Σε αθρόες ρυθμίσεις δανείων προχωρούν οι τράπεζες κατακλύζοντας με επιστολές «κόκκινους» δανειολήπτες στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, με προτάσεις συμφέρουσες ή όχι.
Το τελευταίο διάστημα και ενόψει των stress tests, αλλά και των πιεστικών και φιλόδοξων στόχων του SSM και της ΕΚΤ επιχειρούν μια εκτεταμένη εκστρατεία με στόχο να «πρασινίσουν» δάνεια που βρίσκονται στο «κόκκινο». Προσφέρουν άμεσο κούρεμα στα καταναλωτικά και έμμεσο στα στεγαστικά αναζητώντας τη σύμφωνη γνώμη των δανειοληπτών προκειμένου να κλείσουν τις όποιες εκκρεμότητες μπορούν.
Η πλειοψηφία των δανείων που δεν θα ρυθμιστεί, θα πουληθούν σε ειδικά funds, τα οποία θα αναλάβουν το έργο της πίεσης στους δανειολήπτες για την αποπληρωμή τους.
Όσοι αποδεχτούν τις ρυθμίσεις των τραπεζών, θα συνεχίσουν να αποπληρωμή των δανείων, αλλά με καλύτερους όρους από πριν. Το ζήτημα είναι εάν μπορούν, παρά το κούρεμα, να εξυπηρετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Τα στεγαστικά σε ευρώ
Σε ότι αφορά στα στεγαστικά δάνεια το γενικό πλαίσιο διευθέτησης που χρησιμοποιούν όλες οι τράπεζες πλέον είναι το ιρλανδικό μοντέλο «Split and Freeze».
Για τα στεγαστικά δάνεια που χορηγήθηκαν σε ευρώ το σχέδιο προβλέπει τον διαχωρισμό του εναπομείναντος ποσού του δανείου σε δύο ίσα μέρη.
Το πρώτο είναι εκείνο που θα εξυπηρετείται κανονικά για 15ετία.
Το δεύτερο μισό, θα παραμείνει παγωμένο στην περίοδο και θα μειώνεται κατά 4% τον χρόνο. Δηλαδή στην 15ετία θα έχει μειωθεί κατά 60%.
Στη λήξη της 15ετίας, ο δανειολήπτης θα κληθεί να αποπληρώσει σε 9 (εννέα) επιπλέον χρόνια το 40% του παγωμένου τμήματος.
Ουσιαστικά γίνεται ένα «κούρεμα» του τρέχοντος ύψους του δανείου κατά 30% και μειώνονται αισθητά τα τοκοχρεολύσια, αφού παγώνει για 15 χρόνια το 50% του δανείου και μετά αποπληρώνεται το 40%.
Τα στεγαστικά σε ελβετικό φράγκο
Για τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο το «κούρεμα» φτάνει στο 40% και το πλαίσιο διευθέτησης προβλέπει τη σύνδεση της αξίας της κατοικίας με το εναπομείναν τμήμα του δανείου
Ειδικότερα όπως έχει γράψει το Σin, για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο οι προτάσεις των τραπεζών προβλέπουν τα ακόλουθα:
1. Αφετηρία είναι το εναπομείναν ποσό του δανείου και η τρέχουσα αξία της κατοικίας.
2. Αρχικά, το δάνειο μετατρέπεται σε ευρώ.
3. Από το ποσό του δανείου θα διαχωριστεί εκείνο που αντιστοιχεί στην πραγματική τρέχουσα αξία του ακινήτου, το οποίο θα εξακολουθήσει να τοκίζεται και οριστεί περίοδος αποπληρωμής 15 ετών.
4. Το υπόλοιπο ποσό του αρχικού δανείου «παγώνει» για την ίδια περίοδο (15ετία).
5. Ο δανειολήπτης θα πληρώνει πλέον τις τοκοχρεολυτικές δόσεις για το ένα μέρος του δανείου.
6. Από το υπόλοιπο «παγωμένο» υπόλοιπο του δανείου θα διαγράφεται κάθε χρόνο, ποσοστό 5%, επί του αρχικού ποσού που θα προκύψει από τον διαχωρισμό και όχι από το τρέχον, κάθε φορά, υπόλοιπο.
7. Στη λήξη της 15ετίας θα έχει διαγραφεί το 75% του «παγωμένου» μέρους του δανείου.
8. Τότε και αφού έχει αποπληρωθεί το υπόλοιπο τμήμα του δανείου, θα γίνει επανεκτίμηση της αξίας του ακινήτου. Εάν η αξία του είναι μεγαλύτερη από εκείνη που είχε προσδιοριστεί προ 15ετίας, θα πληρώσει –με νέα ρύθμιση- το ποσό που αντιστοιχεί στην τρέχουσα αξία του ακινήτου μείον την αρχική αξία για την οποία έχει ήδη πληρώσει στην δεκαπενταετία. Το ποσό που θα κληθεί να πληρώσει στην περίπτωση αυτή, θα είναι μέχρι το 25% του «παγωμένου» τμήματος του δανείου, ανεξάρτητα του πόσο θα έχει αυξηθεί η αξία του ακινήτου.
9. Αν η αξία του ακινήτου έχει μειωθεί ή έχει παραμείνει στάσιμη, ο δανειολήπτης δεν θα πληρώσει τίποτα επιπλέον.
Καταναλωτικά
Σε ότι αφορά στα καταναλωτικά δάνεια η πρόταση που υποβάλλεται στους «κόκκινους» δανειολήπτες, αφορά σε άμεσο «κούρεμα» του 40% του ανεξόφλητου υπολοίπου, όπως έχει διαμορφωθεί από κεφάλαιο και τόκους και το υπόλοιπο ποσό που απομένει (το 60%) θα αποπληρωθεί σε 60 δόσεις, δηλαδή σε βάθος πενταετίας.
Ωστόσο, εάν η οφειλή παραμένει ανεξόφλητη επί πολλά χρόνια, στην ουσία αυτό που διαγράφεται, είναι οι υψηλοί τόκοι που βάρυναν την αρχική οφειλή. Σημειώνεται πως τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων και των πιστωτικών καρτών κινούνταν στο 10% και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη παραπάνω, ακόμη και στην περίοδο της κρίσης. Δηλαδή στην πράξη, η τράπεζα δεν χάνει κεφάλαιο, αλλά μόνο τα «πανωτόκια», με τα οποία επιβάρυνε τις οφειλές από καταναλωτικά δάνεια και τις χρεώσεις των πιστωτικών καρτών.