Για τον Φρίντριχ Νίτσε ένα σπουδαίο έργο τέχνης μπορεί, είτε να καλύψει τη φρίκη της πραγματικότητας, είτε - ακόμα καλύτερα - να μας βοηθήσει να την αντιμετωπίσουμε.
Ο φημισμένος φιλόσοφος τοποθετούσε την τέχνη σε ένα φάσμα, που κυμαίνεται από την Απολλώνια έως τη Διονυσιακή. Η πρώτη βασίζεται στη λογική και τον προβληματισμό, η τελευταία στο συναίσθημα και την εμπειρία. Κατά τον ίδιο, η Διονυσιακή Τέχνη, υποτιμημένη σήμερα, μπορεί να μας βοηθήσει να αποδεχθούμε τις δυσκολίες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Νίτσε έβλεπε την τέχνη με έναν ασυνήθιστο τρόπο, τον οποίο εμπνεύστηκε από την πρώιμη δουλειά του ως φιλόλογος, που μελετούσε την αρχαία ελληνική γλώσσα και τη λογοτεχνία. Αντί να διακρίνει το είδος του έργου, το μέσο ή τη χρονική περίοδο δημιουργίας του, όπως κάνουν οι περισσότεροι, ενδιαφερόταν για την αλληλεπίδραση μεταξύ δύο δημιουργικών δυνάμεων που πίστευε ότι καθοδηγούν τους καλλιτέχνες.
Όπως και πολλές από τις έννοιες του Νίτσε, αυτές οι δυνάμεις - που ονομάστηκαν από τους Έλληνες θεούς Απόλλωνα και Διόνυσο - είναι πολύπλοκες και δύσκολο να καθοριστούν. Η τέχνη που είναι εμπνευσμένη από τον Απόλλωνα, τον θεό της αλήθειας και της προφητείας, είναι λογική, εποικοδομητική και ιδεαλιστική, ενώ η τέχνη που εμπνέεται από τον Διόνυσο, τον θεό του κρασιού και του γλεντιού, είναι συναισθηματική, ενστικτώδης και πνευματική.
Η Απολλώνια Τέχνη είναι ανακλαστική: βοηθά τους ανθρώπους να κατανοήσουν το περιβάλλον τους, να εντοπίζουν και να επιλύουν προβλήματα και να φέρουν τάξη σε έναν χαοτικό κόσμο. Η Διονυσιακή Τέχνη έχει τις ρίζες της σε εμπειρίες και απολαύσεις στο χάος. Πρόκειται για την ύπαρξη στον κόσμο και όχι την εξέταση της φύσης της ίδιας της ύπαρξης. Εμφανίζεται μια γενική εντύπωση της δυαδικότητας: η Απολλώνια τέχνη επιδιώκει να επιλύσει τις αντιφάσεις που καθορίζουν την πραγματικότητά μας. Η Διονυσιακή Τέχνη γεννιέται από την απόφαση να δεχτεί την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς ερωτήσεις.
Η τέχνη μπορεί να είναι ταυτόχρονα Απολλώνια και Διονυσιακή στη φύση. Αυτό που είχε σημασία για τον Νίτσε ήταν η αναλογία. Ιδανικά, η τέχνη θα πρέπει να είναι σε ίσα μέρη Απολλώνια και Διονυσιακή, αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια. Όπως υποστηρίζει ο φιλόσοφος στο βιβλίο του "Η Γέννηση της Τραγωδίας", αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει φτάσει στο σημείο να εκτιμά τις απολλώνιες ποιότητες της τέχνης περισσότερο από τις αντίστοιχες της Διονυσιακής.
Ο Νίτσε "κουνά το δάχτυλο" στη διαρκή επιρροή και δημοτικότητα του Σωκράτη, του "πατέρα" της δυτικής φιλοσοφίας, ο οποίος κάλεσε τους σύγχρονούς του να βασιστούν στη λογική, για να διατηρήσουν τα καταστροφικά και αυτοκαταστροφικά συναισθήματά τους υπό έλεγχο. Ο Νίτσε διαφώνησε με τον Σωκράτη. Δεν είμαστε μηχανές. Αισθανόμαστε όσο και σκεφτόμαστε και η τέχνη που απευθύνεται μόνο στον ορθολογισμό μας αποτυγχάνει να συμπεριλάβει μια κρίσιμη πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας. "Θα κάνουμε πολλά για την επιστήμη της αισθητικής", έγραψε στη "Γέννηση της Τραγωδίας".
"Μόλις αντιληφθούμε, όχι μόνο με λογικά συμπεράσματα, αλλά με την άμεση βεβαιότητα της διαίσθησης, η συνεχής ανάπτυξη της τέχνης συνδέεται με την Απολλώνια και τη Διονυσιακή δυαδικότητα: ακριβώς όπως η αναπαραγωγή εξαρτάται από τη δυαδικότητα των φύλων, η οποία περιλαμβάνει διαρκείς διαμάχες με μόνο περιοδικές, ενδιάμεσες συμφωνίες"
Μια τέλεια ισορροπία μεταξύ των Απολλώνιων και των Διονυσιακών ποιοτήτων της τέχνης, σύμφωνα με τον Νίτσε, θα μπορούσε να βρεθεί στις προ-Σωκρατικές ελληνικές τραγωδίες. Οι πρώτες εκδηλώθηκαν με τη μορφή διαλόγου, ενώ οι τελευταίες εκφράστηκαν μέσω της χορωδίας και της μουσικής.
Τέχνη και επιβεβαίωση
Τώρα που καταλαβαίνουμε πώς ερμήνευε την τέχνη ο Φρίντριχ Νίτσε, μπορούμε να δούμε τις ιδέες του για το ρόλο που αυτή παίζει στην καθημερινή μας ζωή. Επειδή αυτές οι ιδέες άλλαξαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, είναι καλύτερο να τις εξετάσουμε δίπλα -δίπλα, αντί να ψάχνουμε ποιά αποτελούσε την οριστική του γνώμη.
Ακριβώς όπως η τέχνη μπορεί να είναι ταυτόχρονα Απολλώνια και Διονυσιακή, έτσι μπορεί να εξυπηρετήσει πολλαπλούς, φαινομενικά αντιφατικούς σκοπούς ταυτόχρονα. Στο βιβλίο "Η Θέληση για Δύναμη", ο Νίτσε υποστηρίζει ότι η τέχνη - συγκεκριμένα η Απολλώνια Τέχνη - είναι, στον πυρήνα της, μια ψευδαίσθηση που μας προστατεύει από την πραγματικότητα, από το αναπόφευκτο του πόνου και του θανάτου. "Εάν πει ένας φιλόσοφος 'Το καλό και το όμορφο είναι ένα', τότε είναι περίεργος", γράφει σε αυτό το βιβλίο. "Αν συνεχίσει προσθέτοντας 'και το αληθινό', τότε πρέπει να τον πετάξουμε στα σκουπίδια" λέει. "Η αλήθεια είναι άσχημη. Κατέχουμε τέχνη για να μην χαθούμε από την αλήθεια" συμπεραίνει.
Ο Νίτσε έγραψε κάτι παρόμοιο στη "Γέννηση της Τραγωδίας":
"Η τέχνη προσεγγίζει σαν μία μάγισσα - σωτήρας, ειδική στη θεραπεία. Μόνο αυτή ξέρει πώς να μετατρέψει αυτές τις αηδιαστικές σκέψεις για τη φρίκη ή τον παραλογισμό της ύπαρξης, σε έννοιες με τις οποίες μπορεί κανείς να ζήσει: τα πανέμορφα ως καλλιτεχνική εξημέρωση του φρικτού και το κωμικό ως καλλιτεχνική απόρριψη της ναυτίας του παραλογισμού".
Η Απολλώνια Τέχνη μπορεί να οραματιστεί εναλλακτικές πραγματικότητες, όπου τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου επιλύονται ή αγνοούνται. Ωστόσο, δεν μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα όπως είναι. Εκεί έρχεται η Διονυσιακή τέχνη, παράλογη και βιωματική, "Το Διονυσιακό διαπερνά την ανθρώπινη ψυχή με ένα πνεύμα που, σε αντίθεση με το Απολλώνιο, δεν σκιάζει απλώς την αλήθεια και τον πόνο της ζωής", εξηγεί ο καθηγητής φιλοσοφίας David Evenhuis σε ένα άρθρο. "Αντ' 'αυτού, το Διονυσιακό αποκαλύπτει όλα όσα είναι σκληρά και αντιφατικά, επιβεβαιώνοντας όχι μόνο τη χαρά αλλά και τον πόνο".
Ο Νίτσε αναγνώρισε αυτή τη στάση «ό,τι δεν με σκοτώνει, με κάνει ισχυρότερο» στις αγαπημένες του ελληνικές τραγωδίες, οι οποίες, συνεχίζει ο Evenhuis, είπαν ιστορίες για «ανθρώπους που αντιμετώπισαν την ακραία σκληρότητα της ζωής και, παρά αυτό, έζησαν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους. "Την είδε επίσης στο ελληνικό πάνθεο, το οποίο, σε αντίθεση με τις μονοθεϊστικές θρησκείες που ακολούθησαν, δεν οργάνωσε τους θεούς του σύμφωνα με το καλό και το κακό. Τέλος, το είδε στις ελληνικές εορταστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν προς τιμήν του Διονύσου, όπου οι συνηθισμένες κοινωνικές συμβάσεις "ρίχνονταν έξω από το παράθυρο", ώστε οι συμμετέχοντες να μπορέσουν προσωρινά να "χαθούν" σε πυρετώδες τραγούδι και φρενήρη χορό, σε μεγάλο βαθμό όπως και ο Νίτσε οραματίστηκε ότι έκαναν οι πρόγονοί μας στην αυγή του χρόνου και της συνείδησης.
Ο Νίτσε, καταλήγει ο Evenhuis, αξιολογούσε ένα έργο τέχνης "με βάση το πώς σχετίζεται με την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτή η τέχνη που ο Νίτσε θεωρεί ως καλή, είναι αυτή που αυξάνει την αίσθηση της δύναμής μας και η τέχνη που θεωρεί κακή, είναι αυτή που διεγείρει ένα ανθυγιεινό αίσθημα παρακμής και εκφυλισμού".
"Η τέχνη", γράφει ο Nietzsche στη γέννηση της τραγωδίας, "επιθυμεί να μας πείσει για την αιώνια χαρά της ύπαρξης". Και συνεχίζει:
"Μόνο που πρέπει να αναζητήσουμε αυτή τη χαρά όχι στα φαινόμενα, αλλά πίσω από αυτά. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, όλα όσα δημιουργούνται, πρέπει να είναι έτοιμα για ένα θλιβερό τέλος. Είμαστε αναγκασμένοι να εξετάσουμε τους τρόμους της ατομικής ύπαρξης- όμως δεν πρέπει να γίνουμε άκαμπτοι από το φόβο: μια μεταφυσική άνεση μας διαχωρίζει στιγμιαία από την ταραχή των μεταμορφωτικών εικόνων".
Είναι αυτή η μεταφυσική άνεση - μια άνεση που απαλύνει τον πόνο των δεινών - που πρέπει να ψάξουμε όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, ακούμε ένα κομμάτι μουσικής ή κοιτάζουμε έναν πίνακα.
Όταν τοποθετείται στο πλαίσιο της ζωής ενός μεμονωμένου ατόμου, η τραγωδία φαίνεται συχνά άσκοπη και τραυματική. Όταν διερευνηθεί μέσω της τέχνης, ωστόσο, χάνει το "κεντρί" και γίνεται κάπως όμορφη, ακόμη και με νόημα.
Λέει ο Νίτσε: "Παρά τον φόβο και το κρίμα, είμαστε χαρούμενα ζωντανά όντα, όχι ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως ένα ζωντανό ον, με τη δημιουργική χαρά του οποίου είμαστε ενωμένοι".