Ο πρόεδρος του Παναμά, ο Λαουρεντίνο Κορτίσο, υποσχέθηκε χθες Τρίτη ότι θα αρχίσει διαδικασία —«συντεταγμένη και ασφαλής»— για να κλείσει το μεγαλύτερο ορυχείο χαλκού της κεντρικής Αμερικής, αφού το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε πως είναι «αντισυνταγματική» η σύμβαση παραχώρησης της εκμετάλλευσής του σε καναδική μεταλλευτική εταιρεία.
«Από τη στιγμή που θα παραληφθεί η επίσημη ανακοίνωση της απόφασης που ανακηρύσσει τη σύμβαση αντισυνταγματική και αφού δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, θα αρχίσει η διαδικασία μετάβασης για το συντεταγμένο και ασφαλές κλείσιμο του μεταλλείου», δήλωσε ο κ. Κορτίσο κατά τη διάρκεια τηλεοπτικού διαγγέλματός του.
«Λόγω του αντίκτυπου της διαδικασίας κλεισίματος στην παναμαϊκή κοινωνία», κάθε απόφαση που θα ληφθεί «θα προσεγγιστεί με τρόπο υπεύθυνο, συμπεριληπτικό και συμμετοχικό», πρόσθεσε ο αρχηγός του κράτους, ο οποίος επικρίθηκε για την «απραξία» του μπροστά στους αποκλεισμούς δρόμων.
Η κρατική σύμβαση με την οποία ανανεωνόταν η παραχώρηση του μεγαλύτερου μεταλλείου χαλκού της κεντρικής Αμερικής κρίθηκε «αντισυνταγματική» από το Ανώτατο Δικαστήριο του Παναμά χθες Τρίτη.
«Αποφασίσαμε ομόφωνα να κηρύξουμε αντισυνταγματικό τον νόμο 406 στο σύνολό του», δηλαδή το κείμενο της σύμβασης ανάμεσα στο κράτος του Παναμά και την καναδική μεταλλευτική εταιρεία First Quantum Minerals (FQM), δήλωσε η Μαρία Εουχένια Λόπες, η πρόεδρος του κορυφαίου δικαστικού θεσμού της χώρας, ανακοινώνοντας την απόφαση έπειτα από τέσσερις ημέρες διαβούλευσης των εννέα μελών του δικαστηρίου.
Η ανακοίνωσή της πανηγυρίστηκε σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως και μπροστά στο δικαστήριο, ενώ κάποιοι διαδηλωτές άρχισαν να διαλύουν κάποια από τα οδοφράγματα που είχαν στήσει τον τελευταίο μήνα και πλέον, σύμφωνα με παναμαϊκά ΜΜΕ.
«Υπερφυσική»
Οι πολέμιοι του γιγαντιαίου υπαίθριου μεταλλείου, σε απόσταση 240 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα, αμφισβητούσαν το κατά πόσον η σύμβαση ήταν σύννομη και ταυτόχρονα εξέφραζαν ανησυχία για τον αντίκτυπο που είχε στο περιβάλλον.
Πρόκειται «για υπερφυσική απόφαση, όχι μόνο για το μέλλον του Παναμά, αλλά και για την υπεράσπισή μας ενώπιον των διεθνών δικαστηρίων» διαιτησίας, δήλωσε η οικολόγος Ραΐσα Μπάνφιλντ και πρόσθεσε πως «καμιά ξένη εταιρεία δεν μπορεί να έρχεται εδώ, να μας επιδεικνύει τα εκατομμύριά της και να μας λέει πως επειδή επενδύει, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει».
Η καναδική εταιρεία αντέδρασε δημοσιοποιώντας δελτίο Τύπου στο οποίο διαβεβαίωσε πως «από την αρχή» οι ενέργειές της χαρακτηρίζονταν από «διαφάνεια και αυστηρή τήρηση της παναμαϊκής νομοθεσίας».
Πρόσθεσε ότι άκουσε «τη λαϊκή κατακραυγή» και παραμένει ανοικτή «στον εποικοδομητικό διάλογο» που θα «επιτρέψει να βρεθεί η πορεία» που θα καθησυχάσει τους πολίτες και ταυτόχρονα θα υπηρετήσει τα «νόμιμα συμφέροντα και τις νόμιμες προσδοκίες» που συνδέονται με την επένδυση η οποία συμφωνήθηκε.
Οι διαδηλώσεις, οι μεγαλύτερες στον Παναμά μετά την πτώση του πρώην δικτάτορα Μανουέλ Αντόνιο Νοριέγκα το 1989, που συνοδεύτηκαν από αποκλεισμούς δρόμων, υπολογίζεται πως οδήγησαν σε απολεσθέντα έσοδα στους τομείς της γεωργίας, του τουρισμού και του εμπορίου που ξεπέρασαν το 1,7 δισεκ. δολάρια, κατά συλλογικούς φορείς εκπροσώπησης εταιρειών τους.
Το κίνημα διαμαρτυρίας εκδηλώθηκε την 20ή Οκτωβρίου, την ημέρα που το κοινοβούλιο ενέκρινε την κρατική σύμβαση που παραχωρούσε στην FQM δικαίωμα εκμετάλλευσης για ακόμη 40 χρόνια (20 με δυνατότητα ανανέωσης για άλλα 20) του μεταλλείου, που βρίσκεται στην περιοχή της χώρας η οποία βρέχεται από την Καραϊβική Θάλασσα. Το κράτος θα λάμβανε σε αντάλλαγμα 375 εκατ. δολάρια ετησίως.
Η χώρα θα χρειαστεί χρόνια «για να συνέλθει»
Η σύμβαση, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο ανάμεσα στην κυβέρνηση και την FQM, αντικαθιστούσε την αρχική συμφωνία παραχώρησης, που κηρύχθηκε αντισυνταγματική το 2017 διότι δεν είχε προηγηθεί ούτε μειοδοτικός διαγωνισμός, ούτε δημόσια διαβούλευση.
Η κυβέρνηση ανέφερε την Κυριακή πως ενημερώθηκε από την FQM για την πρόθεσή της να καταφύγει σε διεθνή διαιτησία σε περίπτωση που η σύμβαση κηρυσσόταν αντισυνταγματική και διαβεβαίωσε πως είναι «έτοιμη να προασπίσει τα εθνικά συμφέροντα».
Η FQM, η οποία επένδυσε πάνω από 10 δισεκ. δολάρια στο έργο, εκτιμούσε πως το μεταλλείο θα δημιουργούσε 50.000 θέσεις εργασίας, θα συνεισέφερε 5% στο ΑΕΠ του Παναμά, ενώ επισήμαινε ότι το ποσό που θα κατέβαλε στα κρατικά ταμεία ήταν δεκαπλάσιο από αυτό που προέβλεπε προηγούμενη σύμβαση, του 1997.
Το Εμπορικό Επιμελητήριο κάλεσε να γίνει αποδεκτή η απόφαση και να αρχίσει συναινετική και τεχνική προετοιμασία για το «συντεταγμένο κλείσιμο» του μεταλλείου, στο οποίο από το 2019 παράγονταν κάπου 300.000 τόνοι χαλκού τον χρόνο, ή το 75% της εξαγόμενης ποσότητας αυτού του μετάλλου από τον Παναμά.
Ο Φελίπε Τσάπμαν της εταιρείας συμβούλων Indesa επισήμανε πως «αν (το μεταλλείο) κλείσει, η συνεισφορά του στο ΑΕΠ θα χαθεί, όπως (θα χαθούν επίσης) θέσεις εργασίας και φορολογικά έσοδα... θα χρειαστούν χρόνια για να συνέλθουμε».
Ωστόσο, εκτίμησε ο ίδιος, η χώρα θα μπορούσε να προωθήσει άλλους τομείς δραστηριότητας, όπως ο τουρισμός.