Η Bank of America προειδοποιεί ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές ενδέχεται να καταγράψουν πτώση έως και 10 % μέχρι το τέλος του 2025, με τις τράπεζες να βρίσκονται στο επίκεντρο των πιέσεων.
Σύμφωνα με την ανάλυση της αμερικανικανικής τράπεζας, προβλέπεται διόρθωση η οποία θα φτάσει συνολικά το 15% έως τις αρχές του 2026, εκτιμώντας ότι το περιβάλλον των επενδυτών θα επιδεινωθεί εξαιτίας της αυξανόμενης αβεβαιότητας, της κόπωσης στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ και των συνεχιζόμενων γεωοικονομικών εντάσεων.
Η τράπεζα διαπιστώνει σαφή απόκλιση ανάμεσα στους κυκλικούς και τους αμυντικούς κλάδους, υπογραμμίζοντας ότι ο τραπεζικός τομέας θα δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα.
Η στρατηγική της BofA τοποθετείται underweight στις τράπεζες και σε άλλους κυκλικούς κλάδους, ενώ προτιμά αμυντικά χαρτιά όπως φάρμακα, τρόφιμα και ποτά, τα οποία θεωρεί ότι διαθέτουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε περιόδους αναταράξεων.
Παράλληλα, η τράπεζα διατυπώνει δύο εναλλακτικά σενάρια:
Στο θετικό (bull case) προβλέπει βελτίωση των συνθηκών αν υπάρξει αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Στο αρνητικό (bear case) αναμένει περαιτέρω κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, αύξηση δασμών και επιδείνωση των προοπτικών για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις με σημαντική διεθνή έκθεση.
Ένας από τους βασικούς κινδύνους που επισημαίνει η BofA είναι η εξασθένιση της αγοράς εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν η απασχόληση επιβραδυνθεί περαιτέρω, κάτι που ήδη διαφαίνεται σε συγκριτικά στοιχεία με περιόδους όπως τα τέλη του 2000 και του 2007, τότε οι επιπτώσεις στην κατανάλωση και στη συνολική ανάπτυξη θα είναι άμεσες. Αυτή η προοπτική, σε συνδυασμό με τα αυξημένα επιτόκια και τη σφιχτή νομισματική πολιτική, ενδέχεται να δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα για τις αγορές μετοχών.
Η ανάλυση της BofA επεκτείνεται και στις πιστωτικές αγορές, όπου αναμένει άνοδο στα spreads υψηλής απόδοσης (high yield). Ειδικότερα, εκτιμά ότι το εύλογο επίπεδο βρίσκεται γύρω στις 325 μονάδες βάσης, με πιθανή άνοδο έως τις 375, από τις περίπου 290 μονάδες που ίσχυαν κατά τη σύνταξη της έκθεσης. Αυτή η διεύρυνση των spreads αποτελεί προειδοποιητικό σήμα για αυξημένο ρίσκο και μειωμένη εμπιστοσύνη στην αγορά χρέους, κάτι που ενδέχεται να ασκήσει επιπρόσθετες πιέσεις και στις μετοχικές αγορές.
Στο μέτωπο των εταιρικών αποτελεσμάτων, η BofA αναμένει μείωση των προβλέψεων για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) στον ευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 κατά περίπου 7 % σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά του Μαρτίου.
Η επιβράδυνση της ανάπτυξης, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και η πιθανότητα περιορισμού των περιθωρίων κέρδους ενισχύουν αυτήν την αρνητική εκτίμηση. Η ίδια η BofA τοποθετεί τον δείκτη Stoxx 600 στις 520 μονάδες έως το τέλος του 2025, που σημαίνει πτώση περίπου 10% από τα τρέχοντα επίπεδα, ενώ στο δυσμενές σενάριο (bear case) βλέπει περαιτέρω κάθοδο έως τις 490 μονάδες στις αρχές του 2026, δηλαδή συνολική πτώση της τάξης του 15%.
Παρόμοια συμπεράσματα προκύπτουν και από άλλες πηγές. Σε ανάλυση του Investing.com σημειώνεται ότι ο ευρωπαϊκός δείκτης κινδύνου (equity risk premium) βρίσκεται κοντά σε χαμηλά 18 ετών, ενώ οι προσδοκίες για περιθώρια κέρδους παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Η BofA εκτιμά ότι οι μετοχές είναι υπερτιμημένες σε σχέση με το ρίσκο και ότι η οποιαδήποτε επιβράδυνση στην ανάπτυξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε γρήγορη αποτίμηση προς τα κάτω.
Παράλληλα, στην έκθεση Capital Market Outlook του Οκτωβρίου 2025, η τράπεζα προβλέπει αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,2% το 2025 και 3% το 2026, με ουδέτερη στάση για τις διεθνείς ανεπτυγμένες αγορές και ελαφρώς υποτιμητική (underweight) θέση για τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Οι πιθανοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις αγορές σε περαιτέρω πτώση σχετίζονται κυρίως με την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και τη σταδιακή αύξηση του κόστους δανεισμού. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα επιλέξουν πιο επιθετικές εμπορικές πολιτικές, αυτό θα περιορίσει το διεθνές εμπόριο και θα επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγικές ευρωπαϊκές εταιρείες. Η επιδείνωση της απασχόλησης στις ΗΠΑ θα μπορούσε να περιορίσει την κατανάλωση και να μειώσει την εμπιστοσύνη, ενώ η αύξηση των spreads στις πιστωτικές αγορές θα επιβαρύνει το κόστος κεφαλαίου. Επιπλέον, οι αποτιμήσεις των μετοχών βρίσκονται ήδη σε επίπεδα που αφήνουν μικρό περιθώριο ασφάλειας, καθώς οι αγορές τιμολογούν ένα περιβάλλον καθυστερημένου οικονομικού κύκλου με υψηλές προσδοκίες για περιθώρια κέρδους και μικρή ανοχή για αρνητικές εκπλήξεις.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και παράγοντες που θα μπορούσαν να μετριάσουν τις απώλειες ή να προσφέρουν ευκαιρίες αναστροφής της πτωτικής τάσης.
Μία πιθανή αποκλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα θα λειτουργούσε καταλυτικά υπέρ των αγορών, όπως και μια πιο ήπια στάση των κεντρικών τραπεζών με μειώσεις επιτοκίων ή νέα μέτρα στήριξης.
Παράλληλα, η στροφή των επενδυτών προς αμυντικούς κλάδους —όπως φαρμακευτικές εταιρείες, βασικά καταναλωτικά αγαθά και ενέργεια— μπορεί να δημιουργήσει θύλακες ανθεκτικότητας ακόμη και σε ένα περιβάλλον γενικευμένης διόρθωσης.
Τέλος, τυχόν σημάδια ανάκαμψης στις αναδυόμενες αγορές ή νέα μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης από την Κίνα θα μπορούσαν να περιορίσουν τις πιέσεις και να προσφέρουν ευκαιρίες τοποθέτησης σε μετοχές με διεθνή προσανατολισμό.
Συνολικά, η BofA δεν υποστηρίζει ότι επίκειται κατάρρευση, αλλά τονίζει ότι η παρούσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από υψηλή αβεβαιότητα και περιορισμένα περιθώρια σφάλματος. Η πρόβλεψη για πτώση 10% έως το τέλος του 2025 και 15% έως τις αρχές του 2026 αντικατοπτρίζει περισσότερο την επιδείνωση των θεμελιωδών μεγεθών και την αυξημένη νευρικότητα των επενδυτών παρά έναν οριστικό κύκλο ύφεσης.
Οι επενδυτές καλούνται να παραμείνουν προσεκτικοί, να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους και να δώσουν έμφαση στη διαχείριση κινδύνου. Όπως προκύπτει και από τις αναλύσεις της BofA, η επιλογή αμυντικών τοποθετήσεων και η προσεκτική στάθμιση ανάμεσα σε κλάδους και γεωγραφικές αγορές αποτελούν ίσως την ασφαλέστερη στρατηγική σε ένα περιβάλλον που παραμένει εύθραυστο, με τις αγορές να δοκιμάζονται ανάμεσα στην ελπίδα της αποκλιμάκωσης και τον φόβο της ύφεσης.