά αυτονόητα. Το λίκνο της σύγχρονης Ευρώπης βρίσκεται όμως σε πολλά σημεία της Ελλάδας. Πρόκειται για μια "άλλη" Ελλάδα, ένα άλλο πρόσωπό της -πέραν της Ακρόπολης, του Μαντείου των Δελφών, της Ολυμπίας ή της κοσμοπολίτικης Κορίνθου- το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει επαρκώς αντιληπτό.
Σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες να μάθουμε περισσότερα για την πραγματικότητα και τις συνθήκες της τότε ζωής», σύμφωνα με την Μπριγκίτα Έντερ διευθύντρια (από 2019) του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (ΑAI) Αθηνών, το οποίο γιορτάζει φέτος τα 125 χρόνια από την ίδρυσή του το 1898. Σε αυτήν ακριβώς την Ελλάδα εστιάζει τις έρευνές του και μέσω της ενασχόλησης με τα ευρήματα της ηπειρωτικής χώρας εδραιώθηκε στο πέρασμα των δεκαετιών το ιδιαίτερο προφίλ των αυστριακών ερευνών.
Το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (AAI) στεγαζόταν αρχικά στο σπίτι Ελβετού ζωγράφου στην οδό Σκουφά 43. Το 1900 το ελληνικό κράτος παραχώρησε ένα οικόπεδο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας 26, λόγω της εγγύτητάς του με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για να κατασκευαστεί το σημερινό κτίριο. Σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Τσίλερ και του απονεμήθηκε μάλιστα γι' αυτό και το παράσημο του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄, όπως αναφέρει ο ίδιος ο αρχιτέκτονας στα απομνημονεύματά του. Διασώθηκε από τους πολέμους «πιθανότατα λόγω του σκοπού του και παρέμεινε κόμβος και σημείο διεπαφής για τους Αυστριακούς επιστήμονες, ενώ λειτουργεί ως η κεντρική διασύνδεση με τις ελληνικές αρχές όσον αφορά τις άδειες ανασκαφών ή τις πολλές διεθνείς συνεργασίες. Όλοι υπηρετούν τη διερεύνηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας, η οποία από πολλές απόψεις υπήρξε καθοριστική για την Ευρώπη και τον κόσμο»», τονίζει η Μπριγκίτα Έντερ.
Οι απαρχές του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου ανάγονται στις τελευταίες δεκαετίες της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Σύντομα, όμως, η παγκόσμια ιστορία θα ρίξει τη βαριά σκιά της στην αρχική άνθησή του. «Η επέτειος είναι μια κατάλληλη αφορμή να ανακαλέσουμε στη μνήμη τα επιτεύγματα αλλά και τα αναγκαστικά διαστήματα παύσης της λειτουργίας του λόγω των δύο Παγκόσμιων Πολέμων. Πριν από 125 χρόνια, το Ινστιτούτο έκανε ένα είδος αστραπιαίας επιστημονικής εκκίνησης, η οποία επιβραδύνθηκε σημαντικά μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συρρίκνωση της Αυστρίας στα σημερινά της σύνορα. Ήδη, την χρονιά της ίδρυσής του (1898) πραγματοποιήθηκε η πρώτη ανασκαφή στο Ιερό της Αρτέμιδος των Λουσών στην Αχαϊα, από τους Βόλφγκανγκ Ράιχελ και Άντολφ Βίλχελμ, του πρώτου επικεφαλής του Ινστιτούτου. Το 1910 ξεκίνησε το ανασκαφικό πρόγραμμα στην Ήλιδα, το πολιτικό κέντρο ενός σημαντικού μικρού κράτους στη δυτική Πελοπόννησο. Αυτές οι ανασκαφές και από το 1916 στην Αιγείρα, στη βόρεια Πελοπόννησο, έμελλε να χαράξουν τον δρόμο για τις μετέπειτα δραστηριότητες του Ινστιτούτου, οι οποίες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα συνεχίστηκαν σε αυτές ακριβώς τις θέσεις» συνοψίζει την ιστορία του η Μπριγκίτα Έντερ.
Εκτός από μακροχρόνιες ανασκαφές στις προαναφερθείσες περιοχές, το Πανεπιστήμιο του Ζάλτσμπουργκ ερευνά τον οικισμό και το ιερό στο ακρωτήριο Κολώνας της Αίγινας. Σε συνεργασία με την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, γίνονται επίσης ανασκαφές μεταξύ άλλων στο Λεόντειο και στο Κλειδί Σαμικού της δυτικής Πελοποννήσου. Εκεί, η έρευνα επικεντρώνεται στο Ιερό του Ποσειδώνα, που αναζητούνταν για περίπου 100 χρόνια και εντοπίσθηκε μόλις πριν δύο χρόνια από Αυστριακούς, Έλληνες και Γερμανούς επιστήμονες. Εκεί διεξάγει έρευνες και η ίδια η νυν διευθύντρια του Ινστιτούτου.
Ανασκαφές γίνονται όμως -από κοινού με Έλληνες αρχαιολόγους- και στην κεντρική Ελλάδα: στη νεκρόπολη της Ελάτειας στη Φωκίδα, σε μια μέχρι τώρα ελάχιστα γνωστή περιοχή της αρχαίας Ελλάδας. Στις δε Πλαταιές της Βοιωτίας, πραγματοποιήθηκε ένα από τα πρώτα προγράμματα γεωφυσικής διασκόπησης. Στο πλαίσιο της ελληνο-αυστριακής συνεργασίας διεξήχθησαν επίσης ανασκαφές στην Πλευρώνα της Αιτωλίας και στην ανατολική Κρήτη. Δεν τελούσε μεν υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου αλλά πολυετής υπήρξε και η συμμετοχή αρχαιολόγων από το Ζάλτσμπουργκ στην ανασκαφή της αρχαίας Μεσσήνης υπό τον Πέτρο Θέμελη. Όσον αφορά την κατανόηση των εκάστοτε ευρημάτων, θέσεων και τοπίων, αποφασιστικής σημασίας είναι να ληφθούν υπόψη οι ποικίλες γενικές οικονομικές, πολιτικές και οι εξ αυτών εκπορευόμενες κοινωνικές συνθήκες στις διάφορες περιόδους από τη Νεολιθική, την Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έως την Αρχαϊκή, την Κλασική, την Ελληνιστική και την Ρωμαϊκή περίοδο, ενώ μεμονωμένα ευρήματα απαιτούν έρευνα της Ύστερης Αρχαιότητας και της Βυζαντινής περιόδου.
«Σήμερα η έρευνα αποσκοπεί στη δημιουργία μιας συνολικής εικόνας ενός οικισμού και του περιβάλλοντος χώρου. Εκεί αποκτά κανείς μια "μοντέρνα οπτική" για την ποικιλομορφία της τότε "κανονικής ζωής" στις πόλεις. Δεν πήγαιναν όλοι στην Ακρόπολη κάθε μέρα. Γι' αυτό προσφέρονται πολύ οι "τόποι της δεύτερης ιεραρχίας", όπως οι Λουσοί και η Αιγείρα. Αυτή είναι η αληθινή Ελλάδα, η πραγματικότητα των αρχαίων κοινωνιών.Υπάρχουν πολλά να μάθουμε, όταν για παράδειγμα ασχολούμαστε με αρχαία κλιματικά δεδομένα ή την οργάνωση των πρώιμων κοινωνιών. Το γεγονός ότι η σημερινή κοινωνία είναι έτσι συγκροτημένη δεν είναι κάτι που έπεσε από τον ουρανό και πολλά μπορούν να γίνουν κατανοητά μέσω μιας ματιάς στην αρχαία Ελλάδα», όπως επισημαίνει η Έντερ στον επετειακό τόμο, ο οποίος παρουσιάσθηκε στην εορταστική εκδήλωση για τα 125 χρόνια του.
ΑΠΕ-ΜΠΕ