Χωρίς νέα κεφάλαια, οι τράπεζες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την ταχεία μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων (NPEs): Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, γι’ αυτό συνιστά στις τράπεζες άμεση ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης.
Η πρώτη και σημαντικότερη από τις συστάσεις του Ταμείου προς τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών είναι να «ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση, για να υποστηρίξει φιλόδοξους στόχους μείωσης των NPEs».
Το ΔΝΤ αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση στο Χρηματιστήριο και η χαμηλή χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών δεν επιτρέπουν εκδόσεις νέων μετοχών, που θα προκαλούσαν μεγάλη αραίωση (dilution) της συμμετοχής των σημερινών μετόχων.
Τονίζει, όμως, ότι η κεφαλαιακή ενίσχυση μπορεί να επιτευχθεί όχι με έκδοση μετοχών, αλλά «με εργαλεία στην ιδιωτική αγορά κεφαλαίων, τα οποία δεν αραιώνουν τη συμμετοχή των παλαιών μετόχων (non-dilutive capital instruments)» - δηλαδή με ομόλογα.
Με εξαίρεση την Eurobank, που ακολουθεί το δικό της δρόμο κεφαλαιακής ενίσχυσης με την απορρόφηση της Grivalia, οι τραπεζικές διοικήσεις, ιδιαίτερα μετά τις δύο επιτυχείς εξόδους του Δημοσίου στην αγορά ομολόγων- την τελευταία φορά με τίτλους αναφοράς 10ετούς διάρκειας, εξετάζουν συνεχώς τα δεδομένα για το ενδεχόμενο να προχωρήσουν σε δικές τους εκδόσεις τίτλων, οι οποίοι μπορούν να υπολογίζονται στα δευτεροβάθμια κεφάλαια (tier-2).
Πιο ώριμη, από αυτή την άποψη, θεωρείται ότι είναι η έκδοση τίτλων από την Τράπεζα Πειραιώς, που εκκρεμεί από το περασμένο φθινόπωρο, καθώς η τράπεζα χρειάζεται μια «ένεση» της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ. Προς το παρόν, όμως, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για μια έκδοση με το επιθυμητό επιτόκιο δανεισμού.
Τα στοιχεία
Το Ταμείο, πάντως, εκφράζει με αρκετά έντονο τρόπο την ανησυχία του για την κατάσταση των τραπεζών, τις οποίες χαρακτηρίζει «έντονα ευάλωτες» (highly vulnerable), καθώς, όπως σημειώνει, τα προβληματικά ανοίγματα παραμένουν σε υψηλό ποσοστό, ενώ η ποιότητα των εξυπηρετούμενων δανείων είναι αβέβαιη, εξαιτίας των προβλημάτων που παρουσιάζουν οι ισολογισμοί των δανειοληπτών, του μεγάλου μεριδίου δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου (που μπορεί να γίνουν ακριβότερα, αν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκιά της) και της ασθενούς κουλτούρας πληρωμών.
Στα στοιχεία που καταγράφονται σε ειδικό πίνακα της έκθεσης, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι:
- Τα εποπτικά κεφάλαια μειώθηκαν μεταξύ τέλους 2017 και Σεπτεμβρίου 2018 από 17% σε 16,2% του σταθμισμένου, σύμφωνα με τον κίνδυνο, ενεργητικού, ενώ τα εποπτικά κεφάλαια της πρώτης βαθμίδας μειώθηκαν από 17% σε 15,7%. Είναι η πρώτη φορά από το 2013, όπου καταγράφεται μείωση των εποπτικών κεφαλαίων, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ταμείου.
- Τα προβληματικά δάνεια, ως ποσοστό του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, σημείωσαν μεγάλη αύξηση το 2017, από 36,3% σε 45,6% και παρέμεναν, στα τέλη Σεπτεμβρίου 2018, στο 44,1%. Οι προβλέψεις, ως ποσοστό των προβληματικών δανείων, μειώθηκαν το 2017 από 68,9% σε 46,8% και ήταν αυξημένες στο 50,1% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018.
- Με αυτά τα δεδομένα, μεγάλη ήταν η επιδείνωση του δείκτη Texas, ο οποίος συσχετίζει τα προβληματικά δάνεια μετά τις προβλέψεις με τα εποπτικά κεφάλαια. Έτσι, σύμφωνα με το Ταμείο, ο δείκτης εκτινάχθηκε από 81,6%, το 2016, στο 172,4%, το 2017 και παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο στο τέλος 9μήνου 2018 (161,4%). Αυτό σημαίνει ότι τα προβληματικά δάνεια απειλούν να κλονίσουν πολύ σοβαρά την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών, γι’ αυτό και διατυπώνεται σύσταση για ενίσχυση των κεφαλαίων.