Παρότι η Ινδία διαθέτει τη δεύτερη μεγαλύτερη ψηφιακή αγορά στον κόσμο, με πάνω από 800 εκατ. χρήστες internet και smartphones, παραμένει εξαρτημένη από ξένες πλατφόρμες όπως το WhatsApp, το Instagram και το X (πρώην Twitter). Η έλλειψη μιας ισχυρής, εγχώριας εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης ή ανταλλαγής μηνυμάτων προκαλεί απορία, ειδικά για μια χώρα που έχει ήδη γεννήσει τεχνολογικούς «μονόκερους» στο fintech και το e-commerce (ηλεκτρονικό εμπόριο).
Η νέα εφαρμογή Arattai, που σημαίνει «κουβέντα» (chat) στα Ταμίλ, φιλοδοξεί να αλλάξει αυτό το αφήγημα. Πλασάρεται ως «το WhatsApp της Ινδίας», με φιλικό περιβάλλον, υποστήριξη τοπικών γλωσσών και σύνθημα την ψηφιακή ανεξαρτησία.
Πίσω της βρίσκεται ένας από τους πιο ισχυρούς και σταθερούς παίκτες της ινδικής τεχνολογικής σκηνής: η Zoho Corporation, εταιρεία λογισμικού με ετήσια έσοδα 1 δισ. δολαρίων και κέρδη άνω των 300 εκατ.
Από το Koo στο Arattai: Το "deja vu" των ινδικών apps
Η Ινδία έχει προσπαθήσει ξανά να «απογαλακτιστεί» από τα αμερικανικά δίκτυα. Το 2020, οι επιχειρηματίες Aprameya Radhakrishna και Mayank Bidawatka λάνσαραν το Koo, ένα microblogging app που διαφημίστηκε ως το «Twitter των μη αγγλόφωνων».
Μέσα σε μόλις 18 μήνες, το Koo έφτασε τα 10 εκατ. downloads, υποστηρίχθηκε από υπουργούς και celebrities, και εξασφάλισε χρηματοδότηση 30 εκατ. δολαρίων με επικεφαλής την Tiger Global.
Ωστόσο, η δυναμική του κόλλησε γρήγορα. Ο "χρηματοδοτικός χειμώνας" του 2023 άδειασε τα ταμεία των startups, οι επενδυτές απομακρύνθηκαν και η πλατφόρμα δεν κατάφερε να αναπτυχθεί χωρίς νέα κεφάλαια.
«Όταν σταθεροποίησαν το προϊόν, τα χρήματα είχαν ήδη τελειώσει», εξηγεί επενδυτής της εταιρείας. Μέσα σε τρία χρόνια, το Koo πέρασε από την απογείωση στην εγκατάλειψη — αφήνοντας πίσω του ένα κενό αλλά και ένα μάθημα: η εθνική περηφάνια δεν αρκεί, χωρίς βιώσιμη υποδομή και υπομονή.
Το Arattai έχει κάτι που λείπει: "υπομονετικό κεφάλαιο"
Εδώ διαφοροποιείται το Arattai. Ο ιδρυτής της Zoho, Sridhar Vembu, είναι γνωστός για την προσήλωσή του στην ανεξάρτητη ανάπτυξη χωρίς εξωτερικά κεφάλαια. Η εταιρεία, με αποτίμηση περίπου 11 δισ. δολαρίων, έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει το project εσωτερικά, χωρίς την πίεση γρήγορης απόδοσης που επιβάλλουν τα venture capital funds.
«Ο Vembu δεν λειτουργεί με ορίζοντα τριετίας — βλέπει δεκαετία μπροστά», σχολιάζει στέλεχος της αγοράς. Και αυτό ίσως δώσει στην Arattai το χρόνο να τελειοποιήσει την τεχνολογία και να χτίσει την απαιτούμενη "network effect" βάση χρηστών.
Το ενδιαφέρον για την εφαρμογή εκτινάχθηκε όταν ο υπουργός Παιδείας της Ινδίας, Dharmendra Pradhan, την ανέφερε σε ανάρτησή του στο X τον Σεπτέμβριο. Μέσα σε τρεις ημέρες, οι νέες εγγραφές αυξήθηκαν από 3.000 σε 350.000 την ημέρα, οδηγώντας σε πάνω από 10 εκατομμύρια downloads.
Απέναντι, βέβαια, το WhatsApp μετρά περίπου 500 εκατομμύρια χρήστες στη χώρα.
Το δύσκολο κομμάτι: πώς κερδίζεις χρήστες που δεν χρειάζονται "σωτηρία"
Η μεγαλύτερη πρόκληση δεν είναι τεχνική, αλλά ψυχολογική. Οι Ινδοί χρήστες είναι βαθιά δεμένοι με τις αμερικανικές εφαρμογές, οι οποίες λειτουργούν άψογα, προσφέρουν σταθερότητα και έχουν ήδη το πλεονέκτημα της συνήθειας.
Σε αντίθεση με την Κίνα, όπου η απαγόρευση των δυτικών apps δημιούργησε χώρο για WeChat, Weibo και Douyin, η Ινδία δεν έχει πρόθεση να αποκλείσει αμερικανικές πλατφόρμες. Αυτό σημαίνει ότι οι εγχώριες εφαρμογές πρέπει να πείσουν τους χρήστες να αλλάξουν περιβάλλον οικειοθελώς.
Για να το πετύχουν, χρειάζονται διαφοροποίηση: AI υποβοήθηση, επαγγελματικά εργαλεία ενσωματωμένα στη συνομιλία, ασφαλή περιβάλλοντα για επιχειρήσεις και δημόσιες υπηρεσίες, ή ακόμη και λειτουργίες σε τοπικές γλώσσες που οι διεθνείς εφαρμογές παραμελούν.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Joyojeet Pal από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, «καμία νέα εφαρμογή δεν πετυχαίνει απλώς μιμούμενη την προηγούμενη – χρειάζεται νέα αξία, ή κρατική ώθηση».
Ψηφιακή ανεξαρτησία χωρίς απομόνωση
Η κυβέρνηση Μόντι προωθεί την πολιτική «Αυτάρκης Ινδία» (Atmanirbhar Bharat), ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη εγχώριων τεχνολογιών, χωρίς να αποκόπτει τη χώρα από τις διεθνείς αγορές.
Οικονομικοί αναλυτές όπως ο Taimur Baig (DBS) και ο Mitul Kotecha (Barclays) σημειώνουν ότι η Ινδία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα, δεν επιλέγει τον απομονωτισμό: επιδιώκει να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, ενώ παράλληλα καλλιεργεί την τεχνολογική της αυτάρκεια.
Η επιτυχία του Arattai, επομένως, θα αποτελέσει τεστ για το κατά πόσο μια ανοιχτή, δημοκρατική αγορά μπορεί να παράγει ανταγωνιστικά ψηφιακά προϊόντα χωρίς προστατευτισμό.
Αν τα καταφέρει, θα είναι κάτι παραπάνω από μια επιτυχημένη εφαρμογή. Θα είναι ένα μήνυμα προς την παγκόσμια τεχνολογική βιομηχανία, ότι η Ινδία δεν είναι απλώς χρήστης της ψηφιακής εποχής, αλλά και δημιουργός της.