Με τη συμπλήρωση δύο χρόνων στην εξουσία, η κυβέρνηση της ΝΔ πέτυχε κάτι που δεν κατάφερε άλλη ελληνική κυβέρνηση μετά το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης: Διατηρεί την υποστήριξη που είχε από τους ψηφοφόρους, διευρύνοντας μάλιστα τη διαφορά από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Αυτή η επιτυχία μπορεί να εξηγηθεί με λίγες λέξεις: κοινή λογική, σχεδιασμός και αποτελεσματικότητα στην υλοποίησή του.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ανήλθε στην εξουσία υποσχόμενος ότι θα αλλάξει την Ευρώπη, θα διαγράψει το εθνικό χρέος, ή ότι θα χαρίσει τα χρέη των ιδιωτών. Είπε στους Έλληνες ότι υπάρχει ένας άλλος δρόμος για να κατακτηθεί η ευημερία: Μέσα από τον ορθολογικό σχεδιασμό, τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται η κοινωνία και η οικονομία για να ξεπερασθούν αγκυλώσεις δεκαετιών. Εξήγησε ότι ήλθε επιτέλους η ώρα να δημιουργήσουμε πλούτο στη χώρα, όχι να μοιράσουμε «δίκαια» την φτώχεια. Να απελευθερώσουμε τις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που ασφυκτιούσαν υπό την παρουσία ενός τερατώδους κράτους.
Ύστερα από τη μακρά δοκιμασία και τις ακρότητες που σημάδεψαν τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι ψηφοφόροι εμπιστεύθηκαν τον Κυριάκου Μητσοτάκη. ή τουλάχιστον πείστηκαν να δοκιμάσουν την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά του..
Σε αυτά τα δύο χρόνια διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία ασφαλώς δεν δικαιώθηκαν όλες οι προσδοκίες όλων των ψηφοφόρων της. Ομως, σε τρία βασικά πεδία οι πολίτες είδαν την κυβέρνηση Μητσοτάκη να ξεπερνά τις προσδοκίες τους:
Οικονομία, μέτρα στήριξης
Στην οικονομία, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση κλήθηκε σχεδόν από την αρχή της θητείας της να διαχειρισθεί μια πρωτοφανή παγκόσμια κρίση, που προκλήθηκε από την πανδημία κορονοϊού, το οικονομικό επιτελείο υπό τον Χρήστο Σταϊκούρα κατάφερε να κρατήσει μια δύσκολη ισορροπία.
Από τη μια, έκανε ό,τι χρειάζεται για να στηρίξει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, αποτρέποντας τη μαζική ανεργία και τα «λουκέτα» επιχειρήσεων, με μέτρα στήριξης το κόστος των οποίων ξεπέρασε τα 40 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, όμως, δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή όπου να αμφισβητηθεί ότι η κυβέρνηση, σε αυτές τις ακραίες συνθήκες, διατήρησε τον δημοσιονομικό έλεγχο. Αυτό αναγνωρίσθηκε σε αλλεπάλληλες αξιολογήσεις από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που για πρώτη φορά ενέταξε τα ελληνικά ομόλογα σε πρόγραμμα αγοράς τίτλων, αλλά και από τους επενδυτές της αγοράς ομολόγων, οι οποίοι δανείζουν τη χώρα με ιστορικά χαμηλά επιτόκια.
Μια απλή σύγκριση είναι αρκετή για να καταδειχθεί το μέγεθος αυτής της επιτυχίας: Στις 23 Ιουλίου, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ήταν 0,668%, ελάχιστα υψηλότερη από του αντίστοιχου ιταλικού τίτλου (0,637%). Οταν η χώρα βγήκε από το τρίτο μνημόνιο, το καλοκαίρι του 2018, η απόδοση του ήταν περίπου 4%, έναντι 2,7% για το ιταλικό 10ετές ομόλογο.
Σε δυσμενείς συνθήκες προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις με υψηλό βαθμό δυσκολίας ακόμη και σε καλές εποχές, όπως η καθιέρωση του νέου πτωχευτικού κώδικα και το σχέδιο εξυγίανσης των τραπεζών μέσω του προγράμματος «Ηρακλής».
Αναμφίβολα, οι πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία δεν επέτρεψαν στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να εφαρμόσει αδιατάρακτα το προεκλογικό της πρόγραμμα για την οικονομία. Όμως, οι χειρισμοί που έγιναν επέτρεψαν κάτι που δεν ήταν δεδομένο τον Μάρτιο του 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία: η χώρα, με όλες τις αδυναμίες της, μπήκε για δεύτερη φορά σε μια μεγάλη παγκόσμια κρίση. Ομως, σε αντίθεση με όσα ζήσαμε στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – 2009, αποφεύχθηκε μια νέα κατάρρευση και στήθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη της επόμενης ημέρας, με βασικό μοχλό τα κεφάλαια των 32 δισ. ευρώ από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.
Τα ελληνοτουρκικά
Στην εξωτερική πολιτική, η κυβέρνηση κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους επιθετικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας, τηρώντας μια επίσης δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην αταλάντευτη υπεράσπιση των εθνικών δικαίων και στη συνετή διπλωματία. Απέτρεψε έτσι ένα θερμό επεισόδιο με άκρως επικίνδυνη εξέλιξη, το οποίο φάνηκε να επιδιώκει, το καλοκαίρι του 2020, ο Ταγίπ Ερντογάν.
Τα γεγονότα του Μαρτίου 2020, όταν η Άγκυρα προσπάθησε να μετατρέψει σε «όπλο» ατυχείς πρόσφυγες, κατέδειξαν ότι η κυβέρνηση είχε την ετοιμότητα και την αποφασιστικότητα να σταματήσει αυτόν τον σχεδιασμό του Ερντογάν, συσπειρώνοντας μάλιστα τους Ευρωπαίους εταίρους απέναντι στην Τουρκία.
Στα γεγονότα του καλοκαιριού του 2020, η κυβέρνηση κατάφερε να κρατήσει άριστα την ισορροπία ανάμεσα στη στιβαρή αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας σε Αιγαίο- Αν. Μεσόγειο και στην αποτροπή ενός θερμού επεισοδίου. Ακολούθως, μπήκε στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, αλλά χωρίς να επιτρέψει στην Άγκυρα να αλλάξει την ατζέντα των συνομιλιών για να τις μετατρέψει σε χαοτικό παζάρι για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας.
Οι Έλληνες πολίτες είδαν πρώτη φορά έναν υπουργό Εξωτερικών, τον Νίκο Δένδια, να αναπτύσσει τις ελληνικές θέσεις στην τουρκική πρωτεύουσα, μπροστά στον Τούρκο ομόλογό του, με καθαρότητα και αποφασιστικότητα. Για πρώτη φορά, επίσης, οι Έλληνες πολίτες είδαν μία κυβέρνηση να αναπτύσσει τόσο συστηματικά σχέσεις στενής συνεργασίας με ισχυρές δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής, από το Ισραήλ μέχρι τις χώρες του αραβικού κόσμου (Αίγυπτος, Σ. Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), συγκροτώντας ένα μπλοκ ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας και επεκτατικότητας.
Εξάλλου, με την ιστορική επιτυχία της συμφωνίας για ΑΟΖ με την Αίγυπτο, η Ελλάδα απέδειξε στη διεθνή κοινότητα ότι είναι δυνατός ο καθορισμός των θαλάσσιων ζωνών με όρους Δικαίου της Θάλασσας στην περιοχή μας και μόνο η κακόπιστη στάση της Τουρκίας δεν επιτρέπει μια διευθέτηση με ειρηνικό τρόπο.
Η διαχείριση της πανδημίας
Στη διαχείριση της πανδημίας η κυβέρνηση βρέθηκε σε αχαρτογράφητα νερά. Κατάφερε όμως σε γενικές γραμμές, όχι μόνο να αποτρέψει μια ακραία δυσμενή εξέλιξη, που θα ήταν η κατάρρευση του συστήματος Υγείας υπό το βάρος μιας ανεξέλεγκτης μετάδοσης του ιού, αλλά και να αναγνωρισθεί διεθνώς ότι αντιμετώπισε με αποτελεσματικότητα αυτή την υγειονομική κρίση.
Ασφαλώς η κρίση αυτή δεν έχει τελειώσει, καθώς η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε αρκετή απόσταση από τους στόχους του εμβολιαστικού προγράμματος που θα δημιουργήσουν το τείχος ανοσίας. Η προσπάθεια συνεχίζεται, με πρώτο ζητούμενο να αποτραπούν νέα lockdown με καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία.
«Η ουσία της καλής κυβέρνησης είναι η εμπιστοσύνη», έχει πει η Καθλίν Σεμπέλιους, υπουργός Υγείας του Μπαράκ Ομπάμα, που προώθησε τη μεγάλη μεταρρύθμισή του στο σύστημα δημόσιας υγείας και περίθαλψης.
Μετά από δύο χρόνια στην εξουσία και αφού κλήθηκε να διαχειρισθεί αλλεπάλληλες κρίσεις στην υγεία, την οικονομία και την εξωτερική πολιτική, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται ότι έχει ακόμη την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας. Αυτό είναι ένα επίτευγμα εξαιρετικής σημασίας.
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών