Η οικονομία της Γερμανίας κατέγραψε νέα συρρίκνωση το δεύτερο τρίμηνο του 2025, επιβεβαιώνοντας την παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) υποχώρησε κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση, ποσοστό υψηλότερο από την αρχική εκτίμηση για πτώση 0,1%.
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένδειξη της αδυναμίας της γερμανικής οικονομίας να ανακάμψει σταθερά, εν μέσω σημαντικών εξωτερικών και εσωτερικών προκλήσεων.
Η μείωση του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην υποτονική απόδοση της βιομηχανικής παραγωγής, η οποία επηρεάστηκε από τις μειωμένες εξαγωγές, τη μειωμένη ζήτηση και την επίδραση των δασμών από τις ΗΠΑ. Παράλληλα, οι ιδιωτικές επενδύσεις υποχώρησαν κατά 1,4%, γεγονός που αντανακλά την επιφυλακτικότητα των επιχειρήσεων απέναντι στο μακροοικονομικό περιβάλλον. Αντιθέτως, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 0,8%, καθώς η κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική στήριξης μέσω αναπτυξιακών παρεμβάσεων.
Η καταναλωτική δαπάνη από τα νοικοκυριά αυξήθηκε οριακά κατά μόλις 0,1%, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία. Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες για ισχυρότερη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, κυρίως λόγω της σταδιακής αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Ωστόσο, η αστάθεια στις αγορές εργασίας, η υψηλή φορολογία και η μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης εξακολουθούν να περιορίζουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Σημαντική αρνητική συνεισφορά στο ΑΕΠ είχε επίσης το εξωτερικό εμπόριο. Οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 0,1%, εν μέρει εξαιτίας των εμπορικών εντάσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ζήτησης. Οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 0,6%, ενισχύοντας το εμπορικό έλλειμμα. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την εξάρτηση της Γερμανίας από τις εξαγωγές και την ευαισθησία της σε διεθνείς γεωοικονομικές αναταράξεις.
Οι αγορές αντέδρασαν αρνητικά στα στοιχεία. Ο δείκτης DAX κατέγραψε πτώση, καθώς η αναθεώρηση των στοιχείων του ΑΕΠ σε χαμηλότερα επίπεδα προκάλεσε ανησυχίες για τις προοπτικές της οικονομίας το υπόλοιπο του 2025. Παράλληλα, η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση με ένα φιλόδοξο σχέδιο επενδύσεων, ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, που στοχεύει σε έργα υποδομής, ψηφιακή μετάβαση και ενεργειακή ανεξαρτησία.
Παρά τις παρεμβάσεις αυτές, οι διεθνείς οργανισμοί εμφανίζονται απαισιόδοξοι για την πορεία της γερμανικής οικονομίας στο άμεσο μέλλον. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει μηδενική ανάπτυξη (0,0%) για το 2025, ενώ η Bundesbank αναμένει αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 0,2%. Πιο αισιόδοξα είναι τα σενάρια για το 2026, όπου αναμένεται ανάπτυξη κοντά στο 1,1%, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις και θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει και μια σειρά διαρθρωτικών προβλημάτων που δεν επιλύονται εύκολα. Η έλλειψη επενδύσεων σε καινοτομία, η αυξημένη γραφειοκρατία, οι ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό και η ενεργειακή εξάρτηση από το εξωτερικό, αποτελούν χρόνιες αδυναμίες. Επιπλέον, ο διεθνής ανταγωνισμός – κυρίως από την Κίνα και τις ΗΠΑ – σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η τεχνολογία και η πράσινη ενέργεια, καθιστά ακόμα πιο δύσκολη τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας.
Συνολικά, η εικόνα που διαμορφώνεται για την γερμανική οικονομία είναι ανησυχητική. Η στασιμότητα τείνει να παγιωθεί, ενώ τα μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης αργούν να αποδώσουν. Η μείωση του ΑΕΠ κατά 0,3% στο β’ τρίμηνο του 2025 αποτελεί καμπανάκι κινδύνου για την οικονομική και πολιτική ηγεσία της χώρας. Μόνο με στοχευμένες μεταρρυθμίσεις, ενεργητικές πολιτικές στήριξης και αξιοποίηση των ψηφιακών και πράσινων επενδύσεων μπορεί η Γερμανία να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά τα επόμενα χρόνια.