Βαθύ κλονισμό της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, ο οποίος δυσκολεύει την πορεία προς την πλήρη άρση των capital control, αντανακλά η συνεχιζόμενη και το 2017 αύξηση της αξίας των μετρητών που κυκλοφορούν στην οικονομία, αντί να κατευθύνεται μεγάλο μέρος τους στις τράπεζες.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί πολύ στενά αυτό τον κρίσιμο δείκτη των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία, όπως καταγράφονται επίσημα στις λογιστικές καταστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς στην Ελλάδα η κρίση εμπιστοσύνης στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα, στα χρόνια της κρίσης, μετουσιώθηκε όχι μόνο σε τεράστιες εκροές καταθέσεων, αλλά και σε εξίσου σημαντική αύξηση της ποσότητας χρήματος, που τηρείται εκτός τραπεζικού συστήματος.
Αρκεί να αναφερθεί ότι, σε «κανονικές» οικονομικές συνθήκες, το 2007, τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία αντιστοιχούσαν σε ποσοστό μόλις 6% του ΑΕΠ, ενώ τώρα το ποσοστό ξεπερνά το 16%, χωρίς οι τράπεζες να καταφέρνουν να ανακτήσουν κάτι από αυτή την τεράστια λίμνη ρευστότητας για να αυξήσουν τις καταθέσεις και να βελτιώσουν τη χρηματοδότησή τους, για την οποία εξέφρασε την ανησυχία του, πρόσφατα, ο Μάριο Ντράγκι, μιλώντας σε ευρωβουλευτές.
Τα τελευταία στοιχεία για αυτή τη μεγάλη «πληγή» του τραπεζικού συστήματος είναι εντελώς αποθαρρυντικά και υποδεικνύουν ότι η χαμένη εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα στο τραπεζικό σύστημα δεν αποκαθίσταται, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει το πρόγραμμα διάσωσης και οι μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί δείκτες βελτιώνονται.
Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της ΤτΕ, το χαρτονόμισμα σε κυκλοφορία, αντί να μειωθεί το 2017 αυξήθηκε, στο τέλος Νοεμβρίου, στα 30,4 δισ. ευρώ, από 29,3 δισ. ευρώ, στο τέλος Νοεμβρίου 2016. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης ήταν σχεδόν 4%, κάτι που σημαίνει ότι όχι μόνο δεν επιστρέφει χρήμα στις τράπεζες από τα στρώματα ή τις τραπεζικές θυρίδες, αλλά και το νέο χρήμα που δημιουργείται από τη μικρή αύξηση της οικονομικής δραστηριότητες μένει σε μεγάλο βαθμό μακριά από τις τράπεζες.
Την ίδια στιγμή, οι καταθέσεις, που επηρεάζονται και από την είσοδο κεφαλαίων από το εξωτερικό, εμφανίζουν εντελώς «αναιμικό» ρυθμό αύξησης, που δεν επιτρέπει την παραμικρή αισιοδοξία ότι θα ανακτηθούν γρήγορα τα 40 δισ. ευρώ, που χάθηκαν κατά το ταραχώδες α’ εξάμηνο του 2015.
Τον Νοέμβριο, υπήρξε μεν μια θετική καθαρή ροή καταθέσεων ύψους 1,76 δισ. ευρώ, όμως αυτή η αύξηση προήλθε κυρίως από τις καταθέσεις του Ελληνικού Δημοσίου, που αυξάνονται εξαιτίας της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής.
Ο ιδιωτικός τομέας, αντίθετα, συνεισέφερε ελάχιστα στην αύξηση των καταθέσεων, μόλις κατά 273 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των καταθέσεων διαμορφώθηκε στο 4,8%, από 4,6% τον προηγούμενο μήνα, ποσοστό που θεωρείται πολύ μικρό για να αποκατασταθεί η ρευστότητα των τραπεζών.
Λαμβάνοντας υπόψη και τις δυσκολίες στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα, ο Γιάννης Στουρνάρας επιμένει στην ανάγκη να υπάρξει μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους πιστωτές για προληπτική χρηματοδοτική υποστήριξη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής», ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι μια συμφωνία προληπτικής χρηματοδότησης «παρέχει πρόσθετη ασφάλεια, που θα τονώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και θα διευκολύνει την έξοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Όλα τα παραπάνω είναι αναντικατάστατες (sine qua non) προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης».