Η προσπάθεια να γλιτώσουν φόρους και η συστηματική χρήση «πλαστικού χρήματος» καταλήγουν να γίνονται μπούμερανγκ για πολλούς φορολογούμενους. Αντί να εξασφαλίσουν το αφορολόγητο, εμφανίζοντας τις δαπάνες που αντιστοιχούν στο δηλωμένο εισόδημα τους, πέφτουν στην παγίδα των τεκμηρίων.
Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο, αν έχουν πραγματοποιήσει αγορές σημαντικής αξίας χρησιμοποιώντας κάρτες ή μέσω e-banking. Τα ποσά αυτά προστίθενται στις δηλωθείσες δαπάνες και εμφανίζουν τον φορολογούμενο να ξοδεύει πολλά σε σχέση με το δηλωμένο εισόδημα του – προκαλώντας το «ενδιαφέρον» της εφορίας.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ο φορολογούμενος πρέπει να αποδείξει ότι… «δεν είναι ελέφαντας», δικαιολογώντας την προέλευση των επιπλέον χρημάτων που ξόδεψε.
Η συνηθέστερη δικαιολογία και ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την κάλυψη τεκμηρίων είναι η «ανάλωση κεφαλαίου παρελθόντων ετών»: Ο φορολογούμενος ισχυρίζεται και προσπαθεί να αποδείξει ότι ξόδεψε χρήματα από εισοδήματα προηγουμένων ετών - ακόμη και 20ετίας – τα οποία έχουν δηλωθεί.
Θα χρειασθεί να αθροίσει όλα τα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, ενοίκια, επιχειρήσεις, τόκους καταθέσεων, μερίσματα, υπεραξίες (π.χ. μετοχών) κ.λπ., τα ποσά που εισέπραξε από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, από εφάπαξ παροχές ασφαλιστικών ταμείων – ακόμη και από κέρδη λαχείων.
Η επίκληση των παλαιότερων εισοδημάτων, δεν μπορεί να γίνεται εσαεί, αλλά μέχρι το ποσό που απαιτείται κάθε φορά και εφόσον υπάρχει «απόθεμα». Δηλαδή ο φορολογούμενος που έχει απόθεμα 40.000 ευρώ από προηγούμενες φορολογικές δηλώσεις, αν χρησιμοποιήσει για ένα έτος το ποσό των 10.000 ευρώ, για τα επόμενα έτη θα έχει διαθέσιμο 30.000 ευρώ, το οποίο σταδιακά θα μειώνεται.