Μακριά από την αγορά ομολόγων θα μείνει μέχρι το τέλος του έτους το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς έχει μετατραπεί σε... ναρκοπέδιο και τα επιτόκια είναι απαγορευτικά για νέες εκδόσεις, ενώ οι «άγριες» διαθέσεις της ΕΚΤ για σειρά αυξήσεων στα επιτόκια και η έντονη αβεβαιότητα για την Ιταλία, ενόψει νίκης της Δεξιάς στις εκλογές κάνουν τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη να εκτιμούν ότι μόνο προς το χειρότερο μπορεί να εξελιχθεί η κατάσταση τους τελευταίους μήνες της χρονιάς.
Οι επενδυτές εγκαταλείπουν εσπευσμένα τα ευρωπαϊκά ομόλογα, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με τον «τοξικό» συνδυασμό αυξήσεων στα επιτόκια και επερχόμενης ύφεσης, ενώ ήδη έχουν υποστεί βαρύτατες απώλειες, με τη σωρευτική απόδοση των γερμανικών ομολόγων, σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη της S&P Global, να είναι αρνητική σε ποσοστό άνω του 13% από την αρχή του έτους.
Ενδεικτικό της έντασης που έχει προσλάβει η αναταραχή στην ευρωπαϊκή αγορά είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά από το 2013, το γερμανικό 10ετές ομόλογο έφθασε να έχει σήμερα απόδοση που ξεπερνά το 2%. Άλμα έκανε και η απόδοση του αντίστοιχου ελληνικού τίτλου, ξεπερνώντας το 4,6%, πλησιάζοντας επικίνδυνα το υψηλότερο σημείο του 12μήνου, που ήταν 4,743%. Το spread από τους γερμανικούς τίτλους έχει ξεπεράσει το 2,6%, τη στιγμή που θεωρείται από την αγορά ως όριο ασφαλείας το 2,5%.
Σε αυτές τις συνθήκες, τα σενάρια που είχαν εξετασθεί το τελευταίο διάστημα από το οικονομικό επιτελείο, για μια έξοδο στην αγορά πιθανότατα με 10ετή ομόλογα, έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ αρμόδιες πηγές τονίζουν ότι η χώρα δεν έχει πιεστικές ανάγκες δανεισμού και δεν έχει λόγο να προχωρήσει σε μια έκδοση που θα «γράψει» ένα πολύ υψηλό επιτόκιο, που με τα σημερινά δεδομένα θα ξεπερνούσε το 4,8%. Έτσι, ως το τέλος του έτους, η Ελλάδα αναμένεται να παραμείνει μακριά από νέες εκδόσεις ομολόγων και θα συνεχίσει κανονικά την εκδοτική δραστηριότητα μόνο στα έντοκα γραμμάτια.
Όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, έγινε φέτος προνοητική διαχείριση των δανειακών αναγκών, καθώς ήδη έχει καλυφθεί κατά 60% ο ετήσιος στόχος άντλησης κεφαλαίων από την αγορά, που είχε τεθεί στα 12 δισ. ευρώ, ενώ το ποσοστό κάλυψης είναι ακόμη υψηλότερο, αν υπολογισθούν και οι τοποθετήσεις ομολόγων που έγιναν απευθείας σε ελληνικές τράπεζες. Επιπλέον, το «μαξιλάρι» ρευστότητας παραμένει μεγάλο, ξεπερνώντας τα 30 δισ. ευρώ, καθώς το Δημόσιο πέτυχε σημαντική αύξηση των εσόδων χάρη στην ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας και τον υψηλό πληθωρισμό.
Έτσι, οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του χρέους έχουν σήμερα την πολυτέλεια να παρακολουθούν από απόσταση τις δυσμενείς εξελίξεις στην αγορά και να προσβλέπουν σε κάποια βελτίωση της κατάστασης το 2023, καθώς, ανεξάρτητα από τις διεθνείς εξελίξεις, η Ελλάδα θα παίζει με... πλεονέκτημα, δεδομένου ότι οι δανειακές ανάγκες θα είναι αισθητά μειωμένες, στο επίπεδο των 6 - 7 δισ. ευρώ, μετά την πρόωρη εξόφληση υποχρεώσεων προς το ΔΝΤ και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για το δάνειο του πρώτου μνημονίου.
Θολό τοπίο για τη στήριξη από την ΕΚΤ
Σε ό,τι αφορά την υποστήριξη της Ελλάδας από την ΕΚΤ με το νέο εργαλείο που εγκρίθηκε πρόσφατα από το συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας, αρμόδιες πηγές τονίζουν ότι αυτό έχει υψηλή συμβολική αξία, γιατί σηματοδοτεί την πρόθεση της ΕΚΤ να υποστηρίξει τις ασθενέστερες οικονομίες, που θα πληγούν περισσότερο από την αύξηση των επιτοκίων. «Πάντα η απειλή χρήσης βίας είναι προτιμότερη από την ίδια τη χρήση βίας, στο βαθμό που είναι αποτελεσματική», λένε χαρακτηριστικά.
Σημειώνουν, όμως, ότι υπάρχει υψηλός βαθμός αβεβαιότητας για τον τρόπο που θα ενεργοποιηθεί το νέο εργαλείο στήριξης από το συμβούλιο της ΕΚΤ. Ουδείς γνωρίζει σήμερα πέρα από ποιο όριο διεύρυνσης των spread θα ενεργοποιείται η στήριξη της ΕΚΤ. Για παράδειγμα, οι αποδόσεις πάνω από το 4% στα ιταλικά 10ετή ομόλογα είναι πολύ υψηλές και πέρα από το όριο αντοχής της οικονομίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των περισσότερων αναλυτών, αλλά προς το παρόν η ΕΚΤ παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να παρεμβαίνει.
Επίσης, τίθεται το ερώτημα πώς ακριβώς θα αξιολογεί η ΕΚΤ αν μια αύξηση των αποδόσεων και των spread σε μια οικονομία αποτελούν σύμπτωμα διαταραχής στην αγορά ή αν είναι ένα δίκαιο αποτέλεσμα κάποιων κακών χειρισμών που έχουν γίνει από μια κυβέρνηση. Όλα αυτά τα ερωτήματα θα απαντηθούν μόνο όταν -και αν- οι κεντρικοί τραπεζίτες συνεδριάσουν για να αποφασίσουν αν θα ενεργοποιηθεί το νέο εργαλείο στήριξης, ενώ μέχρι τότε θα επικρατεί ασάφεια.
Όμως, ο μεγαλύτερος φόβος των υπεύθυνων για τη διαχείριση του χρέους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είναι να αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος οι προτάσεις που έχουν γίνει κυρίως από τη γερμανική κεντρική τράπεζα για ποσοτική σύσφιξη. Οι Γερμανοί θέλουν, προκειμένου να γίνει αποτελεσματικότερη η αντιπληθωριστική πολιτική της ΕΚΤ, να σταματήσει η επανεπένδυση εσόδων της ΕΚΤ από τα ομόλογα που αγόρασε με τα διάφορα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, ώστε να περιορισθεί και από την πλευρά η ρευστότητα στην ευρωζώνη και να «χτυπηθεί» ο πληθωρισμός.
Πολιτική ποσοτικής σύσφιξης ακολουθεί και η αμερικανική Fed, μόνο που στις ΗΠΑ η αγορά κρατικών ομολόγων είναι συμπαγής, με έναν εκδότη χρέους, ενώ στην ευρωζώνη υπάρχουν 27 κράτη - εκδότες και αρκετά εξ αυτών είναι υπερχρεωμένα, με αποτέλεσμα, αν σταματούσαν και οι τελευταίες αγορές τίτλων από την ΕΚΤ, οι ασθενέστεροι να κινδυνεύουν να δεχθούν έντονη πίεση. Αυτό το σενάριο προβληματίζει έντονα την Αθήνα και οι αρμόδιοι για το χρέος εύχονται να επικρατήσει η λογική στο συμβούλιο της ΕΚΤ, για να αποφευχθούν «ατυχήματα».
Στα ύψη οι αποδόσεις
Ευθεία… επίθεση πραγματοποιούν οι επενδυτές στο σύνολο των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης με την απόδοση του γερμανικού 10ετούς να ξεπερνά το 2%, για πρώτη φορά από το 2013 και ταυτόχρονα το ευρώ να κατακτά νέο χαμηλό 20 ετών.
Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα διολίσθησε έως και τα 0,9772 δολάρια, ενώ το γερμανικό bund «είδε» την απόδοσή του να φθάνει έως και το 2,01%, συμπαρασύροντας στην άνοδο αυτές όλων των κρατικών χρεογράφων.
Εκτίναξη για την απόδοση του ελληνικού 10ετούς έως και το 4,660%, ενώ αυτή του ιταλικού έφθασε στο 4,367% επίπεδα που δεν έχουν καταγραφεί παρά στο ζενίθ της κρίσης χρέους της ευρωζώνης.
Η πρόσκαιρη περίοδος ηρεμίας στις αγορές ομολόγων τελείωσε μετά τη νέα αύξηση επιτοκίων κατά 0,75% από τη Fed τη Τετάρτη, με αρκετές κεντρικές τράπεζες να ακολουθούν τις επόμενες ημέρες το παράδειγμά της και την ΕΚΤ να βρίσκεται σε κλοιό πιέσεων ώστε να καταστεί πιο επιθετική στη νομισματική της πολιτική, σε μία στιγμή που ο πληθωρισμός στην Ευρώπη καλπάζει και οι φόβοι για ύφεση αυξάνονται.
Η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας είχε προειδοποιήσει νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα ότι οι πιθανότητες η κορυφαία οικονομία της Ευρώπης να διολισθήσει σε ύφεση συνεχώς αυξάνουν, με την Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ να παραδέχεται ότι αυτό το ενδεχόμενο είναι «ίσως δυνητικά αναπόφευκτο», δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν.
Στην αβεβαιότητα που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην ευρωζώνη έρχεται να προστεθεί η προοπτική των ιταλικών εκλογών, οι οποίες, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, θα δώσουν την εξουσία στην πρώτη ακροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό την Τζόρτζια Μελόνι, η οποία είναι επικεφαλής του κόμματος «Αδελφοί της Ιταλίας».
Τα πιθανά μέλη του συνασπισμού έχουν μετριάσει την αντι-ΕΕ και αντιευρωπαϊκή ρητορική τους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά παραμένουν αμφιβολίες για το αν θα πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που σχεδίασε ο απερχόμενος πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι για να εξασφαλίσει ότι η Ιταλία θα λάβει δισεκατομμύρια ευρώ στήριξης από την ΕΕ για την ανάκαμψή της από την πανδημία.
Χωρίς αυτά τα κεφάλαια, η νέα ιταλική κυβέρνηση ενδέχεται να δυσκολευτεί να αναζωογονήσει την ανάπτυξη, ιδίως σε ένα περιβάλλον απότομα αυξανόμενων επιτοκίων που αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης του τεράστιου βάρους του χρέους της χώρας.