Το 2022 η καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας και του τουρισμού, τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής κατά την περίοδο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, αλλά και οι πληθωριστικές πιέσεις, συνέβαλαν στην ιδιαίτερα υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2022-2023.
To μερίδιο καθαρού κέρδους υπερκέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα το 2022 (33,2%), έναντι 24,8% το 2019, αλλά και τα επίπεδα του 2021 (32,5%).
Το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων σε ονομαστικούς όρους αυξήθηκε περαιτέρω κατά 32,1% το 2022 (από 28,7% το 2021).
Ιδιαίτερα σημαντική συμβολή στο συνολικό λειτουργικό πλεόνασμα είχαν οι επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον ενεργειακό τομέα, στις οποίες σημειώθηκαν μεγάλες αυξήσεις τιμών και κερδών, αλλά και οι επιχειρήσεις στους κλάδους της εστίασης και των καταλυμάτων καθώς και στη μεταποίηση, που κατέγραψαν αξιοσημείωτη άνοδο της παραγωγής τους.
Σημειώνεται ότι στην επίτευξη υψηλού περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων την πρόσφατη περίοδο καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν τα κυβερνητικά προγράμματα διατήρησης των θέσεων εργασίας, αλλά και η συσσώρευση αποταμιεύσεων των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η οποία στήριξε τη δυναμική της καταναλωτικής δαπάνης και ζήτησης παρά την άνοδο των τιμών.
Οι εισηγμένες εταιρείες
Μέσα σε αυτό το κλίμα, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος , τα αποτελέσματα των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μη χρηματοπιστωτικών εταιριών βελτιώθηκαν σημαντικά το 2022 σε σχέση με το 2021. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τις οικονομικές καταστάσεις 101 εισηγμένων στο ΧΑ επιχειρήσεων για το 2022, ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 57,7%.
Τα κέρδη από λειτουργικές δραστηριότητες (ΕΒΙΤ) αυξήθηκαν κατά 90,7%, ενώ τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε περίπου 6,8 δισεκ. ευρώ, αυξημένα κατά 89,6% έναντι του 2021.
Τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 47,7% και τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) αυξήθηκαν κατά 53,2% αντιστοίχως έναντι του 2021.
Σημειώνεται όμως ότι υπάρχει ετερογένεια μεταξύ των κλάδων της οικονομίας ως προς το ρυθμό μεταβολής του περιθωρίου EBITDA, με τους κλάδους της ενέργειας, της τεχνολογίας και της ανάπτυξης ακινήτων να εμφανίζουν αυξήσεις, τον κλάδο της βιομηχανίας να μην παρουσιάζει ουσιαστικές μεταβολές και τους κλάδους κοινής ωφέλειας, εμπορίου, πρώτων υλών, τηλεπικοινωνιών και παροχής υπηρεσιών υγείας μειώσεις.
Όμως ο δείκτης αποδοτικότητας συνολικών κεφαλαίων για το σύνολο των εισηγμένων επιχειρήσεων μειώθηκε το 2022 έναντι του 2021.
Ο δείκτης αποδοτικότητας συνολικών κεφαλαίων ορίζεται ως η διάμεσος του λόγου "EBITDA προς πωλήσεις" και για το σύνολο των εισηγμένων επιχειρήσεων υποχώρησε σε 11,6% το 2022 από 13,8% το 2021.
Η ισχυρή κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών είναι ένας από τους βασικούς λόγους, εκτός των άλλων (προσδοκία για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, υψηλή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας) της ανόδου της αγοράς σε νέα υψηλά 9 ετών, με κέρδη περί τα 37% από τις αρχές του έτους που κατατάσσουν την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά παγκόσμιο πρωταθλητή αποδόσεων.
Οι τραπεζικές μετοχές παρουσιάζουν στο πρώτο 6μηνο 2023 υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με το γενικό δείκτη του ΧΑ (+59,2%), καθώς οι ανησυχίες για τα τραπεζικά προβλήματα διεθνώς αντισταθμίστηκαν από τις αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών, την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την επιστροφή των τραπεζών σε κερδοφορία.
Οι τράπεζες το 2022 παρουσίασαν προ φόρων κέρδη 4,57 δισ. ευρώ, έναντι ζημίας 4,44 δισ. ευρώ το 2021.
Μερίσματα
Ρεκόρ χρηματικών διανομών στους μετόχους είχαμε το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου.
Οι εισηγμένες εταιρείες διένειμαν το μεγαλύτερο ποσό από το 2009 στους μετόχους τους, παρόλο που οι 4 συστημικές τράπεζες συνεχίζουν να μην διανέμουν μερίσματα.
Η απόδοση των χρηματικών διανομών για το σύνολο της αγοράς το 2022 διαμορφώνεται στο 3,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Το μεγαλύτερο ποσό (2,4 δισ. ευρώ ) από το 2009 αναμένεται να διανείμουν οι εισηγμένες εταιρείες του ΧΑ στους μετόχους τους, παρόλο που οι 4 συστημικές τράπεζες συνεχίζουν να μην διανέμουν μερίσματα.
Το 2009 οι εισηγμένες διέμειναν το ποσό των 2,96 δισ. ευρώ, ενώ κατά την τελευταία 15ετία το μεγαλύτερο ποσό καταγράφηκε το 2007 στα 5,42 δισ. ευρώ.
Το 2008 διέμειναν μερίσματα 4,49 δισ., το 2009 ανήλθαν στα 2,96 δισ. , το 2010 στο 1,82 δισ. ευρώ, το 2011 στα 1,19 δισ. ευρώ, το 2012 στα 0,82 δισ., το 2013 στα 0,57 δισ., το 2014 στα 0,74 δισ., το 2015 στα 0,85 δισ. ευρώ, το 2016 στα 1,05 δισ., το 2017 στα 1,34 δισ., το 2018 στα 1,3 δισ., το 2018 στα 1,3 δισ., το 2019 στα 2,2 δισ., το 2020 στα 1,79 δισ. και το 2021 στα 1,75 δισ.
Αν "πιαστούν" τα 2,4 δισ. ευρώ και εφέτος τότε η μέση μερισματική απόδοση του ΧΑ θα ανέλθει στο 3,6% (τρέχουσα κεφαλαιοποίηση στα 86 δισ. ευρώ) και αν δεν ληφθεί υπόψη η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών που δεν δίνουν ούτε εφέτος μέρισμα θα ανέλθει στο 3,9%.
Ιστορικά, το 2008 είχε επιτευχθεί η καλύτερη μερισματική απόδοση της ελληνικής αγοράς με 6,6%, αλλά τότε οι χρηματικές διανομές είχαν φτάσει τα 4,5 δισ. ευρώ, καθώς οι εισηγμένες ήταν πολύ περισσότερες απ' ό,τι σήμερα και μέρισμα μοίραζαν και οι τράπεζες.