Διαψεύδονται οι προσδοκίες των μικρομεσαίων επιχειρηματιών, κυρίως του εμπορίου και της εστίασης, που έχουν πληγεί βαρύτατα από το δεύτερο lockdown, για ένα «κούρεμα» στα ποσά που θα χρειασθεί να επιστρέψουν στο κράτος από τα φθηνά δάνεια των τριών πρώτων κύκλων της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, καθώς το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έκανε τους υπολογισμούς του και διαπιστώνει ότι... λεφτά δεν υπάρχουν.
Το αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου, όπως διατυπώθηκε το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα μετά την απόφαση να παραμείνουν κλειστά το λιανεμπόριο και η εστίαση τουλάχιστον ως τις 7 Ιανουαρίου, ήταν να εφαρμοσθεί αναδρομικά και για τα ποσά που δόθηκαν με τους τρεις πρώτους κύκλους της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, αυτό που άρχισε να ισχύει από τον τέταρτο κύκλο του προγράμματος και μετά: δηλαδή, να δοθεί ως επιδότηση το 50% των κεφαλαίων και να μη χρειασθεί να τα επιστρέψει ο επιχειρηματικός κόσμος στο κράτος.
Ο Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας, έχει ζητήσει να μειωθεί στο 30% το ποσοστό των κεφαλαίων που θα επιστραφεί στους δύο επόμενους κύκλους (5 και 6) και να ισχύσει για τους τέσσερις πρώτους κύκλους η επιστροφή του 50%. Η ΕΣΕΕ έθεσε γενικό ζήτημα «κουρέματος» οφειλών, σημειώνοντας ότι «η αντοχή της ήδη πληγωμένης από τη δεκαετή κρίση μικρομεσαίας εμπορικής επιχείρησης έχει φθάσει στα όρια της».
Δεν βγαίνει λογαριασμός
Παρόλα αυτά, οι υπολογισμοί του οικονομικού επιτελείου για πιθανό «κούρεμα» στο ποσό που θα επιστραφεί από τους τρεις πρώτους κύκλους της Επιστρεπτέας δείχνουν ότι είναι πολύ δύσκολο να «φορτωθεί» το Δημόσιο με το βάρος αυτής της επιδότησης, καθώς από το 2021 θα αρχίσει η προσπάθεια περιορισμού των ελλειμμάτων που δημιούργησε η πανδημία και τα ποσά που συζητούνται είναι αρκετά μεγάλα για να γίνουν ανεκτά σε αυτό το πλαίσιο της δημοσιονομικής «διόρθωσης».
Το υπουργείο Οικονομικών εξέτασε την αναδρομική διαγραφή του 50% των φθηνών δανείων που έλαβαν πάνω από 145.000 επιχειρήσεις στους τρεις πρώτους κύκλους του προγράμματος. Συνολικά καταβλήθηκαν 3,369 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει η διαγραφή του 50% ισοδυναμεί με δημοσιονομικό κόστος της τάξεως των 1,7 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, που θα προστεθεί στο έλλειμμα των επόμενων ετών.
Υπενθυμίζεται ότι για το επιστρεπτέο τμήμα των δανείων, παρέχεται άτοκη περίοδος χάριτος έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, κατά την οποία η δικαιούχος επιχείρηση δεν υποχρεούται να επιστρέψει οιοδήποτε τμήμα κεφαλαίου ή τόκων, ενώ, μετά την παρέλευση της περιόδου χάριτος, το οφειλόμενο ποσό αποπληρώνεται σε 40 ισόποσες τοκοχρεολυτικές μηνιαίες δόσεις. Αυτό σημαίνει ότι το πρόσθετο έλλειμμα των 1,7 δισ. θα έπρεπε να εγγραφεί από το 2022 και μετά.
Με τα σημερινά δεδομένα, τέτοιο «φούσκωμα» του ελλείμματος δεν γίνεται ανεκτό, γι' αυτό και η νέα «γραμμή άμυνας» που χαράσσει η κυβέρνηση προβλέπει ότι το «κούρεμα» της Επιστρεπτέας θα εξετασθεί μετά το τέλος της πανδημίας, δηλαδή, με τα σημερινά δεδομένα, στο δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Άδωνις Γεωργιάδης, «όταν με το καλό τελειώσει η πανδημία θα κάνουμε τον λογαριασμό και θα δούμε τις δυνατότητες μας ως κράτος».
Πάντως, η αντιπολίτευση «σηκώνει» το θέμα, ζητώντας να διαγραφεί το σύνολο των χρεών από την Επιστρεπτέα Προκαταβολή και να αντιμετωπισθεί συνολικά το χρέος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Όπως έχει τονίσει η Έφη Αχτσιόγλου, «πρέπει όλη η επιστρεπτέα προκαταβολή να μετατραπεί σε μη επιστρεπτέα, να υπάρξει ένα σοβαρό σχήμα ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους με κούρεμα οφειλής και να μην εφαρμοστεί ο νέος πτωχευτικός, γιατί αλλιώς θα μιλάμε για μία πορεία εκκαθάρισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων».