Νέος βασικός μέτοχος του ΟΛΠ καθίσταται και επισήμως η Cosco καθώς μετά την βελτιωμένη δεσμευτική προσφορά που έκανε αποδεκτή το ΤΑΙΠΕΔ αποκτά το 67% της εταιρίας. Κατά την αξιολόγηση της βελτιωτικής οικονομικής προσφοράς, το ΤΑΙΠΕΔ έλαβε υπόψη καθεμία από τις αποτιμήσεις, τις οποίες εκπόνησαν δύο διαφορετικοί αποτιμητές για τον ΟΛΠ. Τo ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ ανακήρυξε την παραπάνω εταιρεία πλειοδότη και την κάλεσε να υποβάλει τα συμπληρωματικά δικαιολογητικά που απαιτούνται προκειμένου να ανακηρυχθεί «Προτιμώμενος Επενδυτής», σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού. Με αυτόν τον τρόπο η κινέζικη Cosco συνεχίζει την επενδυτική πολιτική στο λιμάνι του Πειραιά, έχοντας στο στόχαστρο των ευρύτερο κλάδο των logistics (π.χ Θριάσιο, σιδηροδρομικό δίκτυο), γεγονός που θα αποτελέσει κομβικής σημασίας πύλη εισόδου της Ασίας στις αγορές της Ευρώπης. Αναφορικά με την υπόθεση ΟΛΠ, η συνολική αξία της συμφωνίας ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το ανωτέρο deal των 368,5 εκατ. ευρώ, υποχρεωτικές επενδύσεις ύψους 350 εκατ. ευρώ την επόμενη δεκαετία και τα αναμενόμενα έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου από τη Σύμβαση Παραχώρησης (αντάλλαγμα παραχώρησης σε ποσοστό 3,5% του κύκλου εργασιών του ΟΛΠ), αναμενόμενου συνολικού ύψους της τάξης των 410 εκατ. ευρώ. Στο συνολικό ποσό λαμβάνονται επίσης υπόψη τα αναμενόμενα μερίσματα και οι τόκοι που θα εισπραχθούν από το ΤΑΙΠΕΔ, καθώς και οι εκτιμώμενες (πέραν των ελάχιστων υποχρεωτικών) επενδύσεις μέχρι την λήξη της παραχώρησης το 2052. Εν κατακλείδι, η τελευταία δεσμευτική προσφορά της Cosco ανέρχεται στο αντίτιμο των 22 ευρώ/μετοχή με την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία να διαμορφώνεται στα 12,95 ευρώ, και την πρώτη προσφορά στα 17,5 ευρώ.
Λεπτομέρειες, το βέτο του Δημοσίου και οι υποχρεώσεις της Cosco
Έμφαση κατά προτεραιότητα καλείται να δώσει η Cosco στην κρουαζιέρα και στη ναυπηγοεπισκευή με υποχρεωτικές επενδύσεις. Βασικό στοιχείο της εν λόγω συμφωνίας είναι το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση της μετοχής του ταμπλό στο ΧΑ διατηρείται κανονικά, ενώ δεν πωλούνται λιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς το Ελληνικό Δημόσιο διατηρεί δικαίωμα βέτο σε ζητήματα όπως:
-Η αποχώρηση της εταιρίας από το Χ.Α,
-Η μεταφορά της έδρας εκτός Ελλάδας
-και οποιαδήποτε άλλη απόφαση που είναι σε παράβαση της Σύμβασης Παραχώρησης.
Παράλληλα, το Ελληνικό Δημόσιο διατηρεί 23% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΛΠ και 3 θέσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο μέχρι την μεταβίβαση του 16%. Μετά την μεταβίβαση του 16%, το Δημόσιο παραμένει με 7% και μία θέση στο ΔΣ.
-Επίσης, το ελληνικό δημόσιο θα συνεχίσει να διαχειρίζεται / εποπτεύει όλες τις διοικητικές λειτουργίες του λιμένα και τις λιμενικές υποδομές που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες, μέσω της νέας Αρχής Λιμένος.
-Παράλληλα, δεν πωλούνται οι λιμενικές εγκαταστάσεις, αλλά ο ΟΛΠ, η εταιρεία που λειτουργεί ως παραχωρησιούχος τους μέχρι το 2052.
-Με την λήξη της σύμβασης παραχώρησης, η διαχείριση όλων των λιμενικών υποδομών, πλήρως λειτουργικών επιστρέφεται στο ελληνικό δημόσιο μαζί με όλες τις επενδύσεις και υποδομές που έχουν αναπτυχθεί και υλοποιηθεί και απαιτούνται για την λειτουργία τους.
Σε άλλα στοιχεία, οι δύο ανεξάρτητοι αποτιμητές έδωσαν εύρος αποτίμησης για τον ΟΛΠ από 18,4 έως 21,2 ευρώ ανά μετοχή. Η πρώτη οικονομική προσφορά της COSCO (Hong Kong) Group Limited ήταν 17,5 ευρώ ανά μετοχή, ήτοι 293,125 εκατ. ευρώ για το ποσοστό του 67% του ΟΛΠ που αντιστοιχεί σε κεφαλαιοποίηση ύψους 437,5 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΤΑΙΠΕΔ
Εξαιρετικής σημασίας εξέλιξη για το ΤΑΙΠΕΔ και το Ελληνικό Δημόσιο αποτελεί η σημερινή υποβολή σημαντικά βελτιωμένης προσφοράς από την Cosco Group (Hong Kong) Limited για την απόκτηση του 67% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς ΑΕ, στο πλαίσιο διεθνούς διαγωνισμού.
Η Cosco Group (Hong Kong) Limited, ανταποκρινόμενη στο αίτημα του ΤΑΙΠΕΔ, κατέθεσε σήμερα βελτιωτική δεσμευτική προσφορά για την απόκτηση του 67% της εταιρείας ΟΛΠ ΑΕ, προσφέροντας τίμημα 22 ευρώ ανά μετοχή, ήτοι 368,5 εκατ. ευρώ για το ποσοστό του 67%. Κατά την αξιολόγηση της βελτιωτικής οικονομικής προσφοράς, το ΤΑΙΠΕΔ έλαβε υπόψη καθεμία από τις αποτιμήσεις, τις οποίες εκπόνησαν δύο (2) διαφορετικοί αποτιμητές για τον ΟΛΠ.
Με την εξέλιξη αυτή επιτυγχάνεται, με απόλυτη επιτυχία, ένα ιδιαίτερα σημαντικό ορόσημο του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, σύμφωνα και με τις δεσμεύσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η συνολική αξία της συμφωνίας ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ανωτέρω προσφορά των 368,5 εκατ. ευρώ, υποχρεωτικές επενδύσεις ύψους 350 εκατ. ευρώ την επόμενη δεκαετία και τα αναμενόμενα έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου από τη Σύμβαση Παραχώρησης (αντάλλαγμα παραχώρησης σε ποσοστό 3,5% του κύκλου εργασιών του ΟΛΠ), αναμενόμενου συνολικού ύψους της τάξης των 410 εκατ. ευρώ. Στο συνολικό ποσό λαμβάνονται επίσης υπόψη τα αναμενόμενα μερίσματα και οι τόκοι που θα εισπραχθούν από το ΤΑΙΠΕΔ, καθώς και οι εκτιμώμενες (πέραν των ελάχιστων υποχρεωτικών) επενδύσεις μέχρι την λήξη της παραχώρησης το 2052.
Η συναλλαγή διαρθρώνεται σε δύο στάδια: Στο πρώτο στάδιο η Cosco Group (Hong Kong) Limited θα καταβάλει ποσό ύψους 280,5 εκατ. ευρώ στο ΤΑΙΠΕΔ και θα καταστεί μέτοχος 51% του ΟΛΠ. Εντός διαστήματος πέντε ετών, εφόσον έχει εκπληρώσει ορισμένους όρους που περιγράφονται στη Συμφωνία Αγοράς Μετοχών (SPA), συμπεριλαμβανομένης της επιτυχούς ολοκλήρωσης των υποχρεωτικών επενδύσεων, η Cosco Cosco Group (Hong Kong) Limited θα καταβάλει στο ΤΑΙΠΕΔ επιπλέον 88 εκατ. ευρώ και θα αυξήσει το μερίδιό της στην ΟΛΠ από 51% σε 67% (δεύτερο στάδιο).
Το Ελληνικό Δημόσιο θα επωφεληθεί επίσης από πληρωμές μερισμάτων για το ποσοστό 16% μέχρι την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης καθώς και από τις πληρωμές τόκων για τα αντίστοιχα κεφάλαια που θα έχουν κατατεθεί από την Cosco Group (Hong Kong) Limited ως εγγύηση για την απόκτηση του υπολοίπου ποσοστού του ΟΛΠ, καθώς και από τη διανομή μερίσματος για το υπολειπόμενο ποσοστό του 7%, το οποίο το ΤΑΙΠΕΔ θα συνεχίσει να κατέχει.
Ο φάκελος του διαγωνισμού θα υποβληθεί άμεσα στο Ελεγκτικό Συνέδριο για προσυμβατικό έλεγχο, η δε σύμβαση αγοραπωλησίας μετοχών θα υπογραφεί μετά την έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Η ολοκλήρωση της συναλλαγής τελεί υπό την αίρεση των εγκρίσεων από τις αρμόδιες αρχές και την ικανοποίηση ορισμένων περαιτέρω προϋποθέσεων που προβλέπονται στη σύμβαση αγοραπωλησίας μετοχών.
Η Morgan Stanley και η Τράπεζα Πειραιώς ενήργησαν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι, οι Freshfields Bruckhaus Deringer LLP και οι Αλεξίου – Κοσμόπουλος Εταιρεία Δικηγόρων ενήργησαν ως νομικοί σύμβουλοι, οι Hamburg Port Consulting (HPC) και η Marnet ενήργησαν ως τεχνικοί σύμβουλοι, για λογαριασμό του ΤΑΙΠΕΔ.