Ξεκινά σήμερα στις Βρυξέλλες η Σύνοδος Κορυφής των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ υπό την αδιάφορη ματιά του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ πριν αναχωρήσει από την βελγική πρωτεύουσα για το Ελσίνκι προκειμένου να συναντήσει τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, όπως σημειώνει το Politico.
Στο μεταξύ η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, που βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα αναφορικά με την αποχώρηση της χώρας της από την ΕΕ (Brexit), συναντάται πρώτα με την καγκελάριο της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ και μετά με τον πρόεδρο Τραμπ. Πρόκειται για μία σειρά δραστικών εξελίξεων που μπορούν ν’ αποσταθεροποιήσουν το διεθνές σύστημα που καθιέρωσε τις ΗΠΑ ως μία παγκόσμια υπερδύναμη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά.
Έτσι, η φετινή σύνοδος του ΝΑΤΟ είναι πολύ πιο σοβαρή από τις συνήθεις ευκαιρίες για “οικογενειακές φωτογραφίες” που έχουν οι ηγέτες των κρατών-μελών σε παρόμοιες διασκέψεις.
Καθώς ο Τραμπ αλλά κι άλλοι Ρεπουμπλικάνοι αξιωματούχοι παρέχουν διαβεβαιώσεις διαφόρων τύπων στη Ρωσία, ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος συνεχίζει να βλέπει τον εαυτό του ως τον ταραξία του ΝΑΤΟ.
Στις εβδομάδες που προηγήθηκαν της συνόδου ο πρόεδρος Τραμπ, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, επέκρινε και πάλι τους συμμάχους των ΗΠΑ για το επίπεδο των αμυντικών δαπανών τους, ζητώντας την αύξησή τους.
Παράλληλα το όλο περιβάλλον των σχολίων πριν από την διάσκεψη ενισχύθηκε κι από μία σειρά αναφορών σχετικά με τις αδυναμίες σε αμυντικό επίπεδο που έχει το ΝΑΤΟ την παρούσα περίοδο, κυρίως στην περιοχή μεταξύ της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Έτσι οι σύμμαχες χώρες του ΝΑΤΟ στην περιοχή αυτή εξακολουθούν να δίνουν έμφαση σε αυτό που είναι περισσότερο σημαντικό για τις ίδιες, δηλ. στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική λειτουργία της συμμαχίας.
Περίπου δέκα χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία, τον Αύγουστο του 2008, γίνεται ξεκάθαρο ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να μάθει περισσότερα από τις χώρες-μέλη που έχουν μία βαθειά ιστορία στην αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας σε όλα τα επίπεδα. Στην πρώτη γραμμή αυτών των νατοϊκών συμμάχων βρίσκεται η Εσθονία, η οποία σε αντίθεση με την Γεωργία είναι μέλος του ΝΑΤΟ από το 2004.
Οι τρεις βαλτικές δημοκρατίες (Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία) έδρασαν ως μία ενοποιημένη περιοχή προκειμένου να επιτύχουν την ένταξή τους στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, ενώ συνεχίζουν να συμμετέχουν στα σχέδια αμυντικής δράσης τόσο των ΗΠΑ, όσο και του ΝΑΤΟ, μέσω του πλαισίου για τις τρεις χώρες της βαλτικής, που είναι γνωστό ως “Baltic-3”. Το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο προβλέπει την συνδρομή των υπόλοιπων κρατών-μελών στην περίπτωση που ένα άλλο μέλος της συμμαχίας δεχτεί επίθεση. Ωστόσο για να επιβιώσει ένα μικρό κι αδύναμο κράτος στην περιοχή της Βαλτικής θα πρέπει να πιστεύει ότι όταν εκδηλωθεί μία κρίση, δεν θα βρεθεί και πάλι μόνο του ν’ αντιμετωπίσει τους Ρώσους. Υπό την λογική αυτή, ο πιο σωστός τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης είναι η διαρκής πολεμική προετοιμασία.
Ο διπλός αυτός χαρακτήρας δράσης μέσω της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, αλλά και της προετοιμασίας για αυτόνομη αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής έχει ουσιαστικό ρόλο στην διαμόρφωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην αναφερόμενη περιοχή, αλλά και στην αντιμετώπιση των χωρών πρώτης γραμμής από την Ουάσινγκτον. Έτσι το αμυντικό δόγμα που θα πρέπει να εφαρμόσουν χώρες όπως η Εσθονία θα πρέπει να καθορίζεται ουσιαστικά από το ΝΑΤΟ, ενώ σε μία κεντρική του διάσταση θα πρέπει να ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά της περιοχής που βρίσκεται η χώρα ως προς την αυτόνομη άμυνά της.
Από την άλλη μεριά, η ιδέα ότι η Εσθονία (με συνολικό πληθυσμό, ίσο με τον αριθμό των ενεργών ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων) θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει μία επίθεση των Ρώσων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία μη ρεαλιστική συζήτηση από την αμερικανική πλευρά του Ατλαντικού.
Ωστόσο, η Εσθονία διαθέτει οπλικά συστήματα όπως οι πύραυλοι TOW κι άρματα μάχης που θεωρούνται όπλα πρώτης ανάγκης από άλλες χώρες του ΝΑΤΟ.
Σε μία χώρα του 1,3 εκατομμυρίου κατοίκων όπως η Εσθονία, οι 60.000 πολίτες είναι πλήρως εκπαιδευμένοι υπηρετώντας στις ένοπλες δυνάμεις ή στις μονάδες στρατιωτικής εφεδρείας.
Η σημασία του ανθρώπινου παράγοντα δεν μπορεί ν’ αγνοηθεί στην περίπτωση της Εσθονίας. Οι Εσθονοί έχουν ακόμη ζωντανές τις μνήμες από την ρωσική στρατιωτική παρουσία και το γεγονός αυτό ενισχύει το επίπεδο του στρατηγικού σχεδιασμού τους κατά απροσδόκητο τρόπο.
Προς την κατεύθυνση αυτή οι ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ δεσμεύουν νέες μονάδες στην περιοχή της Βαλτικής, συμπεριλαμβανομένης της Εσθονίας. Οι Αμερικανοί κομάντος ενδιαφέρονται να μάθουν από τις εμπειρίες των ντόπιων κατοίκων, να ενισχύσουν τις τακτικές των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας, αλλά και να διαπιστώσουν τον τρόπο οργάνωσης ενός νέου τύπου πολεμικής αποτροπής κατά των υβριδικών απειλών ασφάλειας.
“Οι άνθρωποι μιλούν για τον “Πόλεμο των Πέντε Ημερών” στην Γεωργία, αλλά δεν ήταν πέντε ημέρες. Η υβριδική εκστρατεία, είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Κανείς δεν ήθελε να το δει”, εξηγεί ο συνταγματάρχης Ρίχο Ουτέτζι, διοικητής των ειδικών δυνάμεων στην Εσθονία.
Ο ίδιος έχει ένα αντισυμβατικό βιογραφικό χωρίς την συνήθη στρατιωτική εκπαίδευση, καθώς η δράση του θυμίζει στοιχεία σοβιετικής κατασκοπευτικής νουβέλας με μυστική αντίσταση, στρατιωτική κατασκοπεία και αντικατασκοπεία. Ο Ουτέτζι θυμάται ένα πολύ καλό ανέκδοτο για την αποχώρηση των τελευταίων ρωσικών αρμάτων μάχης εκτός των εδαφών της Εσθονίας το 1994, ενώ είναι σίγουρο ότι όλοι οι Εσθονοί θα ήθελαν να αποφύγουν ενδεχόμενη επανάληψη της ίδιας διαδικασίας.
Τα παραπάνω βιώματα εξηγούν γιατί, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες από την δράση του σε μη συμβατικές στρατιωτικές ομάδες με βασική επιδίωξη την ανεξαρτησία της Εσθονίας, ο Ουτέτζι εξακολουθεί να εργάζεται προς την κατεύθυνση των μη συμβατικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Παράλληλα ο ίδιος δίνει βαρύτητα στην αντιμετώπιση των νέων υβριδικών απειλών ασφάλειας. “Ο σύγχρονος πόλεμος είναι ασύμμετρος από τη φύση του. Είναι δύσκολο να εντοπίσεις τις εχθρικές δυνάμεις στο έδαφος. Είναι δύσκολο να τους αναγνωρίσεις, να καταγράψεις την θέση τους και να τους καταστρέψεις. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς προετοιμαζόμαστε εδώ. Όπως στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, αλλά κυρίως εδώ”, τονίζει χαρακτηριστικά.
Όπως συμβαίνει στην περίπτωση των περισσότερων Εσθονών, αυτό που κινητοποιεί τον Ουτέτζι είναι ένα ισχυρά προσωπικό κίνητρο που συνδέεται άμεσα με την ιστορία της χώρας του. “Είχαμε όλοι έναν παππού που θυμόταν την ανεξαρτησία”, εξηγεί, φέρνοντας στην μνήμη του τα χρόνια της σοβιετικής κατοχής “και γέμιζε το μυαλό μας με σχετικές ιστορίες”.
Πέρα από τις απώλειες σε στρατιώτες, ποσοστό μεγαλύτερο από το 10% του πληθυσμού στην Εσθονία είχε απελαθεί πριν από τον θάνατο του Στάλιν το 1953.
Έτσι, η βαρύτητα που δίνει ο πρόεδρος Τραμπ στις αμυντικές δαπάνες αφήνει στο περιθώριο το γεγονός της ύπαρξης χωρών όπως η Εσθονία, που όχι μόνο καλύπτει τις αμυντικές δεσμεύσεις της, αλλά έχει δυσανάλογα στους ώμους της ως προς το ΝΑΤΟ τη θέληση να πολεμήσει, αν αυτό χρειαστεί.