Πολλά προϊόντα, όπως σαμπουάν, ξυραφάκια, αποσμητικά, τζιν και βιταμινούχα χάπια είναι συχνά πιο ακριβά για τις γυναίκες απ’ ό,τι για τους άνδρες. Κατά κανόνα διαφέρουν μόνο επιφανειακά, π.χ. στο χρώμα, την ονομασία ή την περιγραφή. Αυτό επιβεβαιώθηκε από μια γερμανική μελέτη του 2017 που εξέτασε 1500 προϊόντα.
Οι διαφορές στις τιμές δεν βασίζονται ρητά στο φύλο, ούτε υπάρχει καμία αιτιολόγηση γι αυτές. Βασίζονται στο μάρκετινγκ και οφείλονται μόνον στην εμπορική πολιτική των επιχειρήσεων που παράγουν τα συγκεκριμένα προϊόντα.
Είναι ένας έμμεσος «ροζ φόρος» που επιβαρύνει τις γυναίκες και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή έμμεσης διάκρισης, δεδομένου ότι πρόκειται για μια φαινομενικά ουδέτερη πρακτική. Οι εταιρείες απλώς ορίζουν τιμές πώλησης για φαινομενικά διαφορετικά προϊόντα, τα οποία στην ουσία είναι ίδια.
Η Βελγίδα ευρωβουλευτής Liesbet Sommen κατέθεσε την ερώτηση προς την Κομισιόν, φέρνοντας για ακόμα μια φορά στο προσκήνιο τον «ροζ φόρο» - μια αναίτια προσαύξηση στις τιμές προϊόντων που διατίθενται στην αγορά για γυναίκες.
Το θέμα συζητείται και στις ΗΠΑ. Δύο γυναίκες μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Lizzie Fletcher από το Τέξας και η Brittany Petterson από το Κολοράντο, πρότειναν ένα νομοσχέδιο που θα υποχρεώσει το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ να μελετήσει τους "ροζ φόρους" και να λάβει μέτρα για να αρθούν αυτές οι διαφορές τιμών σε ομοειδή προϊόντα.
«Οι ροζ δασμοί αντικατοπτρίζουν μια ανισότητα στο εμπορικό μας σύστημα και ένα ευρύτερο, συστημικό ζήτημα. Βιώνουμε τις επιπτώσεις στα καλάθια μας με τη μορφή υψηλότερων τιμών. Αυτό είναι ένα κόστος του να είσαι γυναίκα, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε», αναφέρεται στην πρόταση του ν/σ.