Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο προσθέτει τη δική του, βαρύνουσα άποψη, στις απόψεις όσων ισχυρίζονται ότι ο νόμος Κατσέλη «φόρτωσε» τα δικαστήρια με χιλιάδες υποθέσεις και έδωσε καταφύγιο σε στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Αναφέρει στην έκθεσή του για την αξιολόγηση της εφαρμογής των μνημονίων ότι το νομικό πλαίσιο για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων, δηλαδή ο νόμος Κατσέλη, είχε ως αποτέλεσμα να κατακλυστεί η Δικαιοσύνη από περίπου 200.000 αιτήσεις νομικής προστασίας και να παρασχεθεί στους δανειολήπτες αναστολή πληρωμών λόγω της τεράστιας συσσώρευσης υποθέσεων, η εξέταση των οποίων αναμένεται να διαρκέσει έως και 15 χρόνια.
Δεν περιγράφει άστοχα το Ελεγκτικό Συνέδριο τα αποτελέσματα της εφαρμογής του νόμου Κατσέλη. Όμως, παραλείπει να αναφερθεί σε μια κρίσιμη «λεπτομέρεια», που εξηγεί πώς καταλήξαμε σε αυτές τις στρεβλώσεις, με την εφαρμογή ενός νόμου που ουσιαστικά δεν εισήγαγε κάποια καινοτομία ελληνικού τύπου, αλλά μετέφερε στο ελληνικό Δίκαιο νομοθετήματα ανάλογου περιεχομένου, που έχουν εφαρμοσθεί στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες.
Γιατί, λοιπόν, ο νόμος Κατσέλη έφερε τέτοια «πλημμύρα» υποθέσεων στα δικαστήρια, την οποία δεν θα μπορούσαν να διαχειρισθούν, ακόμη και αν λειτουργούσαν δέκα Ειρηνοδικεία σε κάθε γειτονιά;
Η απάντηση είναι απλή και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: γιατί αυτό επέλεξαν οι Έλληνες τραπεζίτες!
Ξεχνούν οι περισσότεροι ότι ο νόμος Κατσέλη είχε μια βασική πρόβλεψη: τη δυνατότητα εξωδικαστικής διευθέτησης των διαφορών μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών. Καθιστούσε υποχρεωτική την αναζήτηση εξωδικαστικού συμβιβασμού από πλευράς του δανειολήπτη και μόνο αν αυτή η προσπάθεια αποτύγχανε προέβλεπε, ως έσχατο μέτρο, τη διευθέτηση των διαφορών μέσω των Ειρηνοδικείων.
Τι έκαναν οι τραπεζίτες; Επειδή εξ αρχής εναντιώθηκαν σε αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία της Λούκας Κατσέλη, προχώρησαν απροκάλυπτα σε μποϋκοτάζ του νόμου. Λήφθηκε κεντρικά από το τραπεζικό καρτέλ η απόφαση να μην δεχθούν οι τράπεζες τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με τους δανειολήπτες και να αφήσουν όλες τις υποθέσεις να καταλήξουν στα δικαστήρια.
Ο στόχος τους ήταν σαφής: να φανεί ότι ο νόμος αποτυγχάνει και να αντικατασταθεί από ένα νέο πλαίσιο, που θα προστατεύει περισσότερο τις τράπεζες, παρά τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες. Η δυνατότητα που έδινε, για πρώτη φορά, ο νόμος Κατσέλη να «κουρεύονται» δάνεια υπερχρεωμένων δανειοληπτών είχε εκληφθεί από τους τραπεζίτες περίπου ως ύβρις. Το ίδιο ίσχυε και για την πρωτοφανή και ανάρμοστη, όπως πίστευαν οι τραπεζίτες, παρέμβαση του νομοθέτη σε ιδιωτικές σχέσεις (μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών).
Αυτή η στρατηγική, όμως, δεν ήταν ένα απλό λάθος, ήταν ένα έγκλημα, τις συνέπειες του οποίου πληρώνει μέχρι σήμερα το ίδιο το τραπεζικό σύστημα, καθώς απειλείται με νέα ανακεφαλαιοποίηση, εξαιτίας των συσσωρευμένων προβληματικών δανείων και της αδυναμίας του να τα διαχειρισθεί.
Αν οι τραπεζίτες είχαν δεχθεί να εφαρμόσουν το νόμο σύμφωνα με το αρχικό πνεύμα του, δηλαδή να ρυθμίσουν εξωδικαστικά τις περισσότερες υποθέσεις υπερχρεωμένων δανειοληπτών, αφήνοντας λίγες και «δύσκολες» στα Ειρηνοδικεία, χιλιάδες νοικοκυριά θα είχαν μια πραγματική δεύτερη ευκαιρία να επαναφέρουν την οικονομική τους κατάσταση σε κανονικότητα, οι ίδιες οι τράπεζες θα εισέπρατταν κάτι από αυτά τα προβληματικά δάνεια και το δικαστικό σύστημα θα απέφευγε το «έμφραγμα».
Όποιες αστοχίες και αν είχε ο νόμος Κατσέλη, που μπορούν να συζητηθούν καλόπιστα, την ευθύνη για την προβληματική εφαρμογή του φέρουν στο μεγαλύτερο βαθμό οι τραπεζίτες μας. Είναι καιρός να το αναγνωρίσουν και να διδαχθούν από το αυτό το εγκληματικό λάθος!