Ο Τουρισμός φαινόμενο που κυλάει «αυτόματα» ή «αποτέλεσμα κοινωνικής κατασκευής και κανονιστικής ρύθμισης»;
Το βιβλίο του Μιχάλη Νικολακάκη «Μοντέρνα Κίρκη – Τουρισμός και ελληνική κοινωνία την περίοδο 1950-1974», που παρουσιάζει το ΕΝΑ* αποτελεί το πρώτο σύντομο και περιεκτικό βιβλίο που προσεγγίζει το θέμα του τουρισμού στη μεταπολεμική περίοδο με νηφαλιότητα και πληθώρα ιστορικών πηγών.
Διακρίνεται σε έξι κεφάλαια εκτός του προλόγου. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Γεράσιμος Ζαχαράτος στον πρόλογό του, άξιο αναφοράς είναι ότι τόσο οι υποστηρικτές του τουρισμού, ως του κατεξοχήν αναπτυξιακού εργαλείου, όσο και οι επικριτές του - από οποιαδήποτε μερίδα και αν προέρχονται - (λόγω αφελληνισμού, λόγω ενίσχυσης άκρατου καταναλωτισμού, λόγω περιβαλλοντικής υποβάθμισης) καταλήγουν στην αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητά του για την οικονομική εξέλιξη της χώρας. Ο συγγραφέας δεν έχει διαλέξει τυχαία να εμβαθύνει στην περίοδο από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Η περίοδος αυτή βρίθει κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων οι οποίες αντικατοπτρίζονται στον τρόπο που ο τουρισμός μετουσιώνεται στο κατεξοχήν «αντικείμενο των αναπτυξιακών μας ερώτων», τάση που είναι κυρίαρχη ακόμα και σήμερα. Τέτοιες εξελίξεις ενδεικτικά είναι η κατοχύρωση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο των διακοπών ως «εργασιακού δικαιώματος» (σελ. 34), η παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου μέσω προγράμματος για την εκβιομηχάνιση της χώρας (σελ. 53), η προσάρτηση των Δωδεκανήσων (σελ.63), η ασκούμενη πολιτική από τις κυβερνήσεις Καραμανλή και οι επενδύσεις που γίνονται (σελ. 93) αλλά και οι διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις που μοιραία έστρεφαν τις πολιτικές σε διαφορετικές κατευθύνσεις τόσο αναφορικά με τους θεσμούς όσο και με τα χρηματοδοτικά εργαλεία που υποστήριζαν τον τουρισμό. Το βιβλίο του Νικολακάκη ξεχωρίζει γιατί προσεγγίζει το ζήτημα του τουρισμού βάζοντας σαφή πλαίσια, προϋποθέσεις και φίλτρα για να ερμηνεύσει την πορεία του βασισμένο σε πηγές από τα πεδία της αρχιτεκτονικής, της ιστορίας, της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και του τουρισμού.
Στην εισαγωγή (που αποτελεί και το πρώτο κεφάλαιο), ο συγγραφέας εστιάζει στην αιτιολόγηση της «φυσικοποίησης» του τουρισμού από την οικονομική και πολιτική ελίτ της Ελλάδας και παραθέτει όλους εκείνους τους λόγους, τόσο σε επίπεδο εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων όσο και σε επίπεδο διεθνών τάσεων, για τους οποίους ο τουρισμός πήρε αυτή τη διάσταση. Ορθώς επισημαίνει ότι ο τουρισμός δεν αποτέλεσε τυχαία μια εθνική επιλογή, αλλά ακολούθησε το μοτίβο του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, όπως περιγράφεται από τον Lefebvre, που ακολουθούσαν και άλλες μεσογειακές χώρες και το οποίο, επί της ουσίας, τις μετέτρεπε σε παρόχους τουριστικών υπηρεσιών οικονομικά, κοινωνικά, αρχιτεκτονικά και χωρικά. Αυτή η διεθνής τάση διαμόρφωσε την αγορά και κατά συνέπεια την προσφορά και τη ζήτηση τουριστικών υπηρεσιών.
Το παρελθόν μιας αυταπάτης;
Στο δεύτερο κεφάλαιο, το οποίο τιτλοφορεί ως «Tο παρελθόν μιας αυταπάτης;», ο συγγραφέας ανατρέχει σε όλα τα ορόσημα που αφορούν τον τουρισμό διεθνώς και συνθέτει το «μωσαϊκό» της δημιουργίας του τουριστικού φαινομένου κατά τον 19ο αιώνα. Τότε, η αναψυχή δεν ήταν προνόμιο όλων των τάξεων και το τουριστικό θέρετρο συνδεόταν κυρίως με τις λουτροπόλεις και με ιατρικούς λόγους που ωθούσαν τους ανθρώπους να ταξιδεύουν.
Ο τουρισμός, πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν ήταν στον πυρήνα των κρατικών παρεμβάσεων. Ο τουρισμός δεν ήταν πάντα μια δραστηριότητα για την ανάπτυξη της οποίας λαμβάνονταν σημαντικές αποφάσεις σε κυβερνητικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα τα βρετανικά συνδικάτα και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO) λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης για «τη διεθνοποίηση του ζητήματος των μισθωμένων διακοπών και για την κατοχύρωσή τους ως εργασιακού δικαιώματος» (σελ. 34).
Την ίδια περίοδο, σε επιστημονικό επίπεδο, επιχειρείται και η αποτύπωση της διάκρισης μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού τουρισμού με στόχο να καταστεί εφικτή και η στατιστική απεικόνιση της επίδρασής του (σελ. 34). Έκτοτε σταδιακά εντείνεται διεθνώς η δημιουργία τουριστικών γραφείων σε αρκετές εκβιομηχανισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έρχεται να μετατρέψει την «τον τουρισμό από είδος πολυτελείας σε σύμβολο της σύγχρονης πολιτειότητας, του δικαιώματος, δηλαδή, να είναι κανείς συμμέτοχος μιας κοινωνίας διευρυνόμενης ευδαιμονίας και κατανάλωσης» (σελ. 37). Μετασχηματίζεται, δηλαδή, ο τουρισμός από προνόμιο της αστικής τάξης σε ουσιώδες δικαίωμα της εργατικής τάξης. Πώς όμως τοποθετείται η Ελλάδα σε όλες αυτές τις διεθνείς εξελίξεις;
Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η χώρα φαίνεται να είναι ταξιδιωτική επιλογή ως τρόπος σύνδεσης των Ελλήνων της διασποράς με το Ελληνικό Βασίλειο. Οι περιηγητές αυτοί, με την ιατρική ως έμπνευση, δημιουργούν στην Ελλάδα τις πρώτες λουτροπόλεις. Επίσης, οι ξένοι τουρίστες δεν λαμβάνονται υπόψη ως «ξένο σώμα» αλλά ως φυσική συνέχεια της ελληνικής κοινωνίας καθώς αυτοί αποτελούσαν τον συνδετικό ιστό των Ελλήνων της διασποράς της εποχής με το τότε Ελληνικό Βασίλειο. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του τουριστικού φαινομένου στην Ελλάδα παίζει επίσης η βαθμιαία ίδρυση περιηγητικών και φυσιολατρικών σωματείων. Το τουριστικό ενδιαφέρον σταμάτησε να περιορίζεται στις πόλεις που είχαν λουτρά και αναδείχθηκαν έτσι πιο ορεινοί και ηπειρωτικοί προορισμοί. Οι πρακτικές αυτές καταδεικνύουν την ύπαρξη μιας αστικής κοινωνικής ελίτ με συγκεκριμένες ενδογένειες, οι οποίες χαρακτηρίζουν ακόμα και τη λογοτεχνική γενιά του ’30. Όπως επισημαίνει ο Νικολακάκης, «στον ελληνικό Μεσοπόλεμο, τουρισμός και αστικές κοινωνικές έξεις και πρακτικές είναι κατ’ ουσίαν πράγματα ταυτόσημα», τονίζοντας έτσι ότι ο τουρισμός ως φαινόμενο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την αστική τάξη της εποχής.
Η ίδρυση του πρώτου ΕΟΤ
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 εντοπίζουμε καθοριστικές ενέργειες για τη θεσμική αναβάθμιση του τουρισμού όπως την αναβάθμιση του Γραφείου Ξένων και Εκθέσεων που υπαγόταν στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, την ίδρυση του πρώτου ΕΟΤ, τον πρώτο νόμο που επιχειρούσε να θέσει το πλαίσιο λειτουργίας του επαγγέλματος του ξεναγού. Στη μεταξική περίοδο παρακολουθούμε τον τουρισμό να διέπεται από μια περισσότερο εργαλειακή λογική που εναρμονιζόταν με τις προσπάθειες του καθεστώτος για κοινωνική ρύθμιση και κατασκευή του ιδεατού πολίτη. Ο Νικολακάκης δεν παραλείπει να αναφέρει και τη διάσημη φωτογράφο της εποχής, τη “Nelly’s”, επίσημη επιτετραμμένη του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού, της οποίας όμως η δουλειά είναι αρκετά αμφιλεγόμενη ακόμα και σήμερα.
Όπως είναι αναμενόμενο ο πόλεμος και η κατοχή επιδρούν καταλυτικά στον τουρισμό ως φαινόμενο, αλλά και σε όλες τις δομές που είχαν δημιουργηθεί για να τον υποστηρίξουν. Στη μεταπολεμική περίοδοκαταλυτικόρόλοδιαδραματίζει,όπωςείναιαναμενόμενο,τοΣχέδιοΜάρσαλκαιηπαρέμβασητων Ηνωμένων Πολιτειών στα αναπτυξιακά σχέδια ανασυγκρότησης της χώρας. Επί της ουσίας επιβλήθηκε η στροφή των παραγωγικών δυνάμεων της Ελλάδας όχι προς τα φυσικά και μεταλλευτικά αποθέματά της, αλλά προς την αγροτική παραγωγή και τον τουρισμό. Η κατανομή των πόρων του Σχεδίου Μάρσαλ γίνεται αντικείμενο έριδας και συγκρούσεων με τη – σημαντικά συρρικνωμένη βοήθεια – να καταλήγει να έχει την ελάχιστη συμβολή στην ουσιαστική στήριξη του τουριστικού κλάδου και εν τέλει στην αναδιάρθρωση της χώρας.
Η πρώτη μεγάλη φάση διαμόρφωσης του τουρισμού στην Ελλάδα κλείνει με το σχέδιο του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως και τη «Μελέτη των Αναγκών της Ελληνικής Τουριστικής Οικονομίας» που δημοσιεύτηκε στα τέλη του 1948, μια σημαντική τεκμηριωμένη και οργανωμένη προσπάθεια εμπλοκής του Δημοσίου στον τουριστικό κλάδο με στόχο την αποτελεσματικότερη συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα στις αναπτυξιακές δράσεις της χώρας. Ο Νικολακάκης ξεκινάει το τρίτο κεφάλαιό του με τίτλο «Τουρισμός στα χρόνια της καχεκτικής δημοκρατίας» στο σημείο που έκλεισε το προηγούμενο, δηλαδή την παρέμβαση των Αμερικανών στα εγχώρια αναπτυξιακά σχέδια της Ελλάδας τη δεκαετία του 1950.
Με την κλιμάκωση της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης παρατηρείται μια αναδιάταξη στις προτεραιότητες των ΗΠΑ, η οποία καταλήγει σε αναζήτηση τρόπων απεμπλοκής από το ελληνικό ζήτημα. Ωστόσο το 1950 έχουμε την επανίδρυση του ΕΟΤ σε νέα μορφή, ο οποίος θα είναι το βασικό εργαλείο για τη μεταπολεμική ανάπτυξη και σηματοδοτεί «την οριστική εμπλοκή του κράτους ως βασικού υποκειμένου προώθησης της τουριστικής ανάπτυξης της χώρας». Επίσης, αναδεικνύεται η άποψη ότι τα βασικά κίνητρα που είχε τότε ένας ταξιδιώτης για να επισκεφθεί την Ελλάδα ήταν οι ιαματικές πηγές και τα αρχαιολογικά μνημεία.
Σημαντικές εξελίξεις – παρεμβάσεις αποτελούν ο προστατευτικός για τις ξένες επενδύσεις ν.2687/1953, η δημιουργία της αλυσίδας των ξενοδοχείων Ξενία και η κατασκευή του Αστέρα Γλυφάδας, ενέργειες που επιβεβαιώνουν την θεώρηση του τουρισμού ως δραστηριότητας για συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και με προσανατολισμό προς έναν τρόπο ζωής πιο πολυτελή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κινούνταν όλες οι σχετικές ενέργειες πολιτικής και ενίσχυσης του κλάδου που περιλάμβαναν την αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας, τις επενδύσεις σε έργα υποδομής, ακόμα και την ίδρυση αεροπορικών εταιριών.
Τα νέα ήθη που έφεραν οι τουρίστες
Έτσι, λοιπόν, με βάση τα κίνητρα επισκεψιμότητας (ιαματικές πηγές και αρχαία μνημεία) και τις παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα, ο ελληνικός τουρισμός αποκτά τη δεκαετία του 1950 την «ιδιόμορφη ποιητική της αισθητικής του» (σελ. 82). Τούτων δοθέντων, όλες οι επενδυτικές προσπάθειες στοχεύουν στην ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (πχ ανακατασκευή αρχαιολογικού χώρου της Επιδαύρου) και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις στοχεύουν στην προώθηση της «ελληνικότητας», όπως την αντιλαμβάνονταν οι τότε κυβερνώντες, με έμφαση όχι μόνο στις αρχαιότητες αλλά και σε άλλα λαϊκά και παραδοσιακά στοιχεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τη δεκαετία του 1960 η Ελλάδα αποτελεί προορισμό για γυρίσματα ξένων κινηματογραφικών ταινιών, οι οποίες λειτουργούσαν ως το καλύτερο μέσο προώθησης της ελληνικότητας και της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό.
Ενδιαφέρον προκαλεί η δοκιμασία στην οποία μπήκαν αναπόφευκτα τα ελληνικά ήθη και έθιμα και κατά συνέπεια και τα όρια της ελληνικής κοινωνίας καθώς αυτή φαίνεται να αποτελούσε «τροχοπέδη» στην εξέλιξη και ενίσχυση του τουρισμού στη χώρα για κάποιο διάστημα. Στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Περιηγητικές αναζητήσεις, τουριστικές εμμονές», η ανασκόπηση εστιάζει στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 έχοντας το προφίλ μιας χώρας οικονομικά ακμάζουσας η οποία διαθέτει ένα σχετικά σταθερό τραπεζικό σύστημα και βασικό όχημα της ανάπτυξης αποτελεί ο τομέας των κατασκευών ο οποίος ενισχύει κατά βάση τη μικρομεσαία ελληνική επιχειρηματικότητα. Αρνητικά χαρακτηριστικά της δεκαετίας αυτής είναι η απουσία κρατικής φροντίδας για θέματα δημόσιας διοίκησης που έχει επιφέρει έκρηξη της φοροδιαφυγής και της πολεοδομικής αυθαιρεσίας.
Ο τουρισμός πολυτελείας συνεχίζει και βρίσκεται στο προσκήνιο και παράλληλα αναδεικνύονται οι σημαντικές επενδύσεις της εποχής όπως η κατασκευή του Γηπέδου Γκολφ Γλυφάδας, του Hilton και του Mont Parnes. Ο τρόπος με τον οποίο «διατίθενται» και «αξιοποιούνται» τεράστιες εκτάσεις ανά την επικράτεια αρχίζει και βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η μεταφορά της έμφασης από τα μεγάλα αστικά κέντρα και την Αττική σε όλη την επικράτεια ανέδειξε και μια σειρά από προβληματισμούς σχετικά με τις «συνθήκες εμπλοκής νέων κοινωνικών υποκειμένων στο τουριστικό κύκλωμα» (σελ. 104). Ο Νικολακάκης ανατρέχει παράλληλα και στις εξελίξεις σε θέματα τεχνών και γενικά πολιτιστικά για να εξετάσει το διαμορφωθέν κλίμα και πλαίσιο της περιόδου. Ο τουρισμός στην Ελλάδα του 1960 πραγματικά εκτοξεύεται και η δεκαετία αυτή γίνεται ορόσημο στην εξέλιξη του φαινομένου στη χώρα και την τοποθέτηση της στη συνείδηση των υποκειμένων της ως προσβάσιμου τουριστικού προορισμού.
Παράλληλα, η ακμάζουσα πορεία του φοιτητικού κινήματος της νεολαίας σε διεθνές επίπεδο και η αυξανόμενη επίδραση φαινομένων όπως η (νέα) ελληνική μουσική (ροκ και νέο κύμα), το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 και η έντονη νυχτερινή ζωή, συνδιαμορφώνουν και συγκαθορίζουν την εξέλιξη του τουρισμού. Ο τουρισμός επηρεάζει την ελληνική κοινωνία και μέσω μιας διττής παραμέτρου: αφενός τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αλλά και αφετέρου την πρόκληση έντονων κυμάτων εσωτερικής μετανάστευσης. Η αναπόφευκτη επαφή που προκαλείται ανάμεσα σε τοπικές κοινωνίες και στους τουρίστες δεν εκλαμβάνεται από όλους ως μια θετική εμπειρία ενίσχυσης της πολυπολιτισμικότητας, αλλά ενίοτε και ως μια απειλή και διάβρωση των ελληνικών ηθών, του τρόπου ζωής και των κοινωνικών σχέσεων.
«Οι Έλληνες στο γύψο, η Ελλάδα στην παραλία»
Το πέμπτο κεφάλαιο έρχεται με τη σειρά του να παρουσιάσει τις εξελίξεις στο πεδίο του τουρισμού σε μια κρίσιμη για τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας φάση, αυτή της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου του 1967. Ο τίτλος «Οι Έλληνες στο γύψο, η Ελλάδα στην παραλία» περιγράφει ακριβώς την επικράτηση του μοντέλου «παραλία-ήλιος-θάλασσα», που επί πολλές δεκαετίες ήταν ο καθοριστικός άξονας σε οποιαδήποτε στρατηγική θεώρηση του τουρισμού. Μόλις το καθεστώς έδειξε τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησής του, όπως επισημαίνει ο Νικολακάκης (σελ. 122), τρεις κατευθύνσεις αναδείχθηκαν σε σχέση με την στρατηγική που θα ακολουθούσε εκείνη την περίοδο: η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, η προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και η έμφαση στην περιφερειακή ανάπτυξη. Με γνώμονα αυτό το τρίπτυχο για την υλοποίηση της στρατηγικής της περιόδου η δικτατορική κυβέρνηση προχώρησε σε ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών εργαλείων, σε ποικίλους τρόπους διευκόλυνσης των δραστηριοτήτων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και σε μια προσπάθεια για την ενίσχυση των εισροών κεφαλαίων από το εξωτερικό για τη δημιουργία μεγάλων ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων κατά τα πρότυπα του εξωτερικού.
Οι δεκάδες ρυθμίσεις γίνονταν με στόχο την ενίσχυση όσων τουριστικών επιχειρήσεων δραστηριοποιούνταν κυρίως στην περιφέρεια. Ο συντεταγμένος τρόπος με τον οποίο προσπαθούσε το δικτατορικό καθεστώς να ενισχύσει τη μικρομεσαία ελληνική επιχειρηματικότητα – και στον κλάδο του τουρισμού - αποκαλύπτει μια «συντονισμένη πολιτική προσπάθεια δημιουργίας κοινωνικών ερεισμάτων, «τάξεων - στηριγμάτων», όπως τις αποκαλούσε ο Νίκος Πουλαντζάς, με σκοπό τη μακροημέρευση του καθεστώτος» (σελ. 131). Η νεολαία, εκείνη την περίοδο είναι πιο κινητική από ποτέ, γεγονός που δεν αφήνει αδιάφορο το καθεστώς ούτε σε σχέση με το τουριστικό φαινόμενο. Χαρακτηριστικά περιστατικά παρέμβασης είναι η καταστολή της κοινότητας των χίπις στα Μάταλα και οι συλλήψεις στο «κοινόβιο του Κουκακίου».
Η δεκαετία του 1970χαρακτηρίζεται επίσηςκαιαπό την έντονη συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία και συνεπώς στην αλλαγή των ισορροπιών εντός και εκτός του ελληνικού νοικοκυριού. Παράλληλα όμως οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ραγδαία αύξηση της τουριστικής κίνησης δεν προβλημάτιζε μόνο σε επίπεδο συμπεριφορών και «ηθών» αλλά και σε επίπεδο αλλοίωσης του φυσικού περιβάλλοντος και της ανθρώπινης παρέμβασης σε αυτό. Όλη την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας «συντελείται ένας τεράστιος αναπροσανατολισμός πόρων προς τον τουριστικό τομέα και αυτή η ιδιότυπη κληρονομιά θα πρέπει-πάση-θυσία-να διαφυλαχθεί» (σελ. 153).
Το βιβλίο ολοκληρώνει την αναδρομή του στην εξέλιξη του φαινομένου του τουρισμού έχοντας καταστήσει σαφές πλέον ότι ο τουρισμός ήρθε για να μείνει, όπως αποδεικνύεται και από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ωστόσο, αυτή η μάλλον φυσική εξέλιξη δεν σημαίνει ότι ο τουρισμός εκλαμβάνεται από όλους το ίδιο θετικά. Υπογραμμίζεται ο ρόλος των ιδιωτικών κεφαλαίων, αλλά και η ανεπάρκεια της μικρομεσαίας επικρατούσας ελληνικής επιχειρηματικότητας να προχωρήσει σε στρατηγικό σχεδιασμό που θα την αναβάθμιζε σε ισχυρότερο οικονομικό δρώντα. Οι περίοδοι που προσεγγίζονται μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο είναι κρίσιμες γιατί διαμορφώνουν ολόκληρη την τουριστική οικονομία με τρόπο που οι βάσεις της, ακόμα και σήμερα, παραμένουν σχεδόν ακλόνητες. Η μικρομεσαία ελληνική επιχειρηματικότητα είναι το μέσον για την εξέλιξη της αναπτυξιακής διάστασης του φαινομένου και εκεί συγκεντρώνονται οι προσπάθειες του διοικητικού μηχανισμού (σελ. 130).
Φυσικό φαινόμενο ή κοινωνικό κατασκεύασμα;
Ο τουρισμός εκτός από μια αναπόφευκτη (;) επιλογή οικονομικής δραστηριότητας υπήρξε και παράγοντας σημαντικών επιδράσεων σε επίπεδο πολιτιστικό, ηθικό και κοινωνικό σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να ενέχει και στοιχεία... αμαρτίας, ως ένας τρόπος που στο παρελθόν θεωρούνταν ότι αλλοίωνε τα «χρηστά ήθη». Το μεγάλο ζητούμενο είναι να αναλυθούν οι τρόποι με τους οποίους οι κυβερνήσεις της υπό μελέτη περιόδου στο παρόν πόνημα, επέλεξαν να προσεγγίσουν τα τουριστικά ζητήματα. Το βιβλίο του Μιχάλη Νικολακάκη είναι πιο επίκαιρο από ποτέ γιατί, μέσα από την πρωτότυπη και πλήρη καταγραφή και παρουσίαση της εξέλιξης του τουρισμού ως αναπτυξιακού εργαλείου στην ατζέντα της εκάστοτε κυβέρνησης, φέρνει στο προσκήνιο και σύγχρονα ερωτήματα όπως:
• Μήπως ο τουρισμός «δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο» αλλά ένα «κοινωνικό κατασκεύασμα»;
• Πώς προκύπτει το κοινωνικό αποτύπωμα του τουρισμού; Πώς αυτό διαμορφώνεται με την πάροδο του χρόνου και τη συνεπακόλουθη διείσδυση του στην ελληνική αγορά και κοινωνία;
• Γιατί η κατασκευή των ξενοδοχείων “Ξενία” είναι κάτι περισσότερο από μια μικρή αρχιτεκτονική επανάσταση στην Ελλάδα;
• Πώς διαμορφώνεται και πώς εντάσσεται η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στα νέα πλαίσια που ορίζονται από την επικράτηση του τουρισμού στα αναπτυξιακά σχέδια;
• Πώς υποδέχονται οι πολίτες τον τουρισμό ως βασικό αναπτυξιακό πυλώνα;
• Μήπως υπάρχουν εργαλεία και διοικητικές δομές που χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα αλλά θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να είναι χρήσιμα και στη σημερινή πραγματικότητα; Είναι ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβαστεί από όλους όσοι ασχολούνται με τον Τουρισμό, τα αναπτυξιακά ζητήματα και τους θεσμούς της Δημόσιας Διοίκησης αλλά και από όλους εκείνους οι οποίοι παρακολουθούν και διαμορφώνουν τις εξελίξεις στο πεδίο του τουρισμού. Το πλήθος και η ποικιλία των πηγών που χρησιμοποιούνται στο συγκεκριμένο βιβλίο επιτρέπουν στους αναγνώστες να το διαβάζουν ως ένα σύγχρονο ιστορικό βιβλίο το οποίο όμως θα μπορούσε να αποτελέσει και έναν οδηγό σκέψης για θέματα τουρισμού και δημόσιας πολιτικής.
* Το ΕΝΑ http://www.enainstitute.org/ είναι ένα ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ερευνητικό κέντρο. Αποτελεί ένα βήμα ελεύθερου διαλόγου και ένα χώρο δημιουργίας και διάδοσης εναλλακτικών ιδεών με τελικό στόχο το μετασχηματισμό τους σε εφαρμόσιμες θεωρίες και πολιτικές τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.