Οριστικό είναι το κούρεμα των εφάπαξ για μια σειρά ασφαλισμένων, μετά την νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το ανώτατο δικαστήριο σε πιλοτική δίκη έκρινε ότι ορθώς εξαιρούνται από τον υπολογισμό του εφάπαξ, τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας και «μετράνε» μόνο οι 12 μισθοί. Μάλιστα με την απόφαση του ΣτΕ, δεν επιστρέφονται ούτε οι εισφορές που παρακρατήθηκαν επί των δώρων!
Πρόκειται για την υπ. αρ. 583/2021 απόφαση του Α΄ τμήματος 7μελούς του ΣτΕ, επί της αγωγής πρώην τραπεζικών υπαλλήλων κατά του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και του Ελληνικού Δημοσίου σχετικά με το μη υπολογισμό των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας στις αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εφάπαξ παροχή.
Με εκκρεμή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή, που εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την 11/2019 πράξη της Επιτροπής του άρθρ. 1 ν. 3900/2010, οι ενάγοντες, πρώην τραπεζικοί υπάλληλοι, ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, δηλαδή του «ΕΝΙΑΙΟΥ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) και Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλουν νομιμοτόκως ως αποζημίωση σύμφωνα τα άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ, άλλως το άρθρ. 904 ΑΚ, αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στις περικοπές που υπέστη κάθε ένας από αυτούς στην εφάπαξ παροχή του κατ΄ εφαρμογή της του δεύτερου εδαφίου της υποπερίπτ. αα της περ. α της παρ. 4 του άρθρου 35 του ν. 4387/2016, που ορίζει ότι τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας δεν συμπεριλαμβάνονται στις αποδοχές επί των οποίων αυτή υπολογίζεται.
Με την απόφαση του ΣτΕ επικυρώνεται η πρόβλεψη του νόμου Κατρούγκαλου (4387/2016), με την οποία αφαιρέθηκαν τα Δώρα από τον υπολογισμό του εφάπαξ για τα έτη έως το 2013. Ειδικότερα ο ν. 4387 προβλέπει τον διαχωρισμό του εφάπαξ σε δύο τμήματα:
- Το πρώτο αφορά το ποσό που έχουν κατοχυρώσει οι ασφαλισμένοι με τα έτη ασφάλισης και τις εισφορές τους ως τις 31/12/2013.
- Το δεύτερο τμήμα είναι το ποσό που αντιστοιχεί στα έτη και τις εισφορές από 1ης/1/2014 και εφεξής.
Όμως, για το εφάπαξ μέχρι 31/12/2013 ο νόμος άλλαξε τη βάση υπολογισμού και ορίζει πλέον ότι θα προκύπτει με το 60% του μέσου όρου μηνιαίων αποδοχών της 5ετίας 2009-2013 χωρίς να υπολογίζονται στις αποδοχές αυτές τα Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας.
Για τα έτη από το 2014 και μετά, θεσπίστηκε η άτοκη επιστροφή των εισφορών, χωρίς όμως να υπολογίζονται οι εισφορές επί των δώρων.
Το σκεπτικό του ΣτΕ
Στην απόφασή του το ανώτατο δικαστήριο εξηγεί τους 8 λόγους για τους οποίους έκρινε ότι είναι σύννομη η αφαίρεση από των δώρων από τον υπολογισμό του εφάπαξ. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι:
- Ναι μεν η επίμαχη ρύθμιση, η εξαίρεση δηλαδή των επιδομάτων από τη βάση υπολογισμού των αποδοχών, οδηγεί σε μείωση του αριθμού των μισθών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της παροχή, όμως με αυτήν δεν θεσπίζεται ανώτατο όριο στο καταβαλλόμενο εισόδημα, διότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων αναπροσαρμογής του τρόπου απονομής της εφάπαξ παροχής, σύμφωνα με τον οποίο, ο νομοθέτης, κάνοντας χρήση της ευχέρειάς του να επιλέγει τον τρόπο υπολογισμού των παροχών και να καθορίζει τις αποδοχές που λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη για τον υπολογισμό αυτόν, νομίμως δεν συμπεριέλαβε τα επίμαχα επιδόματα στη βάση υπολογισμού του εφάπαξ, αντιστάθμισε δε τη μείωση που προκύπτει από τον περιορισμό αυτόν με άλλες ρυθμίσεις, όπως τον υπολογισμό της παροχής επί όλων των αποδοχών που καταβλήθηκαν μηνιαίως, την κατάργηση του «πλαφόν» των 32 ετών, καθώς και την εφαρμογή ποσοστού αναπλήρωσης ώστε να υπάρχει ανταποδοτικότητα εισφορών - παροχών. Κρίθηκε αβάσιμος ο λόγος ότι η διάταξη του άρθρου 35 του ν.4387/2016 θέτει ανώτατο όριο στην εφάπαξ παροχή, το οποίο είναι αντίθετο προς την αρχή της ανταποδοτικότητας, όπως αυτή καθορίζεται από τα άρθρα 22 παρ. 5 και 4 παρ.1 του Συντάγματος.
- Δεν παραβιάζεται ο κανόνας της μη αναδρομικότητας των κοινωνικοασφαλιστικών παρεμβάσεων καθώς κρίθηκε ότι οι αναγκαίες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη επεμβάσεις για την προστασία της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα και τη διασφάλιση της ακεραιότητας του ασφαλιστικού κεφαλαίου του επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη μείωση των απονεμόμενων ασφαλιστικών παροχών, μεταξύ των οποίων και των εφάπαξ παροχών, όταν το ασφαλιστικό κεφάλαιο δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών αυτών, το ύψος δε της κρατικής χρηματοδότησης του οικείου κοινωνικοασφαλιστικού οργανισμού. Η μείωση δε αυτή είναι δυνατή όχι μόνο για το μέλλον, αλλά και για το παρελθόν, υπό την έννοια ότι επιτρεπτώς καταλαμβάνει και εκκρεμείς αιτήσεις για τη χορήγηση ασφαλιστικών παροχών.
- Απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο λόγος ότι η ρύθμιση δεν στηρίζεται σε ειδική και εμπεριστατωμένη μελέτη, από την οποία να αποδεικνύεται ότι με τον περιορισμό του ορίου της εφάπαξ παροχής μέσω του μη υπολογισμού στις αποδοχές τους των δώρων εορτών και του επιδόματος άδειας θα επιτευχθεί η βιωσιμότητα του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.,
- Η παράγραφος 4 περίπτ. α του άρθρου 35 του ν. 4387/2016, κατά το μέρος που εξαιρεί τα δώρα εορτών και το επίδομα άδειας από τη βάση υπολογισμού της εφάπαξ παροχής, δεν είναι αντίθετη με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4443/2016, με τον οποίο, μεταξύ άλλων, ενσωματώθηκαν οι οδηγίες 2000/43/ΕΚ, 2000/78/ΕΚ και 2014/54/ΕΕ, καθώς δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή γενεαλογικών καταβολών.
- Σε σχέση με το λόγο ότι η εξαίρεση των Ταμείων και Ειδικών Λογαριασμών που αναφέρονται στην παρ. 9 του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 [Τομείς Πρόνοιας του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας των Απασχολουμένων στα Σώματα Ασφαλείας (Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α.), του Ταμείου Αρωγής Λιμενικού Σώματος (Τ.Α.Λ.Σ.) και Ειδικοί Λογαριασμοί Αλληλοβοηθείας Μετοχικών Ταμείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας] από το νέο τρόπο υπολογισμού της εφάπαξ παροχής παραβιάζει την αρχή της ισότητας, κρίθηκε ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας προϋποθέτει άνιση μεταχείριση ομοειδών κατηγοριών ασφαλισμένων μέσα στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, τα δε ανωτέρω Ταμεία και Ειδικοί Λογαριασμοί δεν εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και δεν έχουν ενταχθεί στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
- Σε σχέση με το λόγο ότι η επίμαχη διάταξη παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας κρίθηκε ότι δεν προκύπτει ότι επήλθε μείωση των εφάπαξ παροχών των εναγομένων, η οποία να συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας τους ούτε ότι ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος αυτών, αντιθέτως, οι ενάγοντες έλαβαν ποσά αυξημένα σε σχέση με αυτά που θα ελάμβαναν αν η παροχή υπολογιζόταν με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, οι δε μειώσεις που επέρχονται σε 11 από τους 50 ενάγοντες δεν είναι σημαντικές και δικαιολογούνται λόγω των ελλειμμάτων των ταμείων τους.
- Κρίθηκε αβάσιμος ο λόγος ότι παραβιάζεται η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, διότι ανατρέπεται το περιεχόμενο του ετήσιου μισθού που υπολογίζεται ως βάση για τον υπολογισμό του εφάπαξ σε σχέση με όσα προβλέπονται στο άρθρο 25 παρ.2 του καταστατικού του πρώην Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος.
- Η αξίωση καθενός από τους ενάγοντες έναντι του εναγόμενου Ταμείου για την καταβολή της εφάπαξ παροχής στο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, που αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής τους, δεν συντρέχει μείωση της περιουσίας τους μέσω της περικοπής της συνταξιοδοτικής παροχής τους αλλά της αποτροπή αύξησής της στο ύψος που προσδοκούν οι ενάγοντες. Εξάλλου, με το εν λόγω άρθρο του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α. δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σύνταξης ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες κάθε φορά συνθήκες.
Μετά την επίλυση με καταφατική κρίση των εισαχθέντων στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητημάτων, απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της αγωγής, καθώς και το επικουρικό αίτημα των εναγόντων να τους επιστραφούν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες οι εισφορές που είχαν καταβάλλει για τα δώρα εορτών και επίδομα άδειας όλων των ετών ασφάλισής τους, δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές και οι ασφαλιστικές παροχές δεν είναι επιβεβλημένο ούτε από τη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε από τις γενικές αρχές του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως να καθορίζονται επί της ιδίας βάσης.