Η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτέλεσε game changer για την ελληνική οικονομία, αλλάζοντας επί τα βελτίω την εικόνα των ομολόγων, του χρηματιστηρίου και των μετοχών. Η θετική επίδραση που είχε η απόδοση της βαθμίδας και η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης, καταγράφεται εδώ και ένα χρόνο στις αγορές.
Τα θετικά αποτελέσματα της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας αποτυπώθηκαν έντονα στις δύο εκδόσεις ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στις αρχές 2024. Μέσα σε δύο σχεδόν μήνες μόνο τα ελληνικά ομόλογα προσέλκυσαν 68 δισ. ευρώ (από την έκδοση 10ετούς (35 δισ.) και 30 ετούς (33 δισ.) εάν προσθέσουμε και τις προσφορές και για άλλα ελληνικά assets έχουν υπάρξει προσφορές στα 100 δισ. ευρώ στις αρχές του 2024.
Οι συστημικές τράπεζες την ίδια περίοδο συγκέντρωσαν προσφορές σχεδόν 20 δισ. ευρώ μέσω της διαδικασίας αποεπένδυσης, αλλά και μέσω των εκδόσεων ομολόγων, ενώ να σημειώσουμε και τις προσφορές των 8 δισ. ευρώ που υπήρξαν κατά την εισαγωγή του ΔΑΑ στο Χρηματιστήριο.
Την ίδια ώρα, όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς, μία νέα γενιά επενδυτών περισσότερων "ποιοτικών" και μακροπρόσθεσμων, δημιουργείται για τα ελληνικά assets, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ο τίτλος investment grade επιτρέπει σε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό επενδυτών να επενδύσει σε περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι εκτιμήσεις για τις εισροές κεφαλαίων σε ομόλογα και μετοχές, πριν την αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα, που αναφέρονται σε μελέτη που δημοσιεύεται στο τελευταίο οικονομικό Δελτίο της Τραπέζης της Ελλάδος. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη μελέτη από το δ' τρίμηνο του 2022 έως το γ' τρίμηνο του 2023 η αύξηση των τοποθετήσεων σε ομόλογα και μετοχές υπολογίζεται σε 5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,9 δισ. ευρώ αφορούν θέσεις σε μετοχές και 2,1 δισ. ευρώ θέσεις σε ομόλογα.
Ομόλογα
Το Φεβρουάριο του 2024 το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε 4 δισεκ. ευρώ από νέα έκδοση 10ετούς ομολόγου με απόδοση 3,478%, αισθητά χαμηλότερη από εκείνη της έκδοσης αντίστοιχης διάρκειας τον Ιανουάριο του 2023. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη έκδοση πέτυχε ταυτόχρονα τρία ρεκόρ: Πρώτον συγκέντρωσε το μεγαλύτερο βιβλίο προσφορών που έχει σημειωθεί ποτέ για ελληνικό κρατικό τίτλο, καθώς ξεπέρασε τα 35 δισ. ευρώ, με το δείκτη κάλυψης να διαμορφώνεται σε 8,75x (έναντι 6,26x της προηγούμενης αντίστοιχης έκδοσης). Δεύτερον η τιμολόγηση του ομολόγου έκλεισε με τη χαμηλότερη διαφορά απόδοσης (country premium) που έχει επιτευχθεί σε ελληνική έκδοση. Τρίτον είναι το μεγαλύτερο ποσό έκδοσης 10ετούς ομολόγου από το 2010. Το Φεβρουάριο έγινε επίσης επανέκδοση του 10ετούς ομολόγου του Ιανουαρίου 2023, από την οποία αντλήθηκαν 200 εκατ. ευρώ με χαμηλότερη απόδοση.
Τον Απρίλιο ο ΟΔΔΗΧ προέβη σε επανέκδοση του 15ετούς ομολόγου που είχε εκδοθεί το Φεβρουάριο του 2020, αντλώντας 200 εκατ. ευρώ με υψηλότερη απόδοση σε σύγκριση με την αρχική έκδοση. Τέλος, το Μάιο ο ΟΔΔΗΧ άντλησε 250 εκατ. ευρώ από την επανέκδοση του 10ετούς ομολόγου με απόδοση 3,51%, καθώς και 3 δισ. ευρώ από την έκδοση 30ετούς ομολόγου με απόδοση 4,241% και ισχυρό δείκτη κάλυψης, αποτυπώνοντας την ισχυρή ζήτηση κυρίως από διεθνείς επενδυτές. Κριτήριο για τη συγκεκριμένη έκδοση ήταν κυρίως η αποτύπωση της κατάλληλης ("δίκαιης") τιμολόγησης για τη συγκεκριμένη διάρκεια στο μακροχρόνιο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος η μεταβολή των προοπτικών της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από τον οίκο Standard and Poor's τον Απρίλιο του 2023 οδήγησε σε σημαντική αύξηση των θέσεων των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, σε σχέση με άλλα κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε μείωση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων που αντιστοιχεί σε περίπου 80% της πτώσης των διαφορών αποδόσεών τους έναντι των γερμανικών ομολόγων αναφοράς.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι αξιοσημείωτα για δύο λόγους. Αφενός, η αύξηση της ζήτησης ελληνικών αξιογράφων παρατηρήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία τα επενδυτικά κεφάλαια μείωναν τις θέσεις τους σε ομόλογα με χαμηλές πιστοληπτικές αξιολογήσεις.
Αφετέρου, η μείωση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, που εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των θέσεων των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, υπερκέρασε τις αυξητικές πιέσεις που παρατηρήθηκαν στα ομόλογα διεθνώς λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων.
Οι επενδυτές είχαν ήδη αρχίσει να προεξοφλούν τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία αφότου πραγματοποιήθηκε η μεταβολή των προοπτικών της σε θετικές από τον οίκο S&P τον Απρίλιο του 2023. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε σημαντική αύξηση των θέσεων χαρτοφυλακίου των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Μειώθηκαν αισθητά οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων - Κάτω από τα ιταλικά
Η επίδραση των αναβαθμίσεων συνεχίστηκε και μετά το δ' τρίμηνο του 2023 και εξηγεί μια μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατά περίπου 20 μ.β. επιπλέον της μείωσης που προκαλείται από τη διαμόρφωση προσδοκιών για μείωση των βασικών επιτοκίων.
Έτσι, οι διαφορές των αποδόσεών τους έναντι άλλων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης έχουν μειωθεί σημαντικά.
Συγκεκριμένα, η διαφορά αποδόσεων (spread) του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έναντι του γερμανικού τίτλου αντίστοιχης διάρκειας μειώθηκε το 2023 (κατά 98 μ.β. στις 105 μ.β.) και έχει παραμείνει σε αυτά τα χαμηλότερα επίπεδα έκτοτε.
Ταυτόχρονα, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς κρατικού ομολόγου κυμαίνεται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με εκείνη του αντίστοιχου ιταλικού δεκαετούς ομολόγου, ήδη από το β΄ τρίμηνο του 2023. Μάλιστα οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, σε όλο το εύρος της καμπύλης αποδόσεων, ακολούθησαν την πτωτική πορεία που διαμορφώθηκε από τις θετικές προοπτικές και τις αναβαθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2023 .
Βέβαια, πιο πρόσφατα, η αναθεώρηση των προσδοκιών των επενδυτών για τα βασικά επιτόκια στη ζώνη του ευρώ, αλλά και οι επιδράσεις μετάδοσης από την αντίστοιχη αναθεώρηση των προσδοκιών για τα επιτόκια στις ΗΠΑ, έχουν ασκήσει ανοδική πίεση και στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, μετριάζοντας τη συνολική μείωσή τους
Ισχυρά τα οφέλη σε χρηματιστήριο και μετοχές
Η χρηματιστηριακή αγορά από τον Απρίλιο του 2023 ,που σύμφωνα με την ΤτΕ ουσιαστικά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας , όπως προαναφέραμε, καταγράφει κέρδη πάνω από 30%. Σύμφωνα με χρηματιστηριακούς αναλυτές η προεξόφληση της επενδυτικής βαθμίδας άρχισε από τα χαμηλά του Σεπτέμβριο- Οκτωβρίου 2022 , έχοντας δώσει μία άνοδο άνω του 60% στον βασικό χρηματιστηριακό δείκτη.
Η αγορά από τα χαμηλά των 850 μονάδων έφθασε έως και τις 1.500 μονάδες, κλείνοντας ουσιαστικά τη «μαύρη τρύπα» της κρίσης-, τερματίζοντας έναν επώδυνο χρηματιστηριακό κύκλος 13 και πλέον ετών.
Η αποτίμηση της αγοράς κινείται πλέον στα 100 δισ. ευρώ, στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη Νοεμβρίου του 2009. Η μέση Κεφαλαιοποίηση της αγοράς στο πρώτο εξάμηνο του 2024 αυξήθηκε κατά 28,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη μέση Κεφαλαιοποίηση του πρώτου εξαμήνου 2023 (Euro97,6 δισ. έναντι Euro76,0 δισ.).
Την ίδια ώρα η μέση ημερήσια συναλλακτική δραστηριότητα εκτοξεύθηκε στα προ Lehman Brothers επίπεδα, 15 και πλέον χρόνια πίσω.
Η Μέση Ημερήσια Αξία Συναλλαγών, κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε στα Euro143,8 εκ. διαγράφοντας αύξηση κατά 30,0% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο 2023 (Euro110,6 εκ.) Το Χρηματιστήριο Αθηνών βρέθηκε στις κορυφαίες θέσεις στην κατάταξη των παγκοσμίων αγορών τον Ιούλιο (+5,26%), καταγράφοντας την τρίτη καλύτερη επίδοση ανάμεσα στους παγκόσμιους δείκτες.
Σε επίπεδο του επταμήνου Ιανουάριος- Ιούλιος ο Γενικός Δείκτης Τιμών κατέγραψε κέρδη 14,31% και βρέθηκε στη 10η θέση στην κατάταξη των παγκοσμίων δεικτών, υπεραποδίδοντας όμως των μεγάλων ευρωπαϊκών αγορών και των μετοχών στις ΗΠΑ. Οι τραπεζικές μετοχές παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με το γενικό δείκτη του ΧΑ, σε συνάφεια κυρίως με την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, την αυξημένη κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των τραπεζών. Να σημειώσουμε ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα και μάλιστα δύο κλίμακες πάνω από το ελάχιστο όριο.
Ταυτόχρονα, η σημαντική ενίσχυση της ζήτησης ελληνικών μετοχών από διεθνείς επενδυτές διευκόλυνε σημαντικά την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.