Τη σημασία ενός συνεκτικού, μακροπρόθεσμου και ρεαλιστικού στρατηγικού σχεδιασμού στις υποδομές ως προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας υπογραμμίζει ο πρόεδρος του ΤΜΕΔΕ, Κωνσταντίνος Μακέδος, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Όπως αναφέρει, το 2ο Διεθνές Συνέδριο του Ταμείου ανέδειξε τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής αλλά και την ανάγκη ουσιαστικής διασύνδεσης της τεχνολογίας, της χρηματοδότησης και της κοινωνικής ευθύνης.
Ο κ. Μακέδος τονίζει ότι ο κατασκευαστικός κλάδος δεν βρίσκεται απλώς σε μια πρόσκαιρη ανοδική τροχιά λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αντιθέτως, έχει αποκτήσει μια διατηρήσιμη δυναμική, η οποία ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και προσελκύει σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις. Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνει ότι οι παθογένειες της γραφειοκρατίας παραμένουν και εξακολουθούν να αποτελούν τροχοπέδη.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η αξία παραγωγής του κατασκευαστικού κλάδου αυξάνεται σταθερά την τελευταία πενταετία, φθάνοντας τα 15,7 δισ. ευρώ το 2024 από 10,7 δισ. ευρώ το 2015. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η Ελλάδα παραμένει τελευταία στην Ε.Ε. ως προς το ποσοστό επενδύσεων σε υποδομές επί του ΑΕΠ, με μόλις 6% έναντι μέσου όρου 10,9%.
Η «επόμενη ημέρα» για τις κατασκευές, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΤΜΕΔΕ, απαιτεί αποφάσεις με ορίζοντα δεκαετιών και όχι αποσπασματικές λύσεις. Φέρνει ως παράδειγμα μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έργα με ολοκληρωμένο αρχικό σχεδιασμό είχαν έως και 20% χαμηλότερο κόστος και ολοκληρώθηκαν 15% ταχύτερα. Στην Ελλάδα, ο στρατηγικός σχεδιασμός δεν σημαίνει ατελείωτα εργοτάξια, αλλά συντήρηση και αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών παράλληλα με νέες τεχνικές και τεχνολογίες.
Σε ό,τι αφορά την εποχή μετά το RRF, ο κ. Μακέδος εξηγεί ότι τρία νέα ευρωπαϊκά ταμεία —το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο, το Ταμείο Εκσυγχρονισμού και το Ταμείο Απανθρακοποίησης Νήσων— θα δημιουργήσουν μια νέα χρηματοδοτική αρχιτεκτονική για έργα πράσινης μετάβασης, ενέργειας και αναβάθμισης κατοικιών. Όμως, η αναπτυξιακή ώθηση δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε ευρωπαϊκές ροές. Απαιτείται συνδυασμός χρηματοδοτικών εργαλείων: ΣΔΙΤ, παραχωρήσεις, green & blue bonds με κριτήρια ESG, καθώς και επενδύσεις από διεθνείς θεσμικούς φορείς όπως οι EBRD, IMF και World Bank.
Οι υποδομές, όπως επισημαίνει, δεν είναι απλώς τεχνικά έργα, αλλά «η ραχοκοκαλιά της βιωσιμότητας κάθε κοινωνίας». Ορίζουν την ποιότητα ζωής, ενισχύουν την οικονομική ισχύ, θωρακίζουν απέναντι στην κλιματική κρίση και διασφαλίζουν την ανθεκτικότητα σε φυσικές καταστροφές, ενεργειακές διακυμάνσεις και διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Σήμερα, η μετάβαση από τις υποδομές του χθες στις υποδομές του 2050 είναι αναγκαιότητα: από αποσπασματικά έργα σε ολοκληρωμένα οικοσυστήματα, από παραδοσιακή κατασκευή σε ψηφιακή παρακολούθηση, από απλές λειτουργικές δομές σε έξυπνες, ανθεκτικές και ενεργειακά αποδοτικές υποδομές. «Τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά τη νέα κανονικότητα», τονίζει, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα οφείλει να ενσωματώσει τον κλιματικό κίνδυνο στον τρόπο σχεδιασμού και υλοποίησης κάθε νέου έργου.
Το μήνυμα του προέδρου του ΤΜΕΔΕ είναι σαφές: Η Ελλάδα έχει ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για να διαμορφώσει ένα βιώσιμο και ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης. Το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα κινηθεί για να το πετύχει.