Το ΣτΕ δικαιώνει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ στην αντιπαράθεση του με την κυβέρνηση για το θέμα των υποκλοπών, κρίνοντας αντισυνταγματική τη διάταξη που ψήφισε η κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία και επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να αρνούνται να ενημερώσουν θύματα υποκλοπών για τους λόγους παρακολούθησης τους.
) Το ΣτΕ έκρινε μη νόμιμη την άρνηση της ΑΔΑΕ να ενημερώσει τον Ν. Ανδρουλάκη για τους λόγους άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου του. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισε την απόφαση «ήττα της κυβέρνησης της ΝΔ, που έφτιαξε έναν αντισυνταγματικό νόμο με μόνο στόχο να καλύψει το παρακράτος των υποκλοπών. Είναι μια νίκη των θεσμών και του κράτους δικαίου, απέναντι στο παρακράτος των υποκλοπών»,
Πηγές κυβέρνησης της κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι η απόφαση αφορά το παρελθόν και δεν καταλαμβάνει τη νεότερη διάταξη του 2022.
Με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος η Ευαγγελία Νίκα και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Μαρλένα Τριπολιτσιώτη) γίνεται μερικά δεκτή η αίτηση ακύρωσης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλακη για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του και η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στην Α.Δ.Α.Ε. για νέα, νόμιμη κρίση.
Αναλυτικότερα, το ΣτΕ έκρινε:
«Η ρύθμιση του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, με το οποίο θεσπίσθηκε στην περίπτωση επιβολής του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας ενημέρωσης του θιγόμενου, μετά τη λήξη του μέτρου, ακόμη και όταν δεν υφίσταται διακινδύνευση των σκοπών εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στην επιβολή του, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δικαίου, και, συνεπώς, αντίκειται στα άρθρα 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ και είναι ανίσχυρη.
Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που ερείδεται στην ανωτέρω ανίσχυρη διάταξη, είναι μη νόμιμη, και για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, η πράξη αυτή να ακυρωθεί εν μέρει και η υπόθεση να αναπεμφθεί στην Α.Δ.Α.Ε. για νέα, νόμιμη κρίση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την κριθείσα ως ανίσχυρη διάταξη του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, διότι, όπως έγινε δεκτό, ο νεώτερος ν. 5002/2022 δεν είναι εφαρμοστέος σε εκκρεμή αιτήματα γνωστοποίησης στον θιγόμενο μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του ληφθέντος υπό προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς· τούτο δε διότι με τον νεώτερο αυτό νόμο εισήχθη ένα νέο νομοθετικό καθεστώς που καταλαμβάνει όλη τη διαδικασία επιβολής της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, από την υποβολή του σχετικού αιτήματος και την έγκριση του επίμαχου μέτρου έως την γνωστοποίηση της άρσης του.
Το καθεστώς αυτό αποτελεί ένα σύστημα με εσωτερική συνοχή, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις του οποίου προσιδιάζουν στις αιτήσεις άρσης του απορρήτου που υποβάλλονται δυνάμει του διατάξεών του, προκειμένου να διεκπεραιωθούν κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του και τις εγγυήσεις που το ίδιο θεσπίζει.
Τούτο επιρρωνύεται από την απουσία μεταβατικών διατάξεων, ισχύει δε κατά μείζονα λόγο προκειμένου για πολιτικά πρόσωπα, όπως ο αιτών, για τα οποία προβλέπεται ειδική δημόσια αρχή για την κίνηση της διαδικασίας υποβολής του αιτήματος άρσης του απορρήτου και ειδικό όργανο για την χορήγηση της πρώτης από τις δύο συνολικά απαιτούμενες άδειες έγκρισής του».
Παράλληλα, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι «η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα του αιτούντος να ενημερωθούν ο Πρόεδρος της Βουλής και οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων για το περιεχόμενο της εισαγγελικής διάταξης περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, αιτιολογείται νομίμως, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος».
ΑΠΕ-ΜΠΕ