Προσωπική επαφή, λογικές τιμές, αλλά και τον σωστό διανομέα / αντιπρόσωπο -που πραγματικά είναι «λαχείο» να βρει κανείς στην Ινδία- αποτελούν τα «κλειδιά» για να ξεκινήσει κάποιος εμπορική δραστηριότητα σε αυτή την αχανή αγορά, που παρέχει μεν τεράστιες ευκαιρίες, ωστόσο είναι δύσκολη στην πρόσβαση και απαιτεί υπομονή και επιμονή προκειμένου να μπορέσει κάποιος να εδραιωθεί.
Αυτά τόνισε ο γενικός σύμβουλος ΟΕΥ Β', του γραφείου Οικονομικών Εμπορικών Υποθέσεων στην ελληνική πρεσβεία στο Ν. Δελχί, Βασίλης Σκρόνιας, μιλώντας από το βήμα εκδήλωσης που διοργάνωσε στο πλαίσιο της 84ης ΔΕΘ, ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Β. Ελλάδας (ΣΕΒΕ), με τίτλο, "Η αγορά τροφίμων και ποτών της Ινδίας".
Πρόσθεσε ότι εκλείπουν πληροφορίες για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων και σημείωσε ότι, για να κερδηθούν οι Ινδοί καταναλωτές, θα πρέπει να εκπαιδευτούν μέσω διαφημιστικών εκστρατειών – που θα πρέπει να επαναλαμβάνονται συχνά – αλλά και με συμμετοχή των επιχειρήσεων που θέλουν να πετύχουν διείσδυση σε εκθέσεις τροφίμων στη χώρα, που ξεπερνούν τις 20.
Πρόσθεσε τις διαδικτυακές μορφές επαναλαμβανόμενης προβολής, τη διοργάνωση εκδηλώσεων προβολής ελληνικής γαστρονομίας-γευσιγνωσίας σε ξενοδοχεία, τη διοργάνωση ταξιδιών εξοικείωσης στην Ελλάδα, τουλάχιστον από ΕΟΤ και Helexpo, αλλά και να «αγκαλιαστεί» το Bollywood στη χώρα μας, με κινηματογραφικές παραγωγές στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα για το ελαιόλαδο, ο ίδιος επισήμανε ότι στην αγορά της Ινδίας επικρατεί σύγχυση και υπάρχει άγνοια για τη γεύση του έξτρα παρθένου, με τους Ινδούς καταναλωτές να προμηθεύονται αυτό των ιταλικών και ισπανικών εταιρειών που γνωρίζουν και που όμως δεν διαθέτουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του δικού μας προϊόντος.
Στο πλαίσιο αυτό, λέγοντας ότι η αγορά της Ινδίας είναι δύσκολη, ο κ. Σκρόνιας, έθεσε επί τάπητος τους υψηλούς δασμούς (π.χ κρασί 150% και τοπικοί φόροι, ελαιόλαδο 40%-45%), τα αυστηρά φυτοϋγειονομικά μέτρα, τις απρόβλεπτες ξαφνικές αλλαγές στην φυσιογνωμία των επιχειρήσεων, το γεγονός ότι δεν υποστηρίζουν τις ενδείξεις γεωγραφικής προέλευσης, τις περιορισμένες υποδομές ως προς την πρόσβαση στις αγορές των μεγάλων πόλεων και άλλες ιδιαιτερότητες (π.χ. τοπικές κυβερνήσεις και επιχειρηματικοί κίνδυνοι).
Μεταξύ άλλων, ο κ. Σκρόνιας σημείωσε ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά της Ινδίας είναι πολύ μεγάλος, τόσο από τις ινδικές επιχειρήσεις, όσο και αυτές των γειτονικών χωρών, ενώ τόνισε ότι στα αγροτικά προϊόντα υπάρχει μεγάλη προσφορά από εγχώριους παραγωγούς και συμπλήρωσε ότι είναι έντονη η παρουσία προϊόντων από χώρες που έχουν υπογράψει προτιμησιακές εμπορικές συμφωνίες με την χώρα.
Ανέφερε ότι δυτικές εταιρείες διαθέτουν παραγωγικές μονάδες και δίκτυα διανομής στην Ινδία, αλλά «την εποχή που το πρότειναν στην Ελλάδα, αυτή δεν ανταποκρίθηκε χάνοντας την ευκαιρία» όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στις αυστηρές παραδόσεις, θρησκεία και καταναλωτικές συνήθειες των Ινδών, ο κ. Σκρόνιας επισήμανε ότι ποσοστό 30% είναι αυστηρά χορτοφάγοι, ποσοστό 80% δεν καταναλώνει βοδινό κρέας και υπογράμμισε ότι η ινδική κουζίνα πλαισιώνεται από παραδοσιακά μπαχαρικά και τοπικά συστατικά. Σημείωσε ωστόσο, ότι καταγράφεται ανοδική η τάση των συσκευασμένων-ετοίμων προϊόντων προς κατανάλωση, όπως των κατεψυγμένων και στο πλαίσιο αυτό υπογράμμισε την ευκαιρία για τους Έλληνες επιχειρηματίες.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Σκρόνιας υπογράμμισε την τεράστια και συνεχώς ανερχόμενη αγοράς της Ινδίας που βρίσκεται σε συνεχή μετεξέλιξη, σημείωσε ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της κυμαίνεται στο 7% την τελευταία 10ετία και η ανεργία διαμορφώνεται στο 5%.
Πάντως, παρά την πραναφερόμενη εικόνα, οι τάσεις του διμερούς εμπορίου μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας κινούνται ανοδικά, αναφέροντας ότι το 2016 κυμαίνονταν στα 62 εκατ. ευρώ, το 2017 σκαρφάλωσαν στα 97 εκατ. ευρώ και πέρυσι διαμορφώθηκαν σε 148 εκατ. ευρώ.
Να σπεύσουν και να ενημερώσουν τους Ινδούς καταναλωτές για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων, κάλεσε η πρέσβειρα της Ινδίας, Σαμά Ζαΐν, υπογραμμίζοντας από το βήμα της εκδήλωσης, ότι δυστυχώς σήμερα, η αχανής αυτή αγορά δεν έχει, ούτε πληροφορίες, αλλά ούτε και την εκπαίδευση για να τα αναγνωρίσει και να τα αγκαλιάσει.
Η ίδια υπογράμμισε ότι οι γεύσεις στην Ινδία αλλάζουν διαρκώς και επισήμανε ότι η έξοδος των γυναικών στην εργασία επέφερε σημαντικές αλλαγές στην «κουζίνα», στο σπίτι και στις αυστηρές παραδόσεις που ακολουθούνται. Σημείωσε ότι τα κόκκινα και τα λευκά κρασιά βρίσκονται σε ανοδική πορεία στις προτιμήσεις των Ινδών καταναλωτών, προσθέτοντας ωστόσο ότι η κατανάλωση ουϊσκι και μπύρας βρίσκονται στην κορυφή.
Μεταξύ άλλων, κάλεσε τους Έλληνες να επενδύσουν σημαντικά στην διάχυση πληροφοριών για τα προϊόντα τους στην αγορά της Ινδίας και υπογράμμισε ότι η χαμηλή τιμή και η υψηλή ποιότητα, αποτελούν ισχυρό δέλεαρ για τους καταναλωτές.
Από την πλευρά του, ο εκτελεστικός αντιπρόσωπος του ΣΕΒΕ, Παναγιώτης Χασάπης, υπογράμμισε μεταξύ άλλων, ότι η αγορά της Ινδίας παρουσιάζει σημαντικές προοπτικές για τους Έλληνες επιχειρηματίες και καλώντας σε στρατηγική προσέγγιση, εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι με ημερίδες όπως η συγκεκριμένη, το επιχειρείν της χώρας μας θα βρει «το δρόμο και τη θέση που του αξίζει στην μακρινή αγορά της Ινδίας».
Ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΘ-Helexpo, επισήμανε ότι η Ινδία εισέρχεται με τεράστια ορμή στην εκθεσιακή βιομηχανία και υπογράμμισε την τεράστια προοπτική για τους Έλληνες επιχειρηματίες να κερδίσουν την αγορά, μέσω της εκπαίδευσης των Ινδών στα ελληνικά τρόφιμα, του marketing και της τοποθέτησης. «Θέλει σοβαρή και επισταμένη δουλειά, αλλά αξίζει τον κόπο» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Για ανάγκη υιοθέτησης και εφαρμογής «επιθετικής πολιτικής» για την είσοδο των ελληνικών προϊόντων στην αγορά της Ινδίας, μίλησε από την πλευρά του ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΖΕΥΣ Ακτινίδια ΑΕ, Δημήτρης Μανώσης, μιλώντας για προσφορά υψηλής ποιότητας σε όλη τη διαδικασία της εμπορικής συνεργασίας.
Μεταξύ άλλων, ο ίδιος, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για συνεργατικότητα επί ελληνικού εδάφους, προκειμένου να είναι εφικτή η εξαγωγή μεγάλων φορτίων, ο κ. Μανώσης επισήμανε: «Εκτιμώ ότι μέχρι το τέλος του 2019 θα γίνει επιτέλους πραγματικότητα η Διεπαγγελματική Ακτινιδίου στην χώρα μας».