Πώς Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του ολιγοπωλίου στο διαδίκτυο; Πώς ευνοείται η παραπληροφόρηση μέσω των fake news; Ο λέκτορας του Τμήματος Επιστημών Πληροφορίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Τουλούζ, Νίκος Σμυρναίος μίλησε στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών ΕΝΑ σχετικά με τα ερωτήματα αυτά, στα οποία επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Το Ολιγοπώλιο του Διαδικτύου» (Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις).
Ποιος είναι ο στόχος του βιβλίου σας;
Είναι προϊόν μιας σκέψης που κρατάει αρκετά χρόνια η όποια ξεκίνησε τα μέσα του 2000, όταν δουλεύοντας πάνω στο θέμα εξέλιξη της δημοσιογραφίας παρατήρησα ότι οι παράγοντες της διαδικτυακής βιομηχανίας είχαν όλο και κεντρικότερο ρόλο στη διανομή και στην οργάνωση της πληροφορίας και στην πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες από την πλευρά του κοινού. Έτσι, σιγά-σιγά άρχισα να ενδιαφέρομαι για το πως λειτουργούν οι μεγάλοι παίκτες του διαδικτύου, η Google, η Microsoft, το Facebook, η Amazon και η Apple, ποια είναι τα οικονομικά μοντέλα τους, ποιες είναι οι κύριες δραστηριότητες τους κ.ο.κ..
Και το έναυσμα του βιβλίου ήταν, όπως λέω και στην εισαγωγή, μια επίθεση που έγινε από αναρχικούς σε ένα λεωφορείο της Google στο Σαν Φρανσίσκο το 2014, το οποίο το σταμάτησαν στο δρόμο και άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες. Προφανώς τότε κανένας δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο λόγος αυτής της ενέργειας, ακριβώς γιατί οι εταιρίες αυτές είχαν και συνεχίζουν να έχουν ένα ισχυρό μάρκετινγκ, περνώντας προς το κοινό μια εικόνα πολύ θετική, με το σλόγκαν του «don’t be evil» κ.α.. Αυτή η επίθεση επιβεβαίωσε ότι η δραστηριότητα αυτών των εταιριών εγείρει κάποια σοβαρά πολιτικά θέματα γύρω από την λειτουργία του δημόσιου χώρου, αλλά και θέματα τα οποία συνδέονται με την γενικότερη εξέλιξη της κοινωνίας και της οικονομίας και τις τάσεις τις οποίες γνωρίσαμε από την δεκαετία του 1980 και του 1990 – απελευθέρωση των αγορών, οικονομική συγκέντρωση, απορρύθμιση της εργασίας, φοροδιαφυγή, κλπ.. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο στόχος του οποίου ήταν να δώσει ένα θεωρητικό κριτικό πλαίσιο στην κατά κάποιο τρόπο «πρακτική κριτική», που συμπυκνώθηκε στις πέτρες που έπεσαν πάνω στο λεωφορείο της Google. Να εξηγήσω, δηλαδή, ποια είναι τα ιστορικά, τα οικονομικά, τα πολιτικά δεδομένα που εξηγούν την ανάδειξη αυτού του ολιγοπωλίου, από την μια πλευρά και που φωτίζουν, κατά κάποιο τρόπο, τα διακυβεύματα από την άλλη. Δεν έφτασα, βέβαια, μέχρι τη διατύπωση προτάσεων για λύσεις, αλλά προσπάθησα να κάνω μια γενική ανάλυση που να πιάνει όλα αυτά τα θέματα, υπό το πρίσμα της πολιτικής οικονομίας και με κάποια εργαλεία που έχουν μαρξιστική προέλευση.
Στο βιβλίο σας, στα πρώτα κεφάλαια, περιγράφετε ουσιαστικά μια μετατόπιση. Μας εξηγείτε το πώς ξεκίνησε η ίδια η ιδέα του διαδικτύου, ως κάτι που διαμορφώθηκε με κρατική στήριξη, μια υπόθεσή δηλαδή κρατικής πολιτικής και το πως πέρασε από μία διαδικασία ιδιωτικοποίησης η οποία οδήγησε στο ολιγοπώλιο. Θα θέλατε να μας περιγράψετε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της μετατόπισης;
Τα δυο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου είναι ιστορικά και αυτό γιατί καταρχήν στον ιστορικό υλισμό η ιστορία προφανώς είναι ένα εργαλείο πολύ σημαντικό. Επιπλέον, δεν υπήρχε, σε γνώση μου τουλάχιστον, μια έστω και μικρή ιστορική αναδρομή για το πως δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε το διαδίκτυο, όπως το ξέρουμε σήμερα. Και γύρω από αυτό το θέμα έχουν δημιουργηθεί δύο βασικοί μύθοι, ενάντια στους οποίους προσπάθησα να επικεντρώσω την ανάλυσή μου.
Ο πρώτος είναι ο νεοφιλελεύθερος μύθος, ο πιο προφανής σήμερα, ο οποίος μας εξηγεί ότι η καινοτομία και κυρίως τα ψηφιακά εργαλεία δεν μπορούν πάρα να έρχονται από την ελεύθερη αγορά, τον ανταγωνισμό, τα ευέλικτα start ups, την χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, κλπ. Και αυτό είναι και κάτι πολύ επίκαιρο σήμερα στη Γαλλία με την εκλογή του Ε. Μακρόν ο οποίος έχει υψώσει σαν σημαία του το «Start Up Nation» και όλη την ιδεολογία που απορρέει από αυτό. Όταν όμως κοιτάμε πρακτικά το πως αναπτύχθηκε το διαδίκτυο, βλέπουμε όμως ότι αυτό είναι λάθος γιατί όλες οι βασικές τεχνολογίες, όλα τα πρωτόκολλα του, δημιουργήθηκαν είτε σε ένα πλαίσιο άμεσης δημόσιας χρηματοδότησης, όπως ήταν το ARPANET, το πρώτο δίκτυο που εφάρμοσε της αρχές που μετρά πήρε το διαδίκτυο, είτε σε πλαίσια του κοινού, δηλαδή άνθρωποι που παρήγαγαν τεχνολογίες, παρήγαγαν πρωτόκολλα, χωρίς να έχουν στόχο το κέρδος. Αυτό, δηλαδή, μάς δείχνει ότι η τεχνολογία ή μάλλον η καινοτομία στην ψηφιακή τεχνολογία, μπορεί να προέλθει και από άλλου τύπου παραγωγικές διαδικασίες, οι οποίες δεν είναι καπιταλιστικές ούτε νεοφιλελεύθερες και που προέρχονται από άλλους τομείς.
Ο δεύτερος μύθος που κυκλοφορεί αρκετά και είναι και λίγο «αστικός θρύλος», είναι ότι το διαδίκτυο το ανακάλυψε ο αμερικανικός στρατός και ότι υπάρχουν πράγματα που είναι υπό τον έλεγχο του. Στην ουσία, αυτό που έγινε, είναι ότι το διαδίκτυο είναι παιδί του Ψυχρού Πολέμου. Όπως και με το ραδιόφωνο, πάντα στα ΜΜΕ αυτό είναι μια σταθερά, σε περιόδους πολέμου και κρίσης, υπάρχουν τεχνολογικά άλματα απλά γιατί οι χώρες που είναι σε πόλεμο βρίσκουν τα χρήματα να επενδύσουν σε τεχνολογίες για προφανείς λόγους – για να κερδίσουν τον πόλεμο. Το ραδιόφωνο, ας πούμε, ήταν καταρχάς εργαλείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, για την επικοινωνία των στρατιωτικών, πριν γίνει το μέσο που γνωρίζουμε και κατέληξε στην τηλεόραση. Το διαδίκτυο είναι προϊόν του Ψυχρού Πολέμου και μιας μεγάλης προσπάθειας τον ΗΠΑ, που άρχισε την δεκαετία του 1940 και του 1950, να χρηματοδοτεί πρωτογενή έρευνα η οποία στόχευε κυρίως στην ανάπτυξη αμυντικής τεχνολογίας. Στο πλαίσιο αυτό δοθήκαν πάρα πολλά χρήματα και μια σχετική αυτονομία σε μια ομάδα ερευνητών – πληροφορικών, μαθηματικών, φυσικών – οι οποίοι δημιουργήσανε το ARPANET, το οποίο είναι το πρώτο δίκτυο που εφάρμοσε της βασικές τεχνικές αρχές που αργότερα πήρε το διαδίκτυο. Αυτό είναι κάτι που δεν αναφέρεται, ο μόνος που βρήκα να αναφέρεται σε αυτό είναι ο ΜcChesney που τον έχω και στο βιβλίο, ο οποίος υπολόγισε γύρω στα 40 εκατομμύρια δολάρια την επένδυση του αμερικάνικου κράτους, για να φτάσουμε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε αυτό που ονομάσαμε πλέον διαδίκτυο. Είναι πολλά τα χρήματα και είναι τεράστια η προσπάθεια.
Ανακάλυψα, ψάχνοντας, επίσης, ότι και η Silicon Valley είναι προϊόν δημόσιας επένδυσης και αυτού που περιέγραφε ο Άιζενχάουερ ως το «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα» της Αμερικής, δηλαδή δημόσια χρήματα που χρηματοδοτούν μια βιομηχανία και μια συγκέντρωση, μια τεράστια συγκέντρωση «σοφών» όλων των ειδικοτήτων στην οποία προέβη η Αμερική την δεκαετία του 1940 και του 1950. Αυτό είναι το πρώτο βήμα• το δεύτερο βήμα έρχεται την δεκαετία του 1980, μέσα σε ένα πλαίσιο απελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιών και ιδιωτικοποίησης γενικά όλων των τομέων, κάπου εκεί ήρθε και η σειρά του διαδικτύου με κομβικό ορόσημο την απόφαση της κυβέρνησης Κλίντον να ιδιωτικοποιήσει το διαδίκτυο τον Απρίλιο του 9, χωρίς καμία διαβούλευση. Αυτό είναι ένα «τυφλό σημείο» στη συζήτηση για το πως το διαδίκτυο πέρασε από τη δημόσια υπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα. Και προφανώς, όλα ήταν έτοιμα εκείνη την εποχή, δηλαδή είχε ήδη γίνει η απελευθέρωση τον αγορών, είχαν προχωρήσει πολλές ιδιωτικοποιήσεις στις τηλεπικοινωνίες, είχε προωθηθεί η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και η απορρύθμιση της εργασίας και ως εκ τούτου το διαδίκτυο ιδιωτικοποιήθηκε μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Και από εκεί και πέρα άρχισε η πορεία την οποία γνωρίζουμε, αν και υπάρχει ακόμα ένα ακόμα κομμάτι που είναι ενδιαφέρον, από το 1995 μέχρι το 2000 και την έκρηξη της χρηματιστηριακής «φούσκας του διαδικτύου». Αυτό είναι το πλαίσιο το ιστορικό, ή μάλλον η ιστορική διαδρομή που προετοίμασε την είσοδο και την ανάδυση αυτών των παικτών, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν όλους αυτούς τους παράγοντες που προανέφερα για να δημιουργήσουν αυτό το ολιγοπώλιο.
Ας πάμε λοιπόν στο ολιγοπώλιο αυτό καθαυτό. Υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις επιχειρηματικές στρατηγικές που σχεδιάζουν και υλοποιούν αυτές οι εταιρίες και ταυτόχρονα κάποιες ιδιαιτερότητες του διαδικτύου οι οποίες ευνοούν και επιταχύνουν αυτές τις τάσεις του ολιγοπωλίου;
Ως προς αυτό, υπάρχουν διάφορα επίπεδα ανάλυσης. Το πρώτο είναι καταρχάς η ψηφιακή οικονομία ως τέτοια. Έχει κάποιες ιδιαιτερότητες οι οποίες από μόνες τους οδηγούν σε ακόμη πιο μεγάλη μονοπωλιακή συγκέντρωση. Μονοπωλιακές τάσεις υπάρχουν στον καπιταλισμό παντού και από πάντα, αλλά ιδιαίτερα στην ψηφιακή οικονομία υπάρχουν και κάποια χαρακτηριστικά που είναι τεχνικά. Ένα απλό παράδειγμα είναι το φαινόμενο του δικτύου: το «network effect» μάς λέει ότι για καθεμία υπηρεσία που είναι σε δίκτυο, ας πούμε του κινητού τηλεφώνου, η χρησιμότητά της για κάθε ξεχωριστό χρήστη αυξάνεται με τον αριθμό τον χρηστών. Δηλαδή, όσο περισσότεροι είναι οι χρήστες της υπηρεσίας, τόση πιο χρήσιμη γίνεται αυτή για κάθε χρήστη. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε εύκολα: σκεφτείτε για παράδειγμα τον πρώτο χρήστη μιας τηλεφωνικής γραμμής, όταν την συνέδεσε ο Μπελ στην Αμερική. Ήταν αυτός (ο Μπελ) και ένας άλλος που μιλούσαν σε αυτή την τηλεφωνική γραμμή. Προφανώς όταν προστίθεται και ένας τρίτος και ένας τέταρτος, η χρησιμότητα της υπηρεσίας αυξάνεται. Αυτή την τάση αν την ακολουθήσουμε μέχρι το τέλος, οδηγεί σε μονοπώλιο. Δηλαδή η χρησιμότητα είναι βέλτιστη, όταν υπάρχει μόνο μια υπηρεσία. Αυτό εξηγεί γιατί τόσες εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων χρησιμοποιούν το Facebook. Δεν είναι η ίδια η λειτουργία ή η ομορφιά του Facebook βασικές παράμετροι για την επιτυχία του, αλλά το γεγονός ότι όλοι βρίσκονται εκεί. Άρα λοιπόν κάποιος που θέλει να επικοινωνήσει με τους άλλους είναι αναγκασμένος να πάει εκεί. Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα για το πως η ψηφιακή οικονομία οδηγεί σε αυτό και άρα εκεί θα υπάρχει και μια μεγαλύτερη ανάγκη ρύθμισης. Για αυτό, μέχρι την δεκαετία του 1980, το τηλεφωνικό δίκτυο είναι μονοπώλιο δημοσίου, δεν ήταν τυχαίο αυτό, ίσχυε για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι το γενικότερο πλαίσιο της απορρύθμισης της οικονομίας. Ότι δηλαδή κάποια στιγμή το 1990 στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη από το 1995 προχωρούν αυτές οι διαδικασίες. Υπάρχουν κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 1995 τα οποία είναι ακραία νεοφιλελεύθερα και τα οποία λένε, με λίγα λόγια, ότι δεν χρειάζεται καμία απολύτως ρύθμιση σε αυτόν τον τομέα. Όταν, λοιπόν, μια εταιρία μπαίνει σε μια αγορά που δεν υπάρχει ρύθμιση, δεν υπάρχουν κανόνες, για παράδειγμα, για την εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων (από φέτος ισχύει ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα της ΕΕ που είναι σχετικά αυστηρός αλλά μέχρι αυτόν δεν υπήρχε τίποτα πριν) εκεί είναι και ελεύθερος ο χώρος να χτιστεί αυτή η ολιγοπωλιακή δομή. Αυτοί οι δύο παράγοντες είναι νομίζω οι πιο σημαντικοί, στους οποίους πρέπει όμως να προσθέσουμε πλέον έναν παράγοντα που δεν αναφέρεται συχνά: η τεράστια πολιτική επιρροή που έχουν πια αυτές οι εταιρίες. Αυτές οι εταιρίες πια έχουν μεγάλα τμήματα lobbying, έχουν τεράστια επιρροή σε κέντρα αποφάσεων, είτε είναι στην Ουάσιγκτον είτε είναι στις Βρυξέλλες και ρίχνουν πάρα πολύ χρήμα σε νομικές υπηρεσίες με στόχο να αντισταθούν σε κάθε είδους ρυθμίσεις και να τις ακυρώσουν αν μπορούν. Και αυτό το έχουν καταφέρει σε πολλές περιπτώσεις
.Η δημοσιογραφία πώς επηρεάζεται από αυτήν κατάσταση;
Το τελευταίο πεδίο, στο οποίο εκδηλώνεται αυτή η προσπάθεια των εταιριών αυτών για επηρεασμό και έλεγχο του δημοσίου χώρου, είναι η δημοσιογραφία, η οποία συνιστά κεντρικό αντικείμενο της ερευνητικής εργασίας μου, γι’ αυτό τη γνωρίζω καλά. Δείτε τώρα ότι όλοι οι ενημερωτικοί οργανισμοί εξαρτώνται από αυτούς τους παίκτες για τη διανομή της πληροφορίας και για να έχουν πρόσβαση στο κοινό τους. Επομένως είναι αναγκασμένοι, κατά κάποιο τρόπο, να ακολουθούν τους κανόνες που επιβάλλουν αυτοί οι παίκτες (Google, Facebook). Επίσης, έχουν αρχίσει αυτοί οι παίκτες να χρηματοδοτούν απευθείας δημοσιογραφικά επιχειρήματα, να εκπαιδεύουν δημοσιογράφους στις υπηρεσίες τους, υπάρχει δηλαδή μια συγχώνευση, μια σύμπλευση συμφερόντων των κυρίαρχων ΜΜΕ και αυτών των παικτών, στην οποία σύμπλευση ο ισχυρός εταίρος είναι αυτοί οι παίκτες και όχι τα ΜΜΕ. Και προφανώς αυτό έχει επιδράσει στο πως τα ΜΜΕ καλύπτουν αυτές τις εταιρείες και τη δράση τους, με έναν κριτικό τρόπο ή όχι. Και το τελευταίο κομμάτι, το οποίο δεν ξέρω αν έχει αρχίσει στην Ελλάδα, στις μεγαλύτερες χώρες έχει αρχίσει• στη Γαλλία για παράδειγμα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, είναι ότι πλέον αυτοί οι παίκτες προσπαθούν να υποκαταστήσουν και δημόσιες υπηρεσίες. Για παράδειγμα στην Γαλλία σήμερα, η Google προσφέρει δωρεάν εκμάθηση ψηφιακών τεχνολογιών σε χιλιάδες μαθητές και φοιτητές, κάνει συνεργασίες με πανεπιστήμια. Είναι σαφές ότι αν η Google μας εκπαιδεύει σε ψηφιακά ζητήματα, είναι το ίδιο σαν η McDonalds να μπαίνει σε σχολεία και να μας εκπαιδεύει σε διατροφικά ζητήματα – φανταστείτε να μας λέει η McDonalds τι είναι καλό να τρώμε! Προφανώς επομένως η Google εξυπηρετεί τα συμφέροντα της. Άρα λοιπόν υπάρχει πλέον ένας ολόκληρος μηχανισμός πολιτικής υφής, όχι απλά οικονομικής, που στόχο έχει την αύξηση επιρροής αυτόν τον παικτών και την διατήρηση των κεκτημένων, του ολιγοπωλίου.
Τα «fake news» είναι μια διάσταση της παραπληροφόρησης που υπάρχει έτσι και αλλιώς και φαίνεται πως εντάθηκε στην ψηφιακή εποχή. Σε ποιο βαθμό το φαινόμενο αυτό συνδέεται με αυτές τις ολιγοπωλιακές τάσεις; Και πώς συνδέεται αυτό τελικά με όλη την λογική συλλογής δεδομένων από αυτές τις για εμπορική και πολιτική χρήση;
Ναι, ο αντίκτυπος είναι ένα άλλο θέμα. Καταρχάς πρέπει να διαφοροποιούμε τις εταιρίες διότι δεν έχουν τα ίδια μοντέλα. Ως προς το ζήτημα της παραπληροφόρησης μπορούμε να μιλήσουμε κυρίως για την Google και το Facebook που έχουν δωρεάν μοντέλα για τις υπηρεσίες, δηλαδή δεν πληρώνεις για τις υπηρεσίες και εκεί τίθεται το θέμα της έμμεσης χρηματοδότησης, δηλαδή το κλασικό θέμα των αμφίπλευρων ή δίπλευρων αγορών. Στην προκείμενη περίπτωση το γεγονός είναι ότι μια υπηρεσία που χρησιμοποιεί κάποιος χρηματοδοτείται από κάποιον άλλον. Συνεπώς τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται περισσότερο είναι αυτού που χρηματοδοτεί την υπηρεσία παρά αυτού που τη χρησιμοποιεί. Όταν η Google ή το Facebook πρέπει να κάνει μια επιλογή, ανάμεσα στα συμφέροντα των χρηματοδοτών ή στα συμφέροντα των χρηστών, θα προτιμήσει τα συμφέροντα του χρηματοδότη. Αυτό είναι και ένα κλασσικό πρόβλημα τον ΜΜΕ.
Το θέμα που θέτετε, επομένως, είναι διττό. Ένα από τα μεγάλα ζητήματα είναι η συλλογή και η εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων, αυτό βέβαια συνδέεται με το άλλο πρόβλημα που αναφέρατε για τα «fake news», την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο. Αυτό που πρέπει να πούμε καταρχάς, για να μην περάσω και ως τεχνοφοβικός γιατί αυτή είναι μια κατηγορία που δεν δέχομαι, είναι ότι προτιμώ την τωρινή κατάσταση από την κατάσταση του 1990 στην οποία μεγάλωσα ως έφηβος, με τα 5 κανάλια και τις 10 εφημερίδες που ουσιαστικά έχουν και αυτές ένα ολιγοπώλιο πάνω στην πληροφόρηση. Δεν προτιμώ ένα παρελθόν το οποίο ήταν «ένδοξο» σε σχέση με το παρόν. Και το διαδίκτυο προσφέρει πάρα πολλές δυνατότητες ενημέρωσης, πολιτικοποίησης, χειραφέτησης, που δεν είχαμε στο παρελθόν. Αυτό πρέπει να το πούμε γιατί είναι μία πραγματικότητα. Από εκεί και πέρα χρειάζεται μια κριτική προσέγγιση του διαδικτύου. Το γεγονός που είναι πολύ σημαντικό είναι αυτή η τεράστια συγκέντρωση της διανομής της πληροφορίας. Αυτή την στιγμή έχουμε ουσιαστικά δυο μεγάλες εταιρίες (Google και Facebook) μαζί και με όλες τις άλλες εταιρίες που τους ανήκουνε, οι οποίες ελέγχουνε τη ροή της πληροφορίας παγκόσμια σε δισεκατομμύρια χρήστες.
Αυτοί αποφασίζουν σε ποια πληροφορία θα έχουμε πρόσβαση εμείς. Δεν πάει κάποιος πλέον (ή τέλοσπάντων πάει πολύ σπάνια) σε μια διεύθυνση στο διαδίκτυο για να πάει σε ένα συγκεκριμένο σάιτ για να διαβάσει. Συνήθως θα βρει μια πληροφορία, είτε ψάχνοντας στο Google είτε μέσω ενός λινκ που θα του έρθει μέσω social media. Εκεί όλα αυτά, βέβαια, φιλτράρονται από αλγορίθμους, ο στόχος των οποίων είναι μέσα σε ένα μοντέλο δωρεάν έμμεσης χρηματοδότησης, να αυξάνονται όσο γίνεται τα διαφημιστικά έσοδα. Ο αλγόριθμος θα προωθήσει πληροφορίες που δημιουργούν τζίρο για την εταιρία. Από εκεί ξεκινά και το πρόβλημα τον «fake news», της παραπληροφόρησης. Είναι καταρχάς ένα εμπορικό διακύβευμα πάρα πολιτικό. Δηλαδή ο στόχος αυτών που τα φτιάχνουν είναι καταρχήν να βγάλουν διαφημιστικά έσοδα. Και για αυτό το λόγο λειτούργησε τόσο καλά αυτό το σύστημα μέσω του Facebook και το Facebook χρειάστηκε έναν χρόνο να καταλάβει τι έγινε. Γιατί οι άνθρωποι λειτουργούσαν πολύ καλά μέσα στο πλαίσιο αυτού του διαφημιστικού μοντέλου, δηλαδή έφτιαχναν πληροφορίες που ήταν δημοφιλείς, η οποίες δημιουργούσανε διάδραση και διαφημιστικά έσοδα. Άρα, λοιπόν, το να είμαστε έκπληκτοι από το γεγονός ότι χρησιμοποιείται το Facebook ως μηχανή προπαγάνδας, είναι μάλλον αφελές γιατί αυτή ακριβώς είναι η βασική του λειτουργία, απλά η προπαγάνδα ήταν εμπορική και εν προκειμένω έγινε και πολιτική με εμπορικούς στόχους. Και αυτό είναι που διαφοροποιεί αυτό το ολιγοπώλιο από τα ολιγοπώλια του παρελθόντος, όπως ήταν το πετρελαϊκό, η αυτοκινητοβιομηχανία, το τραπεζικό, γιατί σε αυτό υπάρχει και μια πολιτική λειτουργία η οποία είναι η διανομή και η πρόσβαση στην πληροφορία. Και αυτό επιτείνει και την ανάγκη μιας ρύθμισης ή έστω μιας κριτικής ανάλυσης αυτόν των παικτών και αυτών των δεδομένων.
Βέβαια η υπόθεση των λεγόμενων «fake news» σχετίζεται και με την αλληλεπίδραση παλαιών και νέων μέσων μαζικής ενημέρωσης…
Αυτό είναι σωστό. Όταν μιλάμε για «fake news» καταρχάς πρέπει να δούμε ποιοι είναι οι λόγοι που κάνουν έναν άνθρωπο να κάνει κλικ σε ένα περιεχόμενο ψεύτικο με παραπληροφόρηση. Ποιος είναι ο βασικός λόγος; Όλες οι εμπειρικές επιστημονικές μελέτες μάς λένε ότι ο βασικός κεντρικός λόγος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης του πολίτη στα κυρίαρχα ΜΜΕ. Η δυσλειτουργία του επίσημου δημοσίου χώρου. Δεν χρειάζεται νομίζω να επεκταθώ ιδιαίτερα. Στο ελληνικό πλαίσιο τα παραδείγματα είναι μυριάδες από το πως τα επίσημα ΜΜΕ παραπληροφορούν κατά συρροή εδώ και χρόνια. Λοιπόν, αν δε διορθώσουμε αυτό το γεγονός, το ότι υπάρχει αυτή η παραπληροφόρηση και το έλλειμμα εμπιστοσύνης στα κυρίαρχα ΜΜΕ και στην επαγγελματική δημοσιογραφία που ωθεί το κοινό να λέει «άρα μας κρύβουνε την αλήθεια», «μας λένε ψέματα», «άρα μια εναλλακτική αλήθεια ίσως και να είναι πραγματική» δε θα καταπολεμήσουμε επαρκώς τα «fake news».
Άρα, προτού ασχοληθούμε με την καταπολέμηση τον «fake news» – και αναφέρομαι σε κάποια μέτρα που παίρνονται στις ΗΠΑ και στη Γαλλία με έναν νόμο του Ε. Μακρόν συγκεκριμένα για αυτό το θέμα – πρέπει να δούμε πως μπορούμε να κάνουμε κάτι υγιές στην δημόσια σφαίρα, πως να στηρίξουμε την ποιοτική δημοσιογραφία ώστε να μειωθεί αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού και άρα και οι λόγοι που τους ωθούν προς την παραπληροφόρηση. Συμπερασματικά αυτοί είναι οι δυο βασικοί άξονες. Ο πρώτος είναι τα οικονομικά μοντέλα της δωρεάν υπηρεσίας που ωθούν στην κυκλοφορία τέτοιον ειδήσεων γιατί έχουν διαφημιστική αξία και το δεύτερο η έλλειψη εμπιστοσύνης στα κυρίαρχα ΜΜΕ και στην επαγγελματική δημοσιογραφία.
Υπάρχει μια συζήτηση για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση η οποία βασίζεται στην αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών. Υπάρχουν αυτά τα δυο μοντέλα που είναι στην σύγκρουση, το γερμανικό και το αμερικανικό έτσι όπως αυτά διαμορφώνονται. Ποιο είναι το μέλλον της εργασίας σε αυτό το πλαίσιο;
Όλα αυτά που λέτε δεν είναι μοντέλο πια μόνο με την στρατηγική έννοια. Είναι μοντέλο που βγαίνει από τις κοινωνικές συνθήκες. Για παράδειγμα στη Γερμανία υπάρχει τεράστιο ποσοστό συνδικαλισμού. Τα γερμανικά συνδικάτα δεν είναι ριζοσπαστικά αλλά δεν μπορείς να κάνεις κινήσεις χωρίς να τα συμβουλευτείς. Αυτό δεν υπάρχει στην Αμερική. Άρα, λοιπόν, δεν είναι μόνο η τεχνολογία που παίζει ρόλο για το πως διαμορφώνεται και εξελίσσεται μια οικονομία.
Εκεί που υπάρχει ένα γενικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρομαι και το οποίο είναι πολύ σημαντικό στον ρόλο που παίζουνε οι ψηφιακές τεχνολογίες στην καταστροφή της εργασίας, είναι αυτό που έχει να κάνει με τα κόστη συναλλαγής, τα κόστη που παράγει μια οικονομική συναλλαγή. Αν ας πούμε εγώ θέλω να αγοράσω κάτι από εσένα, αν σε πληρώσω με κάρτα θα έχει μεγαλύτερο κόστος για εσένα. Αν θέλω να κάνω μια εργασία, η θεωρία είναι ότι θα πρέπει να κοιτάξω αν αυτή η εργασία θα με συμφέρει καλύτερα να την κάνω με δικούς μου υπάλληλους μέσα στην εταιρία ή αν κάνω διαμέσου outsourcing. Εκεί υπάρχει ένα οικονομικό όριο όταν κάνω τον υπολογισμό μου που θα με οδηγήσει να το κάνω εσωτερικά η εξωτερικά αν είναι πιο φθηνά και αυτό εξαρτάται από το κόστος συναλλαγής. Πόσο δηλαδή θα μου κοστίσει αν πάω σε ένα εργοστάσιο στην Κίνα, να βρω τον τροφοδότη να μπορώ να ελέγχω την παραγωγή. Αυτό όλο δεν είναι απλό και αυτό το κόστος επιβαρύνει και την παραγωγή μέχρι κάποιο σημείο. Εκεί έρχονται οι ψηφιακές τεχνολογίες που μηδενίζουν το κόστος συναλλαγής. Ας πούμε όταν μπω στο Mechanical Turk της Amazon. Πολλές φορές ο υπολογιστής δεν μπορεί να διαβάσει κάποιο σκαναρισμένο κείμενο και άρα χρειάζομαι ανθρώπους για να το κάνουν. Τότε μπαίνω στο Mechanical Turk και λέω έχω αυτήν την εργασία, ποιος την κάνει και για πόσο; Αυτό αναποδογυρίζει την σχέση προσφοράς-ζήτησης, γιατί ο ανταγωνισμός υπάρχει στην προσφορά εργασίας και μηδενίζονται προφανώς όλα τα στάνταρτς. Ένας το κάνει για 10 λεπτά, ένας άλλος για 1 ευρώ, κάποιος άλλος για 10 ευρώ.
Το ίδιο ισχύει για την Uber, ή το Airbnb. Δηλαδή η προσφορά και η ζήτηση αυτών των υπηρεσιών προϋπήρχε της ψηφιακής τεχνολογίας. Αυτό που κάνει η ψηφιακή τεχνολογία είναι να μηδενίζει τα κόστη συναλλαγής για να την κάνει πιο συμφέρουσα οικονομικά. Αυτό από μόνο του είναι θετικό• γιατί θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα ψηφιακά εργαλεία από την στιγμή που μπορούνε να κάνουν βέλτιστη την αποτελεσματικότητα μιας παραγωγικής διαδικασίας, μας βοηθούν στο να δουλέψουμε λιγότερο για να παράγουμε ένα προϊόν, κάτι που θεωρητικά είναι καλό. Το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός. Γιατί όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού και την υπεράξια δεν την παίρνει η κοινωνία, την παίρνει ο καπιταλιστής. Πάλι, δηλαδή, όλη η ανάλυση που μπορεί να γίνει για την αυτοματοποίηση, για τα ρομπότ, για τον ρόλο τον ψηφιακών τεχνολογιών στην παραγωγή πρέπει να τεθεί μέσα σε ποια πολιτική οικονομία γίνεται αυτό. Όχι μόνο εάν σαν γεγονός είναι θετικό η αρνητικό, αν καταστρέφει θέσεις εργασίας η όχι. Ποιος είναι ο στόχος μιας κοινωνίας; Γιατί αύριο να μην δουλεύουμε 4 ώρες αντί για 8, αν κερδίσουμε σε αποτελεσματικότητα; Το πρόβλημα είναι ότι τα κέρδη στην πραγματικότητα δεν γυρίζουν στην κοινωνία, πάνε στους καπιταλιστές. Πάλι δηλαδή πέφτουμε σε ένα πολιτικό ζήτημα. Δεν είναι τεχνολογικό ζήτημα.
Μπορείτε να μας δώσετε κάποιους αριθμούς για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα το ολιγοπώλιο από πλευράς οικονομικού μεγέθους;
Υπάρχει ένας χαρακτηριστικός πίνακας που είχα βρει που δείχνει τις 5 μεγαλύτερες εταιρίες με βάση τη χρηματιστηριακή τους αξία από την δεκαετία του 1990 και μετά. Βλέπουμε ότι είναι ότι ενώ την δεκαετία του 1990 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι 5 μεγαλύτερες εταιρίες σε βάση την χρηματιστηριακή τους αξία, ήταν πετρελαϊκές εταιρείες, ήταν φαρμακευτικές εταιρείες, ήταν τράπεζες, κάτι που αντιστοιχούσε και με το κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο. Πλέον οι 5 μεγαλύτερες εταιρείες είναι με την σειρά η Apple, η Google, η Amazon, η Microsoft και το Facebook. Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι εταιρίες έχουν με κάποιο τρόπο δημιουργήσει ένα καινούριο μοντέλο και παράδειγμα του καπιταλισμού. Αυτό μπορούμε να το πούμε ψηφιακό καπιταλισμό, μπορούμε να το πούμε γνωσιακό καπιταλισμό, όπως θέλουμε, αλλά πάντως είναι κάτι νέο.
Για να δώσουμε μια ιδέα για το τι σημαίνει αυτό, η Apple σήμερα έχει ήδη φτάσει σε μια χρηματιστηριακή αξία χίλιων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είναι κάτι που δεν έχει συμβεί ξανά στην ιστορία. Αυτό δείχνει και τα μεγέθη. Άλλο ένα στοιχείο που υπάρχει και στο βιβλίο αφορά και στα ποσοστά κερδοφορίας αυτών των εταιριών. Τα ποσοστά κερδοφορίας της Wall Street είναι κατά μέσο όρο 10% (μιλάμε για τις πιο κερδοφόρες εταιρίες, μια μικρομεσαία μπορεί να είναι 3 με 4%). Η κερδοφορία των ολιγοπωλιακών παιχτών του διαδικτύου είναι συνέχεια πάνω από 20%. Πώς το καταφέρνουν αυτό; Εκμεταλλεύονται όλα τα στοιχεία για το οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Αυτό δείχνει χοντρικά το οικονομικό μέγεθος αυτού του τομέα. Και βέβαια μπορούμε να πούμε ότι αυτοί οι παίκτες μπαίνουν και σε άλλους χώρους στους οποίους δεν κυριαρχούν ή στους οποίους προσπαθούν να κυριαρχήσουνε ή τέλος πάντων είναι νέοι. Όπως για παράδειγμα, μεταφορές, υγεία, διανομή τροφίμων (Η Amazon έχει αγοράσει την WholeFoods, μια τεράστια αλυσίδα διανομής τροφίμων). Δεν είναι πλέον μόνο το διαδίκτυο πια ως τομέας. Αυτό που κάνουν σε όλους τους τομείς, είναι αυτό που λέω εγώ μια λειτουργία κεντρική που λέγεται «πληροφοριακή μεσολάβηση». Δηλαδή δεν παράγουν ουσιαστικά προϊόντα, αλλά μεσολαβούν μεταξύ μιας προσφοράς και μιας ζήτησης.
Τι δυνατότητες υπάρχουν είτε για ρυθμίσεις είτε για αντιστάσεις σε αυτές τις τάσεις που διαμορφώνονται; Μπορείτε εσείς να δείτε κάποιες ρωγμές που θα μπορούσαν να διανοιχθούν;
Αυτό που αναφέρετε με τις εναλλακτικές και τις αντιστάσεις είναι ίσως και το πιο κρίσιμο ζήτημα, το μεγάλο στοίχημα του μέλλοντος. Εμένα η θέση μου είναι ότι σαφώς είμαι υπέρ των εναλλακτικών τεχνολογιών: για παράδειγμα το ελεύθερο λογισμικό, το blockchain σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, συνεργατικά ή συμμετοχικά μοντέλα όπως η Wikipedia. Δηλαδή μοντέλα παραγωγής και διανομής πληροφορίας τα οποία έχουν μια πιο αποκεντρωμένη λογική και δε θέτουν ως πρώτο στόχο το κέρδος. Είναι δημόσια αγαθά. Η ανάπτυξη αυτόν τον εναλλακτικών είναι κάτι πολύ κρίσιμο και έχει έναν ρόλο να παίξει το κράτος, η δημόσια επένδυση και η ρύθμιση για να διευκολύνει η όχι τέτοιες πρωτοβουλίες. Και αυτό ακολουθεί τον δρόμο του και έχει μια αναπτυξιακή προοπτική. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την σημαντικότητα και τον ρόλο που παίζουν οι κυρίαρχοι παίκτες για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Δηλαδή, με άλλα λόγια, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν θα μπει αύριο να χρησιμοποιήσει ελεύθερο λογισμικό ή εναλλακτικές τεχνολογικές λύσεις. Άρα, λοιπόν, δεν πρέπει να αφήνουμε εντελώς αυτούς τους παίκτες έξω από κάθε ρύθμιση ή τελοσπάντων έξω από κάθε προσπάθεια δημοκρατικού ελέγχου.
Το πρόβλημα είναι πώς γίνεται αυτό και με ποιες προϋποθέσεις. Εγώ, όπως λέγαμε και πριν, είμαι αρκετά επιφυλακτικός στην παραδοσιακή κρατική ρύθμιση και κρατική παρέμβαση, γιατί πολλές φορές οι κυβερνήσεις και τα κράτη δεν έχουν πάντα και τις καλύτερες των προθέσεων. Δηλαδή αν την ρύθμιση την κάνει ο Τrump ή ο Μacron, εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα υπέρ αυτής της ρύθμισης. Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να ψάξουμε και μοντέλα ρύθμισης ή μοντέλα πολιτικής σε αυτούς τους παίκτες που προέρχονται από την ίδια την αυτο-οργάνωση τον χρηστών και του κοινού και όχι μόνο από πρωτοβουλία του δημόσιου φορέα. Ο δημόσιος φορέας μπορεί να έχει έναν ρόλο στο να επιβάλει την ανάγκη της ρύθμισης. Αλλά η ρύθμιση θα πρέπει όπως δημιουργείται τελικά να είναι προϊόν μιας πιο ανοικτής συμμετοχικής διαδικασίας και βέβαια αφού μιλάμε και για το διαδίκτυο, εκεί υπάρχουν και τα κατάλληλα εργαλεία για να γίνουν τέτοιες διαδικασίες.