Υπέρ του διαχωρισμού της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών από την ΕΚΤ φαίνεται να είναι μεταξύ άλλων ο Τόμας Βίζερ, εκτιμώντας παράλληλα ότι τα επόμενα χρόνια θα ολοκληρωθεί η Τραπεζική Ένωση και θα εμβαθυνθεί η Νομισματική Ένωση.
Ειδικότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην αυστριακή εφημερίδα Kurier και μεταδίδει η DW, ο επικεφαλής της Ομάδας Εργασίας του Eurogroup, εξέφρασε την επιθυμία, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών να διαχωριστεί πλήρως από την ΕΚΤ και τονίζει: «Στα δημοσιονομικά θα υπάρξει μεγαλύτερος συντονισμός χωρίς όμως αλματώδη πρόοδο. Παράλληλα, δεν νομίζω ότι θα υπάρξουν ευρωομόλογα.
Ούτε ένας μεγάλος προϋπολογισμός για τη σταθεροποίηση της οικονομικής πορείας μελών της ευρωζώνης. Κατά συνέπεια, δεν θα υπάρξει ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών. Και σίγουρα, όχι κάποιος που θα είναι ταυτόχρονα και επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της ΕΕ. Δεν το προβλέπουν άλλωστε οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες».
Στο ερώτημα ποιες χώρες θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα σε περίπτωση ανόδου του βασικού επιτοκίου από την ΕΚΤ ο Τόμας Βίζερ δηλώνει: «Μεσοπρόθεσμα θα αυξηθεί το βασικό επιτόκιο. Όσο χαμηλότερο το δημόσιο χρέος μιας χώρας, τόσο καλύτερα θα είναι θωρακισμένη σε μια πιθανή άνοδο του επιτοκίου. Η Ελλάδα έχει μεν το υψηλότερο χρέος, αλλά λόγο των ευμενών όρων αναχρηματοδότησης, με αποπληρωμή πάνω από 30 χρόνια, εξαιρείται του προβλήματος. Χώρες με δημόσιο χρέος πάνω από 100% όπως η Πορτογαλία, το Βέλγιο και η Ιταλία έχουν κάθε συμφέρον να μειώσουν το επίπεδο του χρέους τους».
«Ανά τακτά χρονικά διαστήματα ξεκινά εκ νέου η δημόσια συζήτηση για την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων στην Ελλάδα. Δύο γερμανοί ιστορικοί, ο Καρλ-Χάιντς Ροτ και ο Χάρτμουτ Ρίμπνερ αναφέρονται στο βιβλίο τους «To χρέος των αποζημιώσεων. Υποθήκες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη» αναλυτικά στο ζήτημα και καταθέτουν μια… "προβληματική" πρόταση, γράφει η Süddeutsche Zeitung σε άρθρο με τίτλο «Ανοιχτοί λογαριασμοί, ανοιχτές πληγές»:
«Από την υπογραφή της συμφωνίας του Λονδίνου το 1952, για τον τρόπο με τον οποίο η ηττημένη στον πόλεμο Γερμανία θα αποπλήρωνε τις αποζημιώσεις που της είχαν επιδικαστεί, η Γερμανία παρέπεμπε τις ελληνικές διεκδικήσεις μετά από μια οριστική συμφωνία ειρήνης. Όμως το πλήρωμα του χρόνου ήρθε με την γερμανική επανένωση. Ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ωστόσο πέτυχε την υπογραφή της συμφωνίας "2+4" χωρίς να καταβάλει το τίμημα της ρύθμισης των πολεμικών αποζημιώσεων. Για τον ιστορικό Καρλ-Χάιντς Ροτ ήταν το αποτέλεσμα μιας συνομωσίας Δυτικής Γερμανίας και ΗΠΑ σε βάρος "μικρότερων χωρών". Η εξήγηση αυτή είναι δίχως άλλο αμφιλεγόμενη. Γεγονός πάντως είναι ότι ενώ η γερμανική κυβέρνηση πριν από την υπογραφή της συμφωνίας 2+4 επιχειρηματολογούσε ότι το αίτημα για αποζημιώσεις είναι πρόωρο, εκ των υστέρων ισχυρίζονταν ότι έρχεται καθυστερημένα.
Οι συγγραφείς τοποθετούν το σύνολο όλων των γερμανικών αποζημιώσεων στα 5,9 τρισεκατομμύρια ευρώ από τα οποία τα 1,22 έχουν αποπληρωθεί, όπως υποστηρίζουν. Η αποπληθωρισμένη τρέχουσα αξία των αποζημιώσεων ειδικά προς την Ελλάδα αγγίζει, σύμφωνα με τους ιστορικούς, τα 185 δις από τα οποία ούτε 1% δεν έχει καταβληθεί. (…) Ο Καρλ-Χάιντς Ροτ δεν πιστεύει ότι θα γεφυρωθεί ποτέ το χάσμα μεταξύ του συνολικού ύψους των γερμανικών υποχρεώσεων και των πραγματικών αποζημιώσεων. Για το λόγο αυτό προκρίνει ένα "κούρεμα" των ακόμα ανοιχτών ποσών.
Θα μπορούσε εναλλακτικά να υπολογίσει κανείς τις συνολικές υποχρεώσεις της Γερμανίας προς τις χώρες που υπέφεραν επί Τρίτου Ράιχ τουλάχιστον βάσει των ποσών που εισέφεραν αυτές οι χώρες για τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών και πολιτικών στελεχών του Τρίτου Ράιχ, ήτοι 306 δις ευρώ.
Από πού όμως θα προέλθουν τα χρήματα; Κατά τον γερμανό ιστορικό από τους "κερδισμένους" της ναζιστικής περιόδου στη Γερμανία. Για το λόγο αυτό τάσσεται υπέρ της εφαρμογής περιουσιακού φόρου στη Γερμανία, αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή και την αξιοποίηση των αποθεμάτων χρυσού της Μπούντεσμπανκ». Για την SZ «οι θέσεις αυτές είναι ως επί το πλείστον πρόταση για μια δημόσια συζήτηση». Ο συντάκτης του άρθρου ωστόσο καταλήγει ότι «το βιβλίο ανεξάρτητα από τα διαφορετικά συμπεράσματα που εξάγει ο κάθε αναγνώστης, αποτελεί μια καθοριστική συμβολή σε ένα, όπως σημειώνει, σημαντικό ζήτημα που θα απασχολεί για πολύ ακόμα».