Διεθνή

Βιώσιμη γεωργία: Mπορούμε να τρεφόμαστε χωρίς να καταστρέψουμε τη φύση;


Καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται, εντείνεται η πίεση στα αγροτικά συστήματα και στη βιοποικιλότητα. Ο τρόπος με τον οποίο καλλιεργούμε την τροφή μας δεν επηρεάζει μόνο τις αποδόσεις των χωραφιών, αλλά και την υγεία ολόκληρου του πλανήτη. Από τα χωράφια σιταριού στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι τους ορυζώνες της νοτιοανατολικής Ασίας, οι αγροτικές εκτάσεις επεκτείνονται και μετασχηματίζονται ραγδαία — αλλά με ποιο τίμημα;

Για δεκαετίες, οι περιβαλλοντολόγοι και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής διαφωνούσαν μεταξύ δύο βασικών στρατηγικών για την αύξηση της παραγωγής τροφίμων: την επέκταση, δηλαδή την αποψίλωση περισσότερης γης για γεωργική χρήση και την εντατικοποίηση, δηλαδή την αύξηση της απόδοσης στις υπάρχουσες εκτάσεις μέσω εντατικών πρακτικών όπως τα φυτοφάρμακα, τα λιπάσματα και η άρδευση.

Η επικρατούσα άποψη μέχρι σήμερα ήταν πως η εντατικοποίηση προκαλεί μικρότερη ζημιά στη βιοποικιλότητα. Ωστόσο, μια νέα μελέτη του University College London (UCL) έρχεται να αμφισβητήσει αυτήν την παραδοχή και να προτείνει μια πιο ευέλικτη και ενημερωμένη προσέγγιση στη γεωργική πολιτική και την προστασία του περιβάλλοντος.

Η περίπλοκη σχέση παραγωγής και οικοσυστημάτων

Η ομάδα της Δρ. Silvia Ceaușu από το UCL ανέλυσε δεδομένα από όλο τον κόσμο σχετικά με τη βιοποικιλότητα, γύρω από αγροκτήματα που καλλιεργούν βασικές καλλιέργειες όπως καλαμπόκι, σιτάρι, ρύζι και σόγια — οι οποίες καλύπτουν πάνω από το μισό των θερμιδικών αναγκών της ανθρωπότητας.

Αποκλείοντας τις παρθένες περιοχές και εστιάζοντας σε τοπία με ήδη υπάρχουσα αγροτική δραστηριότητα, αλλά και κάποια φυσική βλάστηση, οι ερευνητές μέτρησαν τη βιοποικιλότητα με βάση τον αριθμό ειδών, την αφθονία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση.

Το αποτέλεσμα; Και η επέκταση και η εντατικοποίηση πλήττουν τη βιοποικιλότητα — αλλά με τρόπους και ένταση που διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή, το είδος καλλιέργειας και το φυσικό τοπίο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εντατικοποίηση προκάλεσε μεγαλύτερη οικολογική ζημιά απ’ ό,τι η μετατροπή νέων εκτάσεων σε γεωργική γη.

Όταν η αύξηση των αποδόσεων βλάπτει τη φύση

Η στρατηγική της “μείωσης του χάσματος αποδόσεων” (closing yield gaps), δηλαδή της αύξησης της παραγωγικότητας σε περιοχές με χαμηλές αποδόσεις, έχει προωθηθεί ως οικολογικά υπεύθυνη επιλογή. Όμως, η μελέτη δείχνει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τα οικοσυστήματα.

Όπως εξηγεί η Δρ. Ceaușu: «Ναι, η επέκταση των αγρών αλλάζει δραστικά τη βιοποικιλότητα. Ωστόσο, ακόμη και αφού εγκατασταθεί η γεωργία, η εντατικοποίηση μπορεί να συνεχίσει να υποβαθμίζει την τοπική βιοποικιλότητα — και μάλιστα, μερικές φορές περισσότερο απ’ όσο η περαιτέρω αφαίρεση φυσικής βλάστησης».

Το εύρημα αυτό κλονίζει το αφήγημα της “ασφαλούς εντατικοποίησης” και θέτει σε αμφισβήτηση εμπορικές και περιβαλλοντικές πολιτικές που αντιμετωπίζουν με ευνοϊκότερο τρόπο προϊόντα εντατικής γεωργίας, αρκεί να μην προέρχονται από πρόσφατα αποψιλωμένες εκτάσεις.

Η ανάγκη για πιο σύνθετες πολιτικές

Η μελέτη καταλήγει ότι δεν υπάρχει καθολική λύση. Αυτό που λειτουργεί σε εύκρατες, ενιαίες γεωργικές εκτάσεις μπορεί να αποτύχει σε τροπικά τοπία. Οι πολιτικές πρέπει να στηρίζονται σε τοπικά οικολογικά και κοινωνικά δεδομένα, όχι σε γενικεύσεις.

Όπως σημειώνει ο καθηγητής Tim Newbold από το UCL: «Απλοϊκές συμβουλές όπως “προτιμήστε την εντατικοποίηση αντί της επέκτασης” δεν επαρκούν. Δεν υπάρχει μια λύση που να ταιριάζει παντού για μια βιώσιμη γεωργία».

Οι συνέπειες δεν περιορίζονται στην παρούσα στιγμή. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η εντατικοποίηση τροποποιεί και τις ίδιες τις εξελικτικές διαδικασίες. Επιβιώνουν μόνο τα είδη που προσαρμόζονται σε υποβαθμισμένα περιβάλλοντα. Με τον καιρό, αυτό οδηγεί σε πιο ομογενοποιημένες κοινότητες οργανισμών, λιγότερο ανθεκτικές σε περιβαλλοντικούς κραδασμούς.

Αναζητώντας την ισορροπία

Η μελέτη δεν προτείνει να επεκταθεί η γεωργία σε παρθένες φυσικές περιοχές όπως τα πρωτογενή δάση ή οι υγροβιότοποι. Όμως προειδοποιεί ότι η εντατικοποίηση δεν είναι παντού η καλύτερη λύση. Σε κάποιες περιπτώσεις, η γεωργική επέκταση σε ήδη υποβαθμισμένες ή οριακές εκτάσεις μπορεί να επιφέρει μικρότερη περιβαλλοντική ζημιά απ’ ό,τι η περαιτέρω εντατικοποίηση.

Όπως σημειώνει ο David Leclère από το Διεθνές Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Συστημικών Αναλύσεων: «Πιθανόν να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ εντατικοποίησης και επέκτασης — αρκεί να βασίζεται σε τοπικά και ειδικά δεδομένα».

Η πρόκληση είναι να σχεδιαστούν αγροτικά συστήματα, που να εξυπηρετούν τόσο τις ανθρώπινες ανάγκες, όσο και την προστασία του πλανήτη. Και αυτή η πρόκληση δεν λύνεται με γενικόλογες στρατηγικές, αλλά με κατανόηση του πού, πώς και με τι κόστος καλλιεργούμε.

Ο ρόλος των καταναλωτών

Για τον καταναλωτή, το τοπίο παραμένει θολό. Είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς πόσο βιώσιμη είναι η προέλευση ενός συγκεκριμένου τροφίμου. Ωστόσο, υπάρχει ατομική δυνατότητα παρέμβασης.

Οι ερευνητές προτείνουν δύο απλά αλλά σημαντικά βήματα: μείωση της σπατάλης τροφίμων και περιορισμό της κατανάλωσης κρέατος. Και τα δύο μειώνουν τη συνολική ζήτηση για γεωργική παραγωγή, ελαττώνοντας την πίεση στα οικοσυστήματα.

Αντιμέτωποι με την πολυπλοκότητα

Καθώς η κλιματική κρίση και η επισιτιστική ανασφάλεια επιδεινώνονται, ο κόσμος καλείται να απαντήσει σε ένα κρίσιμο δίλημμα: μπορούμε να ταΐσουμε τα δισεκατομμύρια της Γης χωρίς να θυσιάσουμε την άγρια φύση;

Η νέα μελέτη δείχνει ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Μόνο μέσα από λεπτομερή δεδομένα, κατανόηση των τοπικών συνθηκών και προθυμία να αποδεχθούμε την πολυπλοκότητα, μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια πραγματικά βιώσιμη γεωργία.

Η διατροφή της ανθρωπότητας δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα. Είναι μια βαθιά οικολογική πρόκληση — και η απάντηση σε αυτήν θα καθορίσει το μέλλον του πλανήτη μας.

Image by rawpixel.com on Freepik

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Σχετικά Άρθρα