Την ώρα που η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά επιτάχυνσης των αναπτυξιακών ρυθμών, σκεπτικισμό δημιουργεί η μεγάλη άνοδος της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, που μπορεί να αυξήσει αισθητά το κόστος εισαγωγών αργού, να αφαιρέσει εισόδημα από τους καταναλωτές, επηρεάζοντας την καταναλωτική εμπιστοσύνη και, τελικά, να φρενάρει το ρυθμό ανάπτυξης.
Η εξισορρόπηση των διεθνών τιμών σε ένα επίπεδο περίπου 10% πάνω από αυτό της περασμένης Παρασκευής, μετά την επίθεση σε εγκαταστάσεις της Aramco που έχουν μπλοκάρει περίπου 50% της παραγωγικής δυναμικότητας της Σαουδικής Αραβίας, δεν προκαλεί προς το παρόν μεγάλες ανησυχίες για την επίπτωση στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα, καθώς είναι χαμηλό το σημείο εκκίνησης της ανόδου.
Η τιμή του μπρεντ βρισκόταν, λόγω των φόβων για υπερβολική διεθνή προσφορά εν μέσω επιβράδυνσης των οικονομιών, στο επίπεδο των 60 δολ. το βαρέλι, πριν εκδηλωθούν οι επιθέσεις στην Σ. Αραβία. Σημειώνεται ότι το φθινόπωρο του 2018 είχε φθάσει κοντά στα 85 δολ., πριν κατρακυλήσει σε χαμηλότερα επίπεδα, παρά και τις κυρώσεις που επέβαλαν οι Αμερικανοί στο Ιράν.
Κατ' αυτή την έννοια, η αγορά πετρελαίου δεν βρίσκεται σε «σημείο βρασμού», ενώ το γεγονός ότι τα αποθέματα, κυρίως των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, επαρκούν για να καλύψουν σχεδόν 20 ημέρες της παγκόσμιας κατανάλωσης αφήνει αρκετά περιθώρια ανοχής στη διαταρχή που έχει προκύψει στην Σ. Αραβία, υπό έναν σοβαρό όρο, όμως: να μην ξεφύγει εκτός ελέγχου ο ακήρυκτος πόλεμος μεταξύ Σ. Αραβίας και Ιράν, που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Υεμένη, συμπαρασύροντας σε κάποιο θερμό επεισόδιο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που κατηγορούν ευθέως το Ιράν ότι έχει την ευθύνη για την τελευταία, πρωτοφανή επίθεση.
«Αιμορραγία» της οικονομίας
Σε κάθε περίπτωση, οι απώλειες για την ελληνική οικονομία από τη διαφαινόμενη εξισορρόπηση των διεθνών τιμών σε υψηλότερα επίπεδα είναι σημαντικές, ακόμη και αν δεν επιβεβαιωθούν τα «μαύρα» σενάρια για μια άνοδο στα 100 δολ. το βαρέλι, που έκοβε δραματικά την παγκόσμια ανάπτυξη και ενδεχομένως θα βύθιζε σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία.
Ήδη, σύμφωνα με εκτιμήσεις των παραγόντων της αγοράς καυσίμων, η... παραδοσιακή κερδοσκοπική διάθεση του ελληνικού κυκλώματος διακίνησης καυσίμων εκτιμάται ότι θα ανεβάσει τις τιμές αντλίας των υγρών καυσίμων, που είναι σταθερά στην τριάδα των ακριβότερων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω και των υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων. Βέβαια, οι φόροι αποτελούν και μια μορφή... ευλογίας για τους καταναλωτές: στις ΗΠΑ, που είναι πολύ χαμηλοί, κάθε αύξηση των διεθνών τιμών περνά σχεδόν στο σύνολό της στην αντλία, ενώ στην Ελλάδα, όπου η τιμή αποτελείται κατά 70% από φόρους, η επίδραση της αύξησης της τιμής του αργού είναι πολύ μικρότερη.
Συνολικά για την οικονομία, το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι υψηλές τιμές επιβαρύνουν αρκετά την ανάπτυξη, καθώς το 2018 η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης εκτίναξε πάνω από τα 15 δισ. ευρώ τη συνολική αξία των εισαγωγών και η αύξηση συνεχίζεται φέτος. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 10% αύξησης των διεθνών τιμών σε ετήσια βάση, η «αιμορραγία» για την οικονομία ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ.
Το ισοζύγιο αγαθών κατά τα έτη 2016 - 2017 - 2018
Το 2018, το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών, όπως καταγράφεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, σημείωσε μεγάλη αύξηση, στα 22,5 δισ. ευρώ περίπου, κυρίως λόγω των καυσίμων. «Η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών οφείλεται κατά ποσοστό άνω του 50% στην επιδείνωση του ισοζυγίου καυσίμων, λόγω της εξέλιξης της τιμής του πετρελαίου η οποία, παρά τη μεγάλη πτώση στο τέλος του 2018, παρέμεινε κατά μέσο όρο σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το 2017», σημείωνε η ΤτΕ στην Έκθεση Διοικητή για το 2018.
Το θέμα, πάντως, δεν είναι μονοδιάστατο, καθώς τα διυλιστήρια της χώρας έχουν αναπτύξει σημαντικά, ειδικά τα τελευταία χρόνια της ύφεσης, τις εξαγωγές έτοιμων προϊόντων καυσίμων, οι οποίες έχουν φθάσει να αντιστοιχούν στο 30% των εξαγωγών της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι από την άνοδο των διεθνών τιμών υπάρχει και μια θετική επίδραση στην οικονομία, μέσω της αυξημένης κερδοφορίας των διυλιστηρίων. Όπως σημειώνει και η ΤτΕ, αναφερόμενη στα στοιχεία του 2018, «οι εξαγωγές καυσίμων αυξήθηκαν κατά 4,4% σε σταθερές τιμές και είχαν αξιόλογη συμβολή στη συνολική άνοδο των εξαγωγών αγαθών».