Οικονομία

Οι αποφάσεις του ΣτΕ για δώρα-συντάξεις έφεραν την αναβάθμιση


Νέα αναβάθμιση μέσα στο επόμενο 12μηνο από Standard & Poor's, αν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και μειωθούν τα κόκκινα δάνεια

Χάρη στις ευνοϊκές για το Δημόσιο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις, αλλά και στο γεγονός ότι δεν υπήρξαν εκροές καταθέσεων μετά την άρση των τελευταίων περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, η Standard & Poor's προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ-, ενώ ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει και σε νέα αναβάθμιση μέσα στο προσεχές 12μηνο, αν η κυβέρνηση συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια.

Ο κορυφαίος αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης ανέβασε τη βαθμολογία της Ελλάδας από το Β+ στο ΒΒ-, δηλαδή από την κατηγορία «ακραία κερδοσκοπικών» τίτλων σε αυτή των απλώς «κερδοσκοπικών, ενώ θα χρειασθεί να ανεβούμε άλλα τρία «σκαλοπάτια» για να φθάσουμε στην επενδυτική βαθμίδα της S&P, μια αναβάθμιση που συνδέεται με την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, αλλά και την είσοδο στα ελληνικά ομόλογα των μεγάλων, συντηρητικών χαρτοφυλακίων, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία, που απαγορεύεται να επενδύουν σε κερδοσκοπικούς τίτλους.

Όπως τονίζει η S&P, προβλέπει προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5% κατά μέσο όρο την περίοδο 2019 – 2022, την οποία θα τροφοδοτήσει, κυρίως, η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης. Ο οίκος επισημαίνει ότι οι τελευταίοι κεφαλαιακοί περιορισμοί άρθηκαν χωρίς αρνητικές συνέπειες (δεν υπήρξαν εκροές καταθέσεων) και οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι εξασθένησαν, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, αναφορικά με τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις.

Ειδικότερα, αν και η απόφαση του ΣτΕ για τις συντάξεις θα οδηγήσει σε επανυπολογισμό τους για το μέλλον, το σημαντικό στοιχείο για τον οίκο είναι ότι η απόφαση δεν έχει αναδρομική ισχύ, ενώ η νομοθετική ρύθμιση, στην οποία θα προχωρήσει η κυβέρνηση, θα περιορίζει τις αναδρομικές καταβολές σε μικρή χρονική περίοδο μηνών, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση.

Η θετική προοπτική που διατηρείται από τον οίκο (positive outlook) σημαίνει, όπως τονίζεται, ότι μέσα στο επόμενο 12μηνο, εάν η κυβέρνηση συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης και τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, θα υπάρξει και νέα αναβάθμιση της αξιολόγησης.

Για τις τράπεζες, ο οίκος επισημαίνει ότι χρειάζονται συστημικές λύσεις για να πετύχουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων. Τονίζει επίσης ότι η κυβέρνηση ενεργοποιεί το σχέδιο για τιτλοποιήσεις με κρατικές εγγυήσεις, που θα συμβάλει σημαντικά σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ διατηρεί «παγωμένη» την εφαρμογή του σχεδίου που έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος.

Όπως τονίζεται, η επιτυχής εφαρμογή των σχεδίων για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο νέας αναβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, καθώς θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα στο μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία. Δηλαδή θα αυξάνονταν οι χορηγήσεις δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που εξακολουθούν να κινούνται με αρνητικό ρυθμό, παρά τη βελτίωση των χορηγήσεων στον επιχειρηματικό τομέα.

Ο οίκος σημειώνει ότι, μετά τις εκλογές του Ιουλίου, η νέα κεντροδεξιά κυβέρνηση εστιάζει στην εφαρμογή του οικονομικού της προγράμματος, το οποίο στοχεύει στη μείωση των φορολογικών βαρών και την υποστήριξη των επενδύσεων.

Η S&P είναι αρκετά αισιόδοξη για την ανάπτυξη, αν και δεν συμμερίζεται το στόχο για αύξηση πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,8% το 2020. Εκτιμά ότι φέτος ο ρυθμός θα κλείσει σε 2% και το 2020 θα αυξηθεί σε 2,5%, χάρη στα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που θα υποστηρίξουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ακολούθως, ο ρυθμός θα αυξηθεί σε 2,7% το 2021 και 2,9% το 2022.

Για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2020, λαμβανομένων υπόψη και των μέτρων που περιλαμβάνονται στο νέο προϋπολογισμό, η S&P εκτιμά ότι ο στόχος για 3,5% του ΑΕΠ θα επιτευχθεί και αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του χρέους, από 174% φέτος σε 166% τον επόμενο χρόνο. Χωρίς να υπολογίζεται το «μαξιλάρι» ρευστότητας, το χρέος θα υποχωρήσει στο 150% το 2020 και κάτω από 140% το 2022. Ο βαθμός μείωσης του χρέους θα εξαρτηθεί από το κόστος που θα έχει η υποστήριξη των τραπεζών με κρατικές εγγυήσεις και από τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις.

Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό, μόλις 1,6% φέτος, ενώ η Ελλάδα επωφελείται από τα χαμηλά επιτόκια στην ευρωζώνη και θα καταφέρει να το μειώσει περαιτέρω. Ακόμη και με τις αυξημένες εκδόσεις χρέους που προγραμματίζονται, το μέρος του ελληνικού χρέους που διαπραγματεύεται στις αγορές, δηλαδή αν αφαιρεθούν από το χρέος τα δάνεια του επίσημου τομέα, είναι πολύ χαμηλό και θα παραμείνει κάτω από το 20% του συνολικού χρέους ως το 2021. Η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους στο τέλος του 2019 θα είναι 21 χρόνια.

s&p_table

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις