Μια εξαιρετικά ανησυχητική εικόνα για την κοινωνική συνοχή και το βιοτικό επίπεδο σημαντικού τμήματος του πληθυσμού αποτυπώνει η τελευταία έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Παρά τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών και την αύξηση του ΑΕΠ, η ανισότητα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με τα φτωχά νοικοκυριά να καλούνται να επιβιώσουν με εισοδήματα που επαρκούν μόλις για τα απολύτως απαραίτητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών που παραθέτει το ΚΕΠΕ, το χάσμα μεταξύ φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών είναι τεράστιο. Ενώ η μέση μηνιαία δαπάνη για τα μη φτωχά νοικοκυριά ανέρχεται στα 1.220,15 ευρώ, τα φτωχά νοικοκυριά αναγκάζονται να ζουν με μέση ισοδύναμη μηνιαία δαπάνη μόλις 392,32 ευρώ.
Το πρόβλημα για τα φτωχότερα στρώματα δεν είναι μόνο το ύψος του εισοδήματος, αλλά και ο τρόπος που αυτό αναγκαστικά δαπανάται. Η έκθεση επισημαίνει ότι στα φτωχά νοικοκυριά, το 56,7% της μηνιαίας δαπάνης τους κατευθύνεται αποκλειστικά σε είδη διατροφής και σε δαπάνες στέγασης. Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό για τα μη φτωχά νοικοκυριά περιορίζεται στο 34,3%.
Αυτή η διαφοροποίηση καθιστά τους οικονομικά ασθενέστερους πολύ πιο ευάλωτους στον πληθωρισμό. Καθώς οι τιμές στα τρόφιμα και τα ενοίκια έχουν αυξηθεί περισσότερο από τον γενικό δείκτη τιμών, τα νοικοκυριά που βρίσκονται χαμηλότερα στην εισοδηματική κατανομή αντιμετωπίζουν στην πράξη υψηλότερο πληθωρισμό από τα πλουσιότερα.
Μείωση της αγοραστικής δύναμης παρά τις αυξήσεις μισθών
Παρά τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης και τις ονομαστικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό (κατά 35% συνολικά από το 2019), η πραγματική αγοραστική δύναμη των πολιτών έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά:
- Το πρώτο τρίμηνο του 2025, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 3,3%. Οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών το πρώτο εξάμηνο του 2025 (3,8% και 3,2%) μεταφράστηκαν σε πραγματικές μειώσεις (-0,5% και -1,1%), καθώς ο πληθωρισμός «έτρεξε» με υψηλότερο ρυθμό.
Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα μέσου εισοδήματος σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPS) στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η «γεωγραφία» της φτώχειας και της ανισότητας
Η ανισότητα στην Ελλάδα παραμένει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού κατέχει εισόδημα πενταπλάσιο από το φτωχότερο 20% (δείκτης 5,27 έναντι 4,66 στην ΕΕ). Ο κίνδυνος φτώχειας (δείκτης AROPE) αφορά το 26,9% του πληθυσμού, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 3η χειρότερη θέση στην ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Οι ομάδες που κινδυνεύουν περισσότερο είναι:
- Οι άνεργοι: Με τον κίνδυνο φτώχειας να εκτοξεύεται στο 48,7%.
- Οι μονογονεϊκές οικογένειες: Αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο μεταξύ των τύπων νοικοκυριών, στο 43,7%.
- Τα παιδιά: Η παιδική φτώχεια βρίσκεται στο 27,9% (4η υψηλότερη στην ΕΕ).
- Οι ενοικιαστές: Το 32,2% όσων πληρώνουν ενοίκιο βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας.
- Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης: Ο κίνδυνος φτώχειας για αυτούς είναι διπλάσιος (20,6%) σε σχέση με τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης (9,8%).
Ο κρίσιμος ρόλος του κράτους
Η έκθεση τονίζει ότι χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα, συντάξεις κ.λπ.), η κατάσταση θα ήταν δραματική. Χωρίς καμία κρατική παρέμβαση, το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα θα έφτανε το δυσθεώρητο 45%. Οι συντάξεις το μειώνουν στο 23,5% και τα υπόλοιπα επιδόματα στο τελικό 26,9% (με βάση τον δείκτη AROPE που συνυπολογίζει και τον κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ με βάση μόνο το εισόδημα μετά τις μεταβιβάσεις είναι 19,6%).
Όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, οι στοχευμένες προσπάθειες για το 2026 θα πρέπει να επικεντρωθούν στη διατροφή και τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς οι ανισότητες εκεί εμφανίζονται εντονότερες.