Τα ποσά των καταθέσεων που πιστώθηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς σε έτος που έχει παραγραφεί δεν μπορούν να ελεγχθούν από την Εφορία ακόμη και αν σταλεί από αυτούς έμβασμα σε άλλο λογαριασμό, σε έτος που δεν παραγράφηκε.
Αυτό προκύπτει από πρόσφατη απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, η οποία βασίζεται σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και με την οποία φορολογούμενος απέφυγε τα βαριά πρόστιμα.
Με την απόφαση της ΔΕΔ διευκρινίζεται ο χρόνος παραγραφής, στις περιπτώσεις τραπεζικών λογαριασμών οι οποίοι τροφοδοτήθηκαν με πιστώσεις σε περίοδο πέραν της πενταετίας που έχει παραγραφεί, και γίνεται χρήση μέσω εμβασμάτων των εν λόγω κεφαλαίων εντός της πενταετίας.
Η ΔΕΔ σημειώνει πως, σύμφωνα με τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί, η μεταφορά χρηματικού ποσού από έναν τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου σε έναν άλλο δικό του λογαριασμό δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκη προσαύξηση της περιουσίας του.
Προσθέτει, ότι κρίσιμος χρόνος για τη φορολόγηση μιας πίστωσης που τροφοδότησε ένα έμβασμα είναι, τουλάχιστον κατ' αρχήν, ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό και η ελεγκτική αρχή οφείλει να προσδιορίσει αυτόν τον κρίσιμο χρόνο με βάση όλα τα πρόσφορα στοιχεία που συλλέγει, όπως η κλήση του φορολογούμενου για εξηγήσεις και η αναζήτηση πληροφοριών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο εφόσον η συλλογή στοιχείων για τον χρόνο προσαύξησης καταστεί αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής (κάτι που πρέπει να αιτιολογείται ειδικά), η φορολογική αρχή μπορεί να θεωρήσει κατά τεκμήριο ως κρίσιμο χρόνο τον χρόνο διενέργειας του εμβάσματος.
Η απόφαση της ΔΕΔ
Στο πλαίσιο αυτό, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, αποσαφηνίζει ότι «σε κάθε περίπτωση, εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής».
Προσθέτει ακόμη, ότι «το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα, φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά με έμβασμα χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του (στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή) δεν αποτελεί προσαύξηση της περιουσίας του».
Συνεπώς, καταλήγει η ΔΕΔ, «κρίσιμος δεν είναι, τουλάχιστον κατ΄ αρχήν ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού ή σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσης του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματα του στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του».
Ένα παράδειγμα
Σε έναν λογαριασμό έχει κατατεθεί ένα ποσό π.χ. 50.000 ευρώ το 2016, το οποίο δεν προκύπτει από τα εισοδήματα του δικαιούχου και το 2024 έφυγε από αυτόν τον λογαριασμό ένα έμβασμα ύψους 40.000 ευρώ.
Η Εφορία εντοπίζει το δεύτερο έμβασμα των 40.000 ευρώ και ζητεί εξηγήσεις από τον φορολογούμενο. Από τα εισοδήματά του δεν δικαιολογείται το συγκεκριμένο ποσό και ο φορολογούμενος υποστηρίζει και αποδεικνύει, ότι προέρχεται από την κατάθεση που είχε κάνει το 2016.
Ο φορολογούμενος θα γλιτώσει φόρου και πρόστιμα επειδή, το έτος 2016 έχει παραγραφεί και δεν μπορεί να το ελέγξει η εφορία, ενώ δεν μπορεί να ελέγξει ούτε τα εμβάσματα που έφυγαν από τον εν λόγω λογαριασμό, τα οποία προέρχονται από το αρχικό ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο πιστώθηκε σε έτος που παραγράφηκε.